Γράφει ο Αντιπλοίαρχος ΛΣ (ε.α) Β. Κυπριωτάκης “Μια νύχτα Χριστουγέννων στ’ Αστερούσια.”

Ένα υπέροχο Χριστουγεννιάτικο διήγημα του αποστράτου συναδέλφου Βασίλη Κυπριωτακη για να νοιώσουμε όλοι την ζεστασιά της θείας φάτνης στις καρδιές μας, παραμονή της γέννησης του Χριστού!
_______________________________________________
***”Μια νύχτα Χριστουγέννων στ’ Αστερούσια.” ***
_______________________________________________
Πέρασε μισός αιώνας από τότε που μικρό παιδί βοηθούσα τον παπά Δημήτρη στο ιερό της εκκλησίας μας.
Ο ίδιος ήταν και βοσκός, αφού διατηρούσε και κοπάδι από αιγοπρόβατα στο βουνό που δεσπόζει πάνω από το χωριό μου, στην Κεφάλα των Αστερουσίων.
Της οροσειράς που κρύβει πολλά μυστήρια από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα.
Πέρα από τα εκκλησιαστικά του καθήκοντα τον έβλεπα καθημερινά να περνάει κάτω από το σπίτι μας για να πάει στο βουνό όπου είχε το κοπάδι του.
Μου θύμιζε τον Άγιο Νικόλαο που έβλεπα στις εικόνες, όμως είχε περισσότερα γένεια. Φορούσε πάντα έναν υφασμάτινο σκούφο και τα παραδοσιακά υποδήματα, τα στιβάνια όπως τα λένε στο νησί.
Καμμιά φορά,μετά από κάποιον ήσυχο εσπερινό, μου έλεγε παράξενες ιστορίες που είχε ζήσει κατά την πολυετή ιερατική του πορεία.
Όταν τα έλεγε η φωνή του ήταν σιγανή και συνωμοτική ,σαν να μην ήθελε να ακουστεί παραπέρα ο λόγος του.
Όμως κάθε που πλησίαζαν Χριστούγεννα, μου έλεγε για μια σπηλιά κοντά στον Κόφινα, που είχε ακούσει Χριστουγεννιάτικους ύμνους να βγαίνουν από μέσα.
Μπήκε και το μόνο που είδε ήταν μερικές εικόνες και ένα Σταυρό στον τοίχο της σπηλιάς.
Όμως μια ευωδία θυμιάματος του είχε συνεπάρει τις αισθήσεις.
-Θέλω μου είπε, μόλις συνταξιοδοτηθώ να πάω και να λειτουργήσω τα Χριστούγεννα σε κείνο το μέρος. Γιατί τώρα δεν μπορώ να αφήσω την ενορία. Το επιθυμώ από τότε που βρέθηκα σε κείνο το μέρος.
Θα έρθεις να κάνεις τον ψάλτη; Μου είπε χαμογελώντας.
Τον κοίταζα λίγο αμήχανα κι αυτός τότε συμπλήρωνε:
-Θα σου δείχνω και θα τη βγάλουμε τη λειτουργία.
Πέρασαν μερικά χρόνια και ήρθε άλλος ιερέας στη θέση του. Ο ίδιος δεν πολυπήγαινε στο βουνό.
Τα ζωντανά τα έδωσε στα παιδιά του.
Κι έτσι περνούσε “εν ειρήνη και μετανοία”το υπόλοιπο του βίου του, απολαμβάνοντας την αγάπη των συγχωριανών του και της πολυμελούς οικογενείας του.
Δεν είχα ξεχάσει αυτό που είχε πει.
Μια μέρα τον είδα να στέκει στην εξώπορτα του σπιτιού του και πλησίασα.
Τον χαιρέτησα και του φίλησα το χέρι. Με ακριβοχαιρέτησε όπως πάντα χαμογελαστός.
-Θα την κάνουμε τη λειτουργία στη σπηλιά τα Χριστούγεννα; τον ρώτησα.
– Δεν το ξέχασες ε; Εγέρασα μωρέ παιδί μου κι είναι μπλειό δύσκολο να ανεβώ ‘ κειά πάνω.
-Σιγά το δύσκολο,στο μουλάρι θα κάθεσαι κι εγώ θα το σέρνω να πάμε, του απάντησα.
Καλά, πρώτα ο Θεός άμα κάνει καλό καιρό,θα την κάνουμε τη λειτουργιά.
Κι ήρθε ο Δεκέμβρης και μετά τα πρώτα κρύα έκανε καλό καιρό.
Εγώ προσευχόμουν κάθε μέρα να συνεχιστεί η καλοκαιρία και να μπορέσουμε να πάμε με το γέρο παπά στο βουνό.
Ήταν τόση η ανυπομονησία μου που κάθε μέρα επισκεπτόμουν το σπίτι του, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες.
Την παραμονή το πρωί μου έδωσε ένα μικρό σημείωμα που έγραφε τι πράγματα έπρεπε να έχω μαζί μου και μου είπε ότι μόλις θα νύχτωνε θα φεύγαμε.
Σαν σουρούπωσε έβαλα στον ώμο ένα σακίδιο με τα απαραίτητα και ένα πρόσφορο που είχε ζυμώσει η μάνα μου και ξεκίνησα για το σπίτι του παπά.
Είχε έτοιμο το μουλάρι και με περίμενε. Το έφερε αμίλητος δίπλα σε ένα μικρό βράχο και με ευκολία κάθησε στο σαμάρι.
Έκανε το σταυρό του και αφού σταύρωσε και μένα, είπε ένα κοφτό πάμε.
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε το βουνό αμίλητοι. Είχε ξαστεριά και το φεγγάρι έφεγγε το δρόμο μας, σαν τον Αστέρα εκείνο που οδήγησε τους Μάγους στον νεογέννητο Χριστό. Μόλις ανεβήκαμε την ανηφόρα του πρώτου λόφου με ρώτησε.
– Θυμάσαι τους ήχους που μαθαίναμε παιδί μου; Όταν σας έκανα κατηχητικό;
-Κάτι θυμάμαι,του απάντησα.
-Άντε να τους ξαναθυμηθούμε.
Α’ ήχος…ποιο τροπάριο γνωστό λέγαμε σ’ αυτόν τον ήχο;
Ύψωσα τη φωνή μου όσο μπορούσα και έψαλα ή μάλλον φώναξα δυνατά:
– Σώσον Κύριε τον λαό σου…
– Και ευλογήσουν την κληρονομία σου, συμπλήρωσε με την σιγανή αλλά μελιστάλακτη φωνή του.
Ο Β’ ήχος; με ξαναρώτησε.
Κι εγώ απτόητος:
– Φώς ιλαρόν…
Μπράβο, τα θυμάσαι μια χαρά μου είπε με ενθουσιασμό.
Για να δούμε στον Γ’ ήχο…
– Την ωραιότητα της παρθενίας Σου…άρχισα να λέω πιο σιγά .
– Και το υπέρλαμπρο το της αγνείας Σου… συνέχισε κατανυκτικά.
Τώρα θα σε πάω από το τέλος, μου λέει με χαμόγελο.
Ο πλάγιος τέταρτος πως είναι θυμάσαι;
Προσπαθούσα να θυμηθώ πιο τροπάριο γνωστό ήταν και τον κοίταζα με πλάγιο τρόπο,όπως τον ήχο.
– Τη…μου λέει χαμογελώντας.
– Υπερμάχω…βροντοφώναξα και η φωνή μου ξαναγύρισε πίσω,καθώς περνούσαμε από ένα μικρό φαράγγι και γινόταν αντίλαλος.
Έτσι συνεχίσαμε στην ανηφοριά λέγοντας και τους υπόλοιπους ήχους μέχρι που φτάσαμε στα μισά της διαδρομής.
Ένα αεράκι που δυνάμωνε συνέχεια μας υποδέχτηκε μόλις αντικρίσαμε τον Κόφινα.
Άρχισε να κάνει κρύο και ζάρωσα δίπλα στο κεφάλι του ζώου, θέλοντας ίσως να πάρω λίγη ζεστασιά από την ανάσα του.
Με είδε ο παπάς και σταμάτησε το ζωντανό.
Έβγαλε μια μικρή στρατιωτική κουβέρτα και την εναπόθεσε πάνω από τους ώμους μου.
Κάνε υπομονή σε δυο ώρες θα φτάσουμε, τον άκουσα να λέει.
Έλα να κάτσεις λίγο στο μουλάρι να ξεκουραστείς.
Δεν τον άφησα,πιο πολύ από σεβασμό και ύστερα το περπάτημα με κρατούσε ζεστό,στο κρύο τοπίο.
Όσο ανεβαίναμε στα ψηλά,το κρύο δυνάμωνε ,αν και ο αέρας είχε πέσει.
Ο παπάς άρχισε να ψέλνει και η φωνή του λες κι έβγαινε από τα ριζά των βράχων και απλωνόταν στον ουρανό.
-“Ετοιμάζου Βηθλεέμ, ήνοικται πάσιν η Εδέμ…”
Κι ύστερα:
Η παρθένος σήμερον τον προαιώνιον Λόγον,εν σπηλαίω έρχεται,αποτεκείν απορρήτως…
Είχα την αίσθηση, όπως τον άκουγα,
ότι όπου να’ναι θα αρχίσουν να κατεβαίνουν οι άγγελοι και να ψάλλουν το ωσαννά.
Είχε απόλυτη ησυχία.
Είχαμε μπει σε μια πλαγιά που ήταν γεμάτη σπηλιές και σκόρπιες χαρουπιές από δω κι από κει. Κοίταζα το τοπίο με δέος.
Σε λίγο φτάνουμε μου είπε ο συνοδοιπόρος μου. Να βρούμε μερικά ξύλα να ανάψουμε φωτιά να ζεσταθούμε.
Είχε ο δρόμος μας αρκετά που τα μάζεψα με την βοήθεια του φακού που είχα κρεμάσει στο λαιμό μου και τα φορτώσαμε στο μουλάρι. Κρατούσα και μερικά στα χέρια μου.
Ο παπά Δημήτρης πότε πότε έφερνε τις παλάμες στο στόμα του και προσπαθούσε να ζεστάνει τα παγωμένα του χέρια με την ανάσα του.
Σε λίγο φάνηκε η σπηλιά. Ήταν σε μια πλαγιά βορειοανατολικά της πιο ψηλής κορυφής.
Αφήσαμε τα ξύλα στην είσοδο και δέσαμε το μουλάρι δίπλα σε μια μικρή χαρουπιά.
Μπήκαμε και κοιτάξαμε με περιέργεια και δέος τον χώρο.
Σαν μια φυσική εκκλησία έμοιαζε.
Στο βάθος είχε ένα χώρο που έμοιαζε με ιερό και που το χώριζε από το υπόλοιπο μέρος μια σειρά από πέτρες,δεξιά και αριστερά.
Ένας Σταυρός από λεπτούς κορμούς δέντρων ήταν στη μέση και δύο εικόνες ξύλινες πάνω στις πέτρες, δεξιά και αριστερά, του Χριστού και της Θεοτόκου.
Ο παπάς έκανε πολλές μετάνοιες μόλις μπήκε στον χώρο κι εγώ προσπάθησα να τον μιμηθώ.
Ύστερα κουβαλήσαμε τα ξύλα σε μια μικρή εστία που υπήρχε και ανάψαμε φωτιά. Ζεσταθήκαμε και αρχίσαμε την προετοιμασία για την θεία λειτουργία.
Η φωτιά αντιφέγγιζε στο σπήλαιο και έδινε μια απόκοσμη ομορφιά.
Ανάψαμε δύο φανάρια που κρατούσε ο παπάς και ένα καντήλι.
Είχε φέρει και αρκετά κεριά.
Όλα τα είχε προβλέψει με ακρίβεια.
Ο παπά Δημήτρης έβαλε ένα μικρό ύφασμα και κάλυψε τον βράχο που θα χρησίμευε σαν Αγία τράπεζα.
Το ύφασμα αυτό όπως μου εξήγησε λεγόταν αντιμήνσιο και περιείχε άγια λείψανα. Με αυτό μπορεί να τελεστεί θεία λειτουργία και σε χώρο που δεν είναι ναός.
Ύστερα πήρε το πρόσφορο και τα υπόλοιπα άγια σκεύη και τα έβαλε δίπλα για την προσκομιδή.
Στο τέλος έβγαλε και τα απαραίτητα λειτουργικά βιβλία για την ακολουθία της εορτής.
Κάθισε με υπομονή και μου εξηγούσε όλη την διαδικασία.
Εγώ λίγα καταλάβαινα.
Αναρωτιόμουν αν θα τα κατάφερνα, μα κάτι μου έλεγε πως θα πήγαιναν όλα καλά.
Είχαν έρθει μεσάνυχτα και μια ησυχάδα είχε απλωθεί παντού.
Ο παπάς πήγε να πλύνει τα χέρια του για να ξεκινήσει όταν δύο μοναχοί φάνηκαν στην είσοδο του σπηλαίου.
Ο ένας ήταν με ολόλευκα μακρυά γένεια και μαλλιά και ο άλλος νεότερος,με μαύρα μαλλιά και κοντά γένια.
Πλησίασαν τον παπά και του φίλησαν το χέρι.
Αυτός τους κοίταξε προς στιγμή με έκπληξη. Του συστήθηκαν Ιγνάτιος και Ιερεμίας. Τους ρώτησε σε ποιο μοναστήρι ήταν και του είπαν ότι μένουν κοντά στον Κουδουμά, χωρίς να του πουν σε ποιο. Ζήτησαν την ευχή του για να ψάλλουν.
– Μετά χαράς, τους είπε.
Ήρθαν και σε μένα και ο μεγαλύτερος με σταύρωσε και με χαιρέτησε λέγοντας το όνομά μου.
Πλησίασα και τους φίλησα το χέρι.
-Να ψάλλωμε μαζί σου; ρώτησαν.
-Αμέ! Απάντησα με ενθουσιασμό.
Μαζί θα τα καταφέρουμε καλύτερα, είπε ο μικρότερος με χαμόγελο.
Σε λίγο ακούστηκε η φωνή του παπά, που άρχισε την ακολουθία.
– Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων .
– Αμήν, ακούστηκε από τους δύο μοναχούς.
Διάβασα κι εγώ τον Εξάψαλμο, και ήρθε η ώρα να ακουστεί το απολυτίκιο της γέννησης τρεις φορές.
– Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω,το φως το της γνώσεως…
Σαν άγγελοι έψαλαν οι δύο μοναχοί.
– Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός…
Μια ζεστασιά απλώθηκε σε όλη τη σπηλιά.
Κάτι οι φλόγες της φωτιάς που άναβε παραδίπλα, κάτι οι ψαλμωδία των μοναχών, με έκαναν να βλέπω με την φαντασία μου φάτνη, ζωντανά και τον μικρό Χριστό στην αγκαλιά της Παναγίας. Σαν να’ταν εκείνη η σπηλιά, το σπήλαιο της Γεννήσεως.
Οι Χριστουγεννιάτικοι ύμνοι γέμισαν το χώρο.
– “Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει,και η γη το Σπήλαιον, τω απροσίτω προσάγει.
Άγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογούσι. Μάγοι δε μετά Αστέρος οδοιπορούσι. Δι ημάς γαρ εγεννήθη, Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός”.
Και συνεχίστηκε η λειτουργία και στο ” μετά φόβου Θεού…”πλησίασαν οι μοναχοί και μετάλαβαν. Πλησίασα κι εγώ μαζί τους και ήταν μεγάλη η χαρά μου.
Σαν τελείωσε η λειτουργία το πρόσωπο του παπά ήταν φωτεινό και χαρούμενο.
Οι μοναχοί, μας ξενάγησαν στο χώρο και μας έδειξαν ίχνη από παλιές αγιογραφίες που σχεδόν είχαν σβηστεί και δεν φαίνονταν σε μια γωνιά.
Κι ύστερα έφυγαν αθόρυβα όπως ήρθαν αφού μας ασπάστηκαν και τους δύο.
Ακόμα αναρωτιέμαι αν ήταν όντως μοναχοί ή άγιοι που ήρθαν να συμψάλλουν μαζί μας την Άγια νύχτα των Χριστουγέννων.
Ο παπάς μάζεψε προσεκτικά τα άγια σκεύη και ύστερα κάθησε κοντά στη φωτιά αμίλητος. Γύρισε και με κοίταξε και μου είπε χαμογελώντας.
– Σήμερα ακουμπήσαμε λίγο ουρανό παιδί μου. Το ένοιωσες ε;
Μόλις ξημέρωσε πήραμε το δρόμο του γυρισμού.
Εκείνη τη χρονιά, ίσως μόνο κείνη τη χρονιά, να αισθάνθηκα σαν φάτνη την καρδιά μου .
Όμως κάθε Χριστούγεννα από τότε, η σκέψη μου ξαναγυρίζει σε κείνη τη σπηλιά και ξαναγίνομαι έφηβος και ακούω τους δύο μοναχούς να ψάλλουν:
– ” Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός…”.
Β. Κ. 24-12-2022.

Share:

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η Γυάρος χαρακτηρίστηκε «θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή» – Απαγορεύτηκε το ψάρεμα

Η Γυάρος είναι το πρώτο νησί των Κυκλάδων όπου, σύμφωνα με τον ΑΝΤ1, χαρακτηρίστηκε ως «θαλάσσια προστατευόμενη περιοχή», με το ψάρεμα να περιορίζεται. Παράλληλα, η προστασία της περιοχής ελέγχεται με ραντάρ και πλεούμενα που περιπολούν από τη Σύρο, ενώ αναμένεται να ακολουθήσουν δύο πολύ μεγαλύτερες προστατευόμενες περιοχές με αποτέλεσμα τη δημιουργία

Αυτό θα είναι το νέο δρομολόγιο του Olympic Champion Jet – Πότε ξεκινάει

Στις 10 Μαΐου αναμένεται να ξεκινήσει δρομολόγια το Olympic Champion Jet (π. Santorini Palace), το οποίο έχει ναυλωθεί από την Sea Jets. Έγινε γνωστό και επίσημα το δρομολόγιο το οποίο πρόκειται να εκτελεί κατά την τρέχουσα θερινή περίοδο, επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες του cyclades24, ότι

Νέος Διοικητής στην 4η ΠΕ.ΔΙ.Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ ο Αρχιπλοίαρχος Γεώργιος Χατζηγεωργίου

Ο Αρχιπλοίαρχος Λ.Σ. Γεώργιος Χατζηγεωργίου αναλαμβάνει τη Διοίκηση της 4ης ΠΕ.ΔΙ.Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ, στη θέση της Νίκης Δανδουλάκη που αποστρατεύτηκε τον περασμένο Μάρτιο με το βαθμό της Υποναυάρχου Λ.Σ.. Ο νέος Διοικητής των Λιμενικών Υπηρεσιών της Κεντρικής Ελλάδας για Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Εύβοια, υπηρετούσε μέχρι πρότινος ως Διοικητής

O Δημήτρης Μάγειρας Κεντρικός Λιμενάρχης Μυτιλήνης

Ο Αντιπλοίαρχος, Δημήτρης Μάγειρας είναι ο νέος Κεντρικός Λιμενάρχης Μυτιλήνης στη θέση του Αντιπλοίαρχου,  Σωτήρη Χονδρόπουλου σύμφωνα με απόφαση του Αρχηγείου του Λιμενικού Σώματος.  Ο κ. Μάγειρας που εκτελούσε χρέη Υπολιμενάρχη προέρχεται από τον πυρήνα του Λιμεναρχείου από την Ασφάλεια όπου διατέλεσε επί σειρά ετών

Μετάβαση στο περιεχόμενο