Κι’ όμως τα επιχειρήματα και πηγές των Τούρκων χρησιμοποιείτε…
«Είναι βέβαια αστεία τα δημοσιεύματα ναυτιλιακών ιστοσελίδων που επιχειρούν να εγκαλέσουν την Εφ.Συν για τουρκική προπαγάνδα την ώρα που δικαιολογούν παράνομες ενέργειες παραπλανώντας σχετικά με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου….» αναφέρει σε άρθρο της η Εφ.Συν την 10-4-2020
Φαίνεται ότι κάποιοι δημοσιογραφικοί κύκλοι, που αρέσκονται να αποκαλούν τους Λιμενικούς διεστραμμένους (αφού κατά την γνώμη τους ακολουθούν νέες διαστροφικές μεθόδους επαναπροώθησης προσφύγων), επιμένουν να εγκαλούν ναυτιλιακές ιστοσελίδες, για «αστεία δημοσιεύματα που επιχειρούν να εγκαλέσουν την Εφ. Συν για τουρκική προπαγάνδα», θεωρώντας ότι δικαιολογούν «παρανομίες» και ότι παραπληροφορούν και παραπλανούν το αναγνωστικό κοινό σχετικά με το περιεχόμενο αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τα Λιμενικά Νέα αναφέρθηκαν στο δημοσίευμα της Εφ.Συν και επικεντρώθηκαν -όχι στα ίδια τα καταγγελλόμενα, αλλά στις πηγές που προσέφυγε η εφημερίδα προκειμένου στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς της.
Όμως όσο και αν δεν αρέσει, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι και η Τουρκική Ακτοφυλακή και ο ίδιος ο Τούρκος Πρόεδρος αναπτύσσει εναντίον της χώρας μας παρόμοια ρητορική.
Αυτό καυτηριάστηκε. Αυτό σχολιάστηκε.
Καμία εξήγηση από πλευράς της εφημερίδας, και αυτό είναι ακόμη χειρότερο.
Αλήθεια θα χαιρόμασταν ιδιαίτερα , αν η εν λόγω εφημερίδα είχε κάτι να αναφέρει για τα πεπραγμένα της Τουρκικής Ακτοφυλακής τα στοιχεία της οποίας εμπιστεύεται, τόσο στο παρελθόν όσο και για αυτό όπως καταγράφονται σε video που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας (https://limenikanea.gr/gr/limeniko/video-ntokoumento-tourkoi-limenikoi-xtupoun-aneleita-prosfuges-pou-epibainoun-se-barka-14197).
Θα θέλαμε επίσης να επισημάνουμε, ότι οι «αστειότητες» στο Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ έπαψαν από την στιγμή που η χώρα σταμάτησε να υιοθετεί την πολιτική των ανοικτών συνόρων και κυρίως, όταν το ίδιο το Σώμα άρχισε να λειτουργεί εκ νέου ως Οργανισμός, που ανταποκρίνεται στην πολιτειακή του αποστολή και δεν λειτουργεί ως Οργανισμός ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ των ΜΚΟ.
Τέλος, αναφορικά με το επιχείρημα ότι «οι εν λόγω αποφάσεις του ΕΔΔΑ δεν έχουν εφαρμογή στην Ελλάδα» δεν μπορούμε χαρακτηρίζουμε τον ισχυρισμό σεβόμενοι τους αναγνώστες μας. Ούτε μάθημα για το Συμβούλιο της Ευρώπης ούτε για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα κάνουμε.
Το ότι όμως οι Αποφάσεις ενός τέτοιου Διεθνούς Δικαστηρίου, που η δικαιοδοσία του επεκτείνεται στα 47 μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης ( δηλ. πολύ περισσότερα των κ-μ της Ε.Ε.) δεν αποτελούν εφαρμοστέα νομολογία αποτελεί όντως περίεργη ερμηνεία, που μας ξεπερνά.
Εκτός και αν πλέον δεν είναι επιθυμητή από κάποιους η λειτουργία και η εφαρμογή των αποφάσεων του Διεθνούς Δικαστηρίου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, στο όνομα των οποίων στηρίζουν δήθεν πολιτικές ευαισθησίας και άπειρες ΜΚΟ… Δικαίωμα τους.
Εμείς, ούτε θα αντιδικήσουμε…ούτε θα αντεπιχειρηματολογήσουμε…
Απλά, εμείς θα θέσουμε στην κρίση των αναγνωστών μας το καθαυτό κείμενο της δικαστικής απόφασης και θα τους αφήσουμε να κρίνουν μόνοι τους τη νομολογία του ΕΔΔΑ.
Σε τελική ανάλυση, τον τελευταίο λόγο έχουν οι αναγνώστες μας κι αυτοί θα κρίνουν ποιοι, εντέλει, είναι οι «διεστραμμένοι» και ποιοι είναι οι «διασώστες» ανθρώπινων ζωών αλλά και της εθνικής μας υπόληψης.
ΑΓΓΛΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
(Ακολουθεί στο τέλος ανεπίσημη μετάφραση)
Information Note on the Court’s case-law 237
February 2020
N.D. and N.T. v. Spain [GC] – 8675/15 and 8697/15
Judgment 13.2.2020 [GC]
Article 4 of Protocol No. 4
Prohibition of collective expulsion of aliens
Immediate and forcible return of aliens from a land border, following an attempt by a large number of migrants to cross it in an unauthorised manner and en masse: no violation
Facts – In August 2014 a group of several hundred migrants from sub-Saharan Africa, including the applicants, attempted to enter Spain by scaling the fences surrounding the city of Melilla, a Spanish enclave on the North African coast. As soon as they had crossed the fences they were apprehended by members of the Guardia Civil, who allegedly handcuffed them and took them back to the other side of the border. The applicants reportedly did not undergo any identification procedure and had no opportunity to explain their personal circumstances. They subsequently managed to enter Spain without authorisation and orders were issued for their expulsion. Their administrative appeals were dismissed, as was the asylum application lodged by one of them.
In a judgment of 3 October 2017 (see Information Note 211) a Chamber of the Court held unanimously that there had been a violation of Article 4 of Protocol No. 4 on account of the lack of individualised examination of the situation of each of the applicants, and a violation of Article 13 of the Convention taken in conjunction with Article 4 of Protocol No. 4.
On 29 January 2018 the case was referred to the Grand Chamber at the Government’s request.
Law – Article 4 of Protocol No. 4
(a) Applicability – The Court was called upon for the first time to address the issue of the applicability of Article 4 of Protocol No. 4 to the immediate and forcible return of aliens from a land border, following an attempt by a large number of migrants to cross that border in an unauthorised manner and en masse. As the Government maintained that the applicants’ case concerned a refusal of admission to Spanish territory rather than an expulsion, the Court had to ascertain whether the concept of “expulsion” also covered the non‑admission of aliens at the border of a Contracting State or – in respect of States belonging to the Schengen area – at an external border of that area, as the case might be.
The Court had not previously ruled on the distinction between the non-admission and expulsion of aliens, and in particular of migrants or asylum-seekers, who were within the jurisdiction of a State that was forcibly removing them from its territory. For persons in danger of ill‑treatment in the country of destination, the risk was the same in both cases, namely that of being victims of such treatment. Examination of the international and European Union law materials supported the Court’s view that the protection of the Convention, which was to be interpreted autonomously, could not be dependent on formal considerations. The opposite approach would entail serious risks of arbitrariness, in so far as persons entitled to protection under the Convention could be deprived of such protection, for instance on the grounds that, not having crossed the State’s border lawfully, they could not make a valid claim for protection under the Convention. States’ legitimate concern to foil the increasingly frequent attempts to circumvent immigration restrictions could not go so far as to render ineffective the protection afforded by the Convention, and in particular by Article 3, which embraced the prohibition of refoulement within the meaning of the Geneva Convention relating to the Status of Refugees.
These reasons had led the Court to interpret the term “expulsion” in the generic meaning in current use (“to drive away from a place”), as referring to any forcible removal of an alien from a State’s territory, irrespective of the lawfulness of the person’s stay, the length of time he or she had spent in the territory, the location in which he or she was apprehended, his or her status as a migrant or an asylum-seeker and his or her conduct when crossing the border. As a result, Article 3 of the Convention and Article 4 of Protocol No. 4 had been found to apply to any situation coming within the jurisdiction of a Contracting State, including to situations or points in time where the authorities of the State in question had not yet examined the existence of grounds entitling the persons concerned to claim protection under those provisions. In the Court’s view these considerations, which formed the basis for its recent judgments in Hirsi Jamaa and Others, Sharifi and Others and Khlaifia and Others, concerning applicants who had attempted to enter a State’s territory by sea, had lost none of their relevance. There was therefore no reason to adopt a different interpretation of the term “expulsion” with regard to forcible removals from a State’s territory in the context of an attempt to cross a national border by land.
In the instant case the applicants had been removed from Spanish territory and forcibly returned to Morocco, against their will and in handcuffs, by members of the Guardia Civil. There had therefore been an “expulsion” within the meaning of Article 4 of Protocol No. 4.
(b) Merits – While Article 4 of Protocol No. 4 required the State authorities to ensure that each of the aliens concerned had a genuine and effective possibility of submitting arguments against his or her expulsion, the applicant’s own conduct was a relevant factor in assessing the protection to be afforded under that provision. According to the Court’s well-established case-law, there was no violation of Article 4 of Protocol No. 4 if the lack of an individual removal decision was the consequence of the applicant’s own conduct. In particular, a lack of active cooperation with the procedure for conducting an individual examination of the applicants’ circumstances had prompted the Court to find that the Government could not be held responsible for the fact that no such examination was carried out. In the Court’s view, the same principle must also apply to situations in which the conduct of persons who crossed a land border in an unauthorised manner, deliberately took advantage of their large numbers and used force, was such as to create a clearly disruptive situation which was difficult to control and endangered public safety.
In this context, however, the Court would attach considerable importance to whether, in the circumstances of the particular case, the respondent State had provided genuine and effective access to means of legal entry, in particular border procedures. Where the respondent State had provided such access but an applicant had not made use of it, the Court had to consider, in the context of the case at hand and without prejudice to the application of Articles 2 and 3 of the Convention, whether there had been cogent reasons preventing the person concerned from doing so, based on objective facts for which the respondent State was responsible.
The means of legal entry had to allow all persons who faced persecution to submit an application for protection, based in particular on Article 3, under conditions which ensured that the application was processed in a manner consistent with the international norms. In the context of the present case, the implementation of the Schengen Borders Code presupposed the existence of a sufficient number of border crossing points. In the absence of appropriate arrangements, States might refuse entry to their territory; this was liable to render ineffective all the Convention provisions designed to protect individuals who faced a genuine risk of persecution.
However, where such arrangements existed and secured the right to request protection under the Convention, and in particular Article 3, in a genuine and effective manner, the Convention did not prevent States, in the fulfilment of their obligation to control borders, from requiring applications for such protection to be submitted at the existing border crossing points. Consequently, they could refuse entry to their territory to aliens, including potential asylum-seekers, who had failed, without cogent reasons, to comply with those requirements by seeking to cross the border at a different location, especially, as had happened in this case, by taking advantage of their large numbers and using force in the context of an operation that had been planned in advance.
Spanish law had afforded the applicants several possible means of seeking admission to the national territory. It was established that on 1 September 2014, shortly after the events in the present case, the Spanish authorities had set up an office for registering asylum claims at the Beni Enzar international border crossing point. Furthermore, even prior to the setting-up of that office, there had not only been a legal obligation to accept asylum applications at that border crossing point but also an actual possibility to submit such applications.
The applicants had failed to make use of that possibility with a view to submitting reasons against their expulsion in a proper and lawful manner. Only the absence of cogent reasons based on objective facts for which the respondent State was responsible and preventing the use of that legal avenue could lead to this being regarded as the consequence of the applicants’ own conduct, justifying the fact that the Spanish border guards did not identify them individually. The Court was not persuaded that the applicants had had cogent reasons for not using the Beni Enzar border crossing point. In the present case, even assuming that difficulties had existed in physically approaching the crossing point on the Moroccan side, no responsibility of the respondent Government for that situation had been established. This finding was sufficient for the Court to conclude that there had been no violation of Article 4 of Protocol No. 4 in the present case.
The Court noted the Government’s argument to the effect that, in addition to being afforded genuine and effective access to Spanish territory at the Beni Enzar border crossing point, the applicants could have applied either for a visa or for international protection at Spain’s diplomatic and consular representations in their countries of origin or transit or else in Morocco. Specifically, if the applicants had wished to seek such protection they could easily have travelled to the Spanish consulate in Nador, which was close to the place where the storming of the border fences had taken place. They had not offered any explanation to the Court as to why they had not done so. In particular, they did not even allege that they had been prevented from making use of those possibilities. In any event, the applicants’ representatives had been unable to indicate the slightest concrete factual or legal ground which, under international or national law, would have precluded the applicants’ removal had they been registered individually. Moreover, the applicants’ complaints under Article 3 had been declared inadmissible by the Chamber.
Consequently, in accordance with its settled case-law, the Court considered that the lack of individual removal decisions could be attributed to the fact that the applicants, if they indeed wished to assert rights under the Convention, had not made use of the official entry procedures existing for that purpose, and had thus been a consequence of their own conduct.
However, the Court specified that this finding did not call into question the broad consensus within the international community regarding the obligation and necessity for the Contracting States to protect their borders – either their own borders or the external borders of the Schengen area, as the case might be – in a manner which complied with the Convention guarantees, and in particular with the obligation of non-refoulement.
Conclusion: no violation (unanimously).
The Court also held, unanimously, that there had been no violation of Article 13 taken in conjunction with Article 4 of Protocol No. 4, on the grounds that the lack of an individualised removal procedure had been a consequence of the applicants’ own conduct and that the applicants’ complaint regarding the risks they were liable to face in the destination country had been dismissed at the outset of the procedure.
(See Hirsi Jamaa and Others v. Italy [GC], 27765/09, 23 February 2012, Information Note 149; Sharifi and Others v. Italy and Greece, 16643/09, 21 October 2014, Information Note 178; Khlaifia and Others v. Italy [GC], 16483/12, 15 December 2016, Information Note 202; see also M.A. v. Cyprus, 41872/10, 23 July 2013, Information Note 165; Berisha and Haljiti v. the former Yugoslav Republic of Macedonia (dec.), 18670/03, 16 June 2005, Information Note 76; and Dritsas and Others v. Italy (dec.), 2344/02, 1 February 2011)
© Council of Europe/European Court of Human Rights
This summary by the Registry does not bind the Court.
Click here for the Case-Law Information Notes
ΑΝΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Information Note on the Court’s case-law 237
February 2020
N.D. and N.T. v. Spain [GC] – 8675/15 and 8697/15
Judgment 13.2.2020 [GC]
Article 4 of Protocol No. 4
ΑΝΕΠΙΣΗΜΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Απαγόρευση ομαδικών απομακρύνσεων αλλοδαπών
Άμεση και καταναγκαστική επιστροφή αλλοδαπών από χερσαίο σύνορο, μετά από απόπειρα διέλευσης του με αυθαίρετο τρόπο από μεγάλο αριθμό μεταναστών και ομαδόν: μη παραβίαση
Γεγονότα – Τον Αύγουστο 2014 μια ομάδα μερικών εκατοντάδων μεταναστών από την υπο-σαχάρια Αφρική, περιλαμβανομένων των εναγόντων, προσπάθησαν να εισέλθουν στην Ισπανία σκαρφαλώνοντας τους φράχτες που περιβάλλουν την πόλη Μελίγια, έναν Ισπανικό θύλακα στις ακτές της Βορείου Αφρικής. Μόλις πέρασαν τους φράχτες συνελήφθησαν από στελέχη της Πολιτοφυλακής, που φέρεται να τους φόρεσαν χειροπέδες και τους πήγαν πίσω στην άλλη πλευρά των συνόρων. Οι ενάγοντες δεν φέρεται να υπεβλήθησαν σε κάποια διαδικασία ταυτοποίησης και δεν είχαν ευκαιρία να εξηγήσουν τις προσωπικές τους περιπτώσεις. Μεταγενέστερα, κατάφεραν να εισέλθουν στην Ισπανία χωρίς άδεια και εκδόθηκαν σε βάρος τους διαταγές για την απομάκρυνσή τους. Οι διοικητικές εφέσεις τους απερρίφθησαν, ως επίσης και το αίτημα ασύλου που υπέβαλε ένας εξ αυτών.
Σε απόφαση Τμήματος του Δικαστηρίου στις 3 Οκτωβρίου 2017 κρίθηκε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου 4 εξ αιτίας της έλλειψης προσωποποιημένης εξέτασης της κατάστασης ενός εκάστου των εναγόντων και παραβίαση του Άρθρου 13 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 4.
Στις 29 Ιανουαρίου η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου μετά από αίτηση της Κυβέρνησης (της Ισπανίας).
(α) Εφαρμογή – Το Δικαστήριο κλήθηκε για πρώτη φορά να εξετάσει το ζήτημα της εφαρμογής του Άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου 4 στην άμεση και καταναγκαστική επιστροφή αλλοδαπών από χερσαίο σύνορο, μετά από απόπειρα μεγάλου αριθμού μεταναστών να διέλθουν το σύνορο αυτό αυθαίρετα και ομαδόν. Δεδομένου ότι, η Κυβέρνηση (της Ισπανίας) υποστήριξε ότι η περίπτωση των εναγόντων μάλλον αφορούσε την άρνηση εισόδου τους στην Ισπανική επικράτεια, παρά την απομάκρυνσή τους, το Δικαστήριο έπρεπε να διασφαλίσει αν η έννοια «απομάκρυνση» περιλάμβανε την μη-είσοδο αλλοδαπών στα σύνορα ενός Συμβαλλόμενου Κράτους ή – στην περίπτωση Κ-Μ του χώρου Schengen – στα εξωτερικά σύνορα αυτού του χώρου, ανάλογα με την περίπτωση.
Μέχρι πρότινος, το Δικαστήριο δεν είχε κρίνει τη διαφορά μεταξύ της άρνησης εισόδου και της απομάκρυνσης αλλοδαπού, ιδίως δε μεταναστών ή δικαιούχων ασύλου, που βρισκόντουσαν στη δικαιοδοσία ενός κράτους που τους μετακινούσε εκτός επικράτειάς του παρά τη θέλησή τους. Για πρόσωπα σε κίνδυνο κακομεταχείρισης στη χώρα προορισμού, ο κίνδυνος ήταν ίδιος και στις δύο περιπτώσεις, ιδίως εκείνος να πέσουν θύματα τέτοιας μεταχείρισης. Η εξέταση στοιχείων του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου υποστήριξε την άποψη του Δικαστηρίου ότι η προστασία της Σύμβασης, που πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, δεν δύναται να συναρτάται με επίσημους προβληματισμούς. Η αντίθετη προσέγγιση θα ενείχε σοβαρό κίνδυνο αυθαιρεσίας, στο βαθμό που πρόσωπα που κατά τη Σύμβαση δικαιούνται προστασίας, θα στερούνταν αυτή και δεν θα μπορούσαν να υποβάλλουν έγκυρο αίτημα παροχής προστασίας, π.χ. επειδή δεν διήλθαν με νόμιμο τρόπο τα σύνορα του Κράτους. Οι βάσιμες ανησυχίες των Κρατών να συγκρατήσουν τις ολοένα αυξανόμενες απόπειρες παραβίασης περιορισμών μετανάστευσης δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στο σημείο να καταστήσουν αναποτελεσματική την προστασία που παρέχει η Σύμβαση, ιδίως δε το Άρθρο 3, που ενσωμάτωσε την απαγόρευση της επαναπροώθησης με την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης αναφορικά με το Καθεστώς των Προσφύγων.
Αυτοί οι λόγοι οδήγησαν το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τον όρο «απομάκρυνση» με τη γενική έννοια της τρέχουσας χρήσης («να τους οδηγήσει μακριά από ένα μέρος»), ως αναφερόμενος στην καταναγκαστική μετακίνηση ενός αλλοδαπού από την επικράτεια ενός Κράτους, ανεξάρτητα από τη νομιμότητα παραμονής του προσώπου, το χρόνο που διήνυσε το υπόψη πρόσωπο στην επικράτεια, την τοποθεσία που αυτό συνελήφθη, το καθεστώς αυτού ως μετανάστη ή δικαιούχου ασύλου και τη συμπεριφορά του κατά τη διέλευση του συνόρου. Κατά συνέπεια, το Άρθρο 3 της Σύμβασης και το Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 4 διαπιστώθηκε ότι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Συμβαλλόμενου Κράτους, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων ή χρονικών σημείων όπου οι Αρχές του διάδικου Κράτους δεν είχαν εξετάσει προσέτι την ύπαρξη λόγων που θα καθιστά τα υπόψη πρόσωπα δικαιούχους να αξιώσουν την προστασία που τους επιφυλάσσουν οι εν λόγω διατάξεις. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτοί οι προβληματισμοί, που αποτέλεσαν τη βάση των πρόσφατων αποφάσεων του στις υποθέσεις Hirsi Jamaa και λοιποί, Sharifi και λοιποί ως επίσης Khlaifia και λοιποί, που αφορούσαν ενάγοντες οι οποίοι είχαν αποπειραθεί να εισέλθουν στην επικράτεια ενός Κράτους διά θαλάσσης, δεν έχασαν διόλου τη συνάφειά τους. Επομένως, δεν υπήρξε λόγος να υιοθετηθεί διαφορετική ερμηνεία του όρου «απομάκρυνση» αναφορικά με τις καταναγκαστικές μετακινήσεις από την επικράτεια ενός Κράτους στο πλαίσιο προσπάθειας διέλευσης ενός εθνικού συνόρου διά ξηράς.
Στην παρούσα υπόθεση οι ενάγοντες μετακινήθηκαν από την Ισπανική επικράτεια και επέστρεψαν στο Μαρόκο καταναγκαστικά, παρά τη θέλησή τους και φορώντας χειροπέδες, από στελέχη της Πολιτοφυλακής. Επομένως, είχε διαπραχθεί «απομάκρυνση» υπό την έννοια του Άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου 4.
(β) Ουσία – Ενώ το Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 4 απαιτεί οι Κρατικές Αρχές να διασφαλίσουν για κάθε αλλοδαπό την ανεμπόδιστη και ουσιαστική δυνατότητα να υποβάλει επιχειρήματα κατά της απομάκρυνσής του, η διαγωγή των ίδιων των εναγόντων ήταν ο συναφής παράγοντας αξιολόγησης της παροχής (ή μη) της προστασίας της εν λόγω διάταξης. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου 4 αν η απουσία προσωποπαγούς απόφασης απομάκρυνσης ήταν συνεπεία της διαγωγής του ενάγοντος. Ειδικότερα, η απουσία ενεργού συνεργασίας με τη διαδικασία διενέργειας προσωπικής διερεύνησης των περιστάσεων των εναγόντων, οδήγησε το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Ισπανική Κυβέρνηση δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για το γεγονός ότι δεν διεξήχθη τέτοια διερεύνηση. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η ίδια αρχή πρέπει να εφαρμόζεται σε καταστάσεις όπου η διαγωγή των προσώπων, που διέρχονται χερσαίο σύνορο με αυθαίρετο τρόπο, εκ προθέσεως εκμεταλλεύεται τους μεγάλους αριθμούς τους, χρησιμοποιεί βία, με σκοπό να δημιουργηθούν καταστάσεις αποδιοργάνωσης όπου ο έλεγχος καθίσταται δυσχερής και δημιουργούνται κίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια.
Στο πλαίσιο αυτό, ωστόσο, το Δικαστήριο θα απέδιδε ιδιαίτερη σημασία κατά πόσο, στις περιστάσεις της εξεταζόμενης υπόθεσης, το διάδικο Κράτος είχε παράσχει ανεμπόδιστη και ουσιαστική πρόσβαση σε μέσα νόμιμης εισόδου, ιδίως δε συνοριακές διαδικασίες. Όπου το διάδικο Κράτος είχε παράσχει τέτοια πρόσβαση, αλλά ο ενάγων δεν έκανε χρήση αυτής, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει, στο πλαίσιο της εν προκειμένω υπόθεσης και υπό την επιφύλαξη εφαρμογής των Άρθρων 2 και 3 της Σύμβασης, εάν υπήρχαν γνωστοί λόγοι που απέτρεψαν το υπόψη πρόσωπο να κάνει χρήση αυτής, βάσει αντικειμενικών περιστάσεων για τις οποίες το διάδικο Κράτος ήταν υπεύθυνο.
Τα μέσα νόμιμης εισόδου έπρεπε να προβλέπουν για όλα τα πρόσωπα που υφίσταντο δίωξη να υποβάλλουν αίτημα προστασίας, βάσει του Άρθρου 3, υπό όρους που διασφάλιζαν ότι το αίτημα θα εξεταζόταν κατά τρόπο σύμφωνο με τις διεθνείς προδιαγραφές. Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, η εφαρμογής του Κώδικα Συνόρων Schengen προϋπέθετε την ύπαρξη επαρκούς αριθμού συνοριακών σημείων διέλευσης. Εν απουσία κατάλληλων διευθετήσεων, τα Κράτη δύνανται να αρνούνται την είσοδο στην επικράτειά τους. Αυτό θα κινδύνευε να καταστήσει αναποτελεσματικές όλες τις διατάξεις της Σύμβασης, που σχεδιάστηκαν για να προστατεύουν τα πρόσωπα που διέτρεχαν κίνδυνο δίωξης.
Βέβαια, όπου υπήρχαν τέτοιες διευθετήσεις που διασφάλιζαν το δικαίωμα υποβολής αιτήματος προστασίας βάσει της Σύμβασης, ιδίως του Άρθρου 3, κατά τρόπο ανεμπόδιστο και αποτελεσματικό, η Σύμβαση δεν εμποδίζει τα Κράτη, να εκπληρώσουν το καθήκον ελέγχου των συνόρων τους, απαιτώντας τα αιτήματα παροχής τέτοιας προστασίας να υποβάλλονται στα υπάρχοντα συνοριακά σημεία διέλευσης. Συνεπώς, μπορούν να αρνηθούν είσοδο στην επικράτειά τους σε αλλοδαπούς, περιλαμβανομένων δυνητικών δικαιούχων ασύλου, που απέτυχαν, για άγνωστους λόγους, να συμμορφωθούν με την υπόψη απαίτηση και να αναζητούν να διέλθουν το σύνορο από διαφορετική τοποθεσία, όπως συνέβη στην παρούσα υπόθεση, εκμεταλλευόμενοι το πλήθος τους, χρησιμοποιώντας βία και στο πλαίσιο μιας επιχείρησης που σχεδιάστηκε εκ των προτέρων.
Η Ισπανική νομοθεσία έθετε στη διάθεση των εναγόντων διάφορα μέσα αναζήτησης εισόδου στην εθνική επικράτειά της. Διαπιστώθηκε ότι στις 1 Σεπτεμβρίου 2014, αμέσως μετά τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, οι Ισπανικές Αρχές ίδρυσαν γραφείο καταγραφής αιτημάτων ασύλου στο διεθνές συνοριακό σημείο διέλευσης Beni Enzar. Περαιτέρω και προ της ίδρυσης του υπόψη γραφείου, υπήρχε όχι μόνον η νομική υποχρέωση αποδοχής τέτοιων αιτημάτων στο υπόψη συνοριακό σημείο διέλευσης, αλλά επίσης πραγματική δυνατότητα υποβολής τέτοιων αιτημάτων.
Οι ενάγοντες παρέλειψαν να κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας με σκοπό να επικαλεστούν λόγους ακύρωσης της απομάκρυνσης τους με προσήκοντα και νόμιμο τρόπο. Θα αρκούσε η απουσία βάσιμων λόγων οφειλόμενων σε αντικειμενικές περιστάσεις μη αποδιδόμενων σε υπαιτιότητα του διάδικου Κράτους που καθόριζαν τη διαγωγή των εναγόντων εις τρόπον ώστε να στερηθούν τη χρήση αυτής της νομικής οδού, ώστε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι οι Ισπανοί συνοριοφύλακες δεν προέβησαν σε ατομική ταυτοπροσωπία αυτών. Το Δικαστήριο δεν μετεπείσθη ότι οι ενάγοντες είχαν βάσιμους λόγους να μη χρησιμοποιήσουν το συνοριακό σημείο διέλευσης Beni Enzar. Στην παρούσα υπόθεση, ακόμα κι αν εκληφθεί ότι υπήρχαν δυσκολίες φυσικής πρόσβασης στο σημείο διέλευσης από την πλευρά του Μαρόκου, δεν διαπιστώθηκε υπαιτιότητα της διάδικης Κυβέρνησης για την κατάσταση αυτή. Το υπόψη εύρημα ήταν αρκετό για το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 4 του Πρωτοκόλλου 4 στην παρούσα υπόθεση.
Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το επιχείρημα της Κυβέρνησης ως προς το γεγονός ότι, επικουρικά προς την παροχή ανεμπόδιστης και αποτελεσματικής πρόσβασης στην Ισπανική επικράτεια στο συνοριακό σημείο διέλευσης Beni Enzar, οι ενάγοντες μπορούσαν να υποβάλλουν αίτημα για προξενική θεώρηση ή για διεθνή προστασία στις Ισπανικές διπλωματικές και προξενικές αντιπροσωπείες στις χώρες προέλευσης ή διέλευσής ή αλλού στο Μαρόκο. Ειδικότερα, αν οι ενάγοντες επιθυμούσαν να αναζητήσουν διεθνή προστασία θα μπορούσαν εύκολα να ταξιδεύσουν στο Ισπανικό Προξενείο στην πόλη Nador, ευρισκόμενο κοντά στο σημείο που έλαβε χώρα η επίθεση στους συνοριακούς φράχτες. Ούτε έδωσαν κάποια εξήγηση στο Δικαστήριο για τους λόγους που δεν το έκαναν. Μάλιστα δε, ούτε ισχυρίσθηκαν ότι εμποδίστηκαν να κάνουν χρήση αυτής της δυνατότητας. Σε κάθε περίπτωση, οι εκπρόσωποι των εναγόντων δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσουν τον παραμικρό συγκεκριμένο πραγματικό ή νομικό ισχυρισμό, που βάσει του διεθνούς ή εθνικού δικαίου, θα είχε αποκλείσει την απομάκρυνση των εναγόντων, σε περίπτωση που αυτοί είχαν καταγραφεί ατομικά. Περαιτέρω, οι αντιρρήσεις των εναγόντων βάσει του Άρθρου 3 είχαν κριθεί απαράδεκτες από το Τμήμα του Δικαστηρίου αυτού.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την κεκτημένη νομολογία, το Δικαστήριο εξέτασε αν η απουσία εξατομικευμένων αποφάσεων απομάκρυνσης συνέτεινε στο γεγονός οι ενάγοντες να μην κάνουν χρήση των επισήμων διαδικασιών εισόδου, εφόσον ήθελαν να επικαλεστούν τα δικαιώματα της Σύμβασης κι ότι αυτό ήταν που προκάλεσε την εκδηλωθείσα διαγωγή τους.
Ωστόσο, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το εύρημα αυτό δεν αμφισβητούσε την ευρεία συναίνεση της διεθνούς κοινότητας αναφορικά με την υποχρέωση και την αναγκαιότητα τα Συμβαλλόμενα Κράτη να προστατεύουν τα σύνορά τους – είτε τα δικά τους είτε τα εξωτερικά σύνορα του χώρου Schengen, κατά περίπτωση – με τρόπο σύμφωνο με τις διασφαλίσεις της Σύμβασης και ιδίως με την υποχρέωση της μη επαναπροώθησης.
Συμπέρασμα: μη παραβίαση (ομόφωνα)
Επίσης, το Δικαστήριο ομόφωνα έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 13 σε συνδυασμό με το Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου 4, με το σκεπτικό ότι η απουσία εξατομικευμένης απόφασης απομάκρυνσης ήταν συνέπεια (υπαιτιότητα) της διαγωγής των εναγόντων και ότι οι αντιρρήσεις των εναγόντων αναφορικά με τους κινδύνους ενώπιον των οποίων θα εκτίθεντο στη χώρα προορισμού απορρίφθηκαν κατά την έναρξη της διαδικασίας.
(See Hirsi Jamaa and Others v. Italy [GC], 27765/09, 23 February 2012, Information Note 149; Sharifi and Others v. Italy and Greece, 16643/09, 21 October 2014, Information Note 178; Khlaifia and Others v. Italy [GC], 16483/12, 15 December 2016, Information Note 202; see also M.A. v. Cyprus, 41872/10, 23 July 2013, Information Note 165; Berisha and Haljiti v. the former Yugoslav Republic of Macedonia (dec.), 18670/03, 16 June 2005, Information Note 76; and Dritsas and Others v. Italy (dec.), 2344/02, 1 February 2011)
© Council of Europe/European Court of Human Rights
This summary by the Registry does not bind the Court.
Click here for the Case-Law Information Notes
limenikanea.gr