Ως γνωστόν η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, στα μέσα Απριλίου ανακοίνωσε ένα νέο πλέγμα μέτρων, που περιλαμβάνει την επιβολή ειδικών τελών στα κινεζικής κατασκευής ή ιδιοκτησίας πλοία τα οποία προσεγγίζουν αμερικανικά λιμάνια.
Τα τέλη αυτά, που αρχικά παρουσιάστηκαν με τιμές-σοκ της τάξης του 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων ανά πλοίο, αναθεωρήθηκαν κατόπιν σφοδρών αντιδράσεων από διεθνείς ναυτιλιακούς φορείς. Παρ’ όλα αυτά, οι νέοι δασμοί, με βασικό τιμολόγιο $18 ανά καθαρό τόνο ή $120 ανά εμπορευματοκιβώτιο, προδιαγράφουν μια σταδιακή αλλά σταθερή επιβάρυνση των μεταφορικών ροών που περνούν από το αμερικανικό έδαφος.
Σύμφωνα με τις ΗΠΑ, ο στόχος είναι σαφής: να περιοριστεί η εξάρτηση από τον “σιδηρούν στόλο” του Πεκίνου, και να ανακοπεί η “ύπουλη”, όπως χαρακτηρίζεται, παρουσία κινεζικών συμφερόντων σε λιμενικές εγκαταστάσεις στρατηγικής σημασίας.
Η επιθετική τροχιά της Ουάσιγκτον δεν εξαντλείται στο πεδίο της οικονομικής επιβάρυνσης.
Ήδη από τον Ιανουάριο του 2025, η COSCO και οι θυγατρικές της εντάχθηκαν από το αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας στη λίστα των εταιρειών με “υποτιθέμενες διασυνδέσεις με τον κινεζικό στρατό”, γεγονός που περιορίζει τις οικονομικές τους συναλλαγές, τις επενδύσεις και την πρόσβαση σε αμερικανική τεχνολογία.
Η απόφαση αυτή εκλαμβάνεται στο Πεκίνο ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου στρατηγικής ανάσχεσης της κινεζικής επιρροής, ιδίως μέσω της πρωτοβουλίας Belt and Road (BRI), στο πλαίσιο της οποίας η COSCO αποτελεί βασικό πυλώνα.
Η απάντηση της COSCO, αλλά και της κινεζικής ναυτιλιακής κοινότητας γενικότερα, υπήρξε άμεση και αιχμηρή. Σε επίσημη ανακοίνωσή της, η εταιρεία καταδίκασε την πολιτική της Ουάσιγκτον ως “διακριτική και πολιτικά υποκινούμενη”, κατηγορώντας τις ΗΠΑ ότι παραβιάζουν τόσο τις αρχές του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου όσο και τη διμερή ναυτιλιακή συμφωνία του 2003.
«Οι ενέργειες αυτές υπονομεύουν τον θεμιτό ανταγωνισμό και απειλούν τη σταθερότητα της παγκόσμιας ναυτιλίας», δήλωσε εκπρόσωπος της εταιρείας, προσθέτοντας πως οι αιτιάσεις περί στρατιωτικών διασυνδέσεων είναι “αβάσιμες και προσχηματικές”.
Η Ένωση Κινέζων Εφοπλιστών (CSA), από την πλευρά της, προειδοποίησε για τον κίνδυνο απορρύθμισης της διεθνούς εφοδιαστικής αλυσίδας, καθώς η επιβολή γεωπολιτικών φραγμών σε βασικούς μεταφορείς επηρεάζει άμεσα τη ροή του παγκόσμιου εμπορίου.
Το ντόμινο των συνεπειών: Ο Πειραιάς και η Ευρωπαϊκή ενδοχώρα
Το θέμα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα και ιδίως για τον λιμένα του Πειραιά, ο οποίος τελεί υπό τον επιχειρησιακό έλεγχο της COSCO.
Οι αμερικανικές πιέσεις, εάν εξελιχθούν σε ευρύτερες κυρώσεις ή αν επηρεάσουν την εμπιστοσύνη των διεθνών εταίρων της εταιρείας, θα μπορούσαν να έχουν απτές επιπτώσεις στην ανάπτυξη, τη διακίνηση φορτίων και τις νέες επενδύσεις στο λιμάνι.
Ήδη, οι πρώτες ενδείξεις εμφανίζονται: η Ocean Alliance, στην οποία συμμετέχει η COSCO, ακύρωσε αρκετά δρομολόγια προς τις ΗΠΑ, ενώ ανεπίσημες πληροφορίες κάνουν λόγο για αναθεώρηση επενδυτικών πλάνων σε μεσογειακά λιμάνια. Η γεωπολιτική αβεβαιότητα αρχίζει να αποκρυσταλλώνεται σε εμπορική επιφυλακτικότητα.
Η αναζωπύρωση της αντιπαράθεσης ΗΠΑ–Κίνας στη ναυτιλία αποτελεί σύμπτωμα μιας βαθύτερης μετατόπισης: η θάλασσα, ιστορικά χώρος εμπορικών και πολιτισμικών ανταλλαγών, μετατρέπεται σταδιακά σε πεδίο γεωστρατηγικών συγκρούσεων. Οι λιμένες δεν είναι πλέον απλώς οικονομικοί κόμβοι – είναι κόμβοι ισχύος, μέσα από τους οποίους διακινούνται όχι μόνο εμπορεύματα, αλλά και επιρροή.
Η περίπτωση της COSCO αποτελεί ένα εμβληματικό παράδειγμα: μια εταιρεία που συμβολίζει την παγκόσμια διείσδυση του κινεζικού κράτους-επιχειρηματία, και η οποία καλείται σήμερα να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιχειρηματική της αποστολή και τις σκιές της γεωπολιτικής.
Στον ορίζοντα, διαγράφεται η προοπτική μιας πολυπολικής ναυτιλιακής τάξης, όπου οι αποφάσεις των λιμένων θα κρίνουν όχι μόνο την εμπορική ροή, αλλά και την παγκόσμια σταθερότητα.
Γιώργος Σκορδίλης
Πηγή: Reporter.gr