Διπλή πίεση στο ασφαλιστικό σύστημα ασκούν το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, που αποτελεί κρυφή βόμβα για τα όρια ηλικίας, και η αύξηση των συνταξιοδοτήσεων στα επόμενα χρόνια από τη γενιά των σημερινών 55άρηδων που θα αρχίσουν να βγαίνουν στη σύνταξη από το 2030.
Το πρώτο “καμπανάκι” έρχεται από το Δημόσιο, όπου, σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, καταγράφεται διπλάσια ροή συνταξιοδοτήσεων στη 15ετία 2030-2045.
Ενδεικτικά, από τα στοιχεία της μελέτης που έχει στη διάθεσή του το “Κ”, οι συνταξιούχοι από τον στενό δημόσιο τομέα θα είναι 9.291 για το 2024 και θα αυξηθούν στους 14.681 έως το 2030 και στους 17.809 έως το 2035, ενώ θα υποχωρήσουν οριακά στους 16.018 το 2040 και πιο κάτω, στους 12.443, το 2045. Στην πράξη, οι αποχωρήσεις θα φτάσουν να είναι διπλάσιες έως το 2035 (από τις 9.291 συνταξιοδοτήσεις του 2024 στις 17.809 συνταξιοδοτήσεις του 2035) και θα παραμείνουν σε υψηλότερα επίπεδα από σήμερα έως και το 2045, με 12.443 αποχωρήσεις, όπως εκτιμά η αναλογιστική μελέτη.
Επιστροφή στα σημερνά επίπεδα συνταξιοδοτήσεων προβλέπεται, κατά τους συντάκτες της μελέτης, το 2050, με περίπου 9.000 συνταξιοδοτήσεις από το Δημόσιο.
Στη 15ετία 2030-2045 η έξοδος από όλο το Δημόσιο αναμένεται ότι θα είναι μαζική και αναπόφευκτα θα επεκταθεί και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς από το 2030 αρχίζουν να ωριμάζουν οι ηλικίες συνταξιοδότησης των σημερινών ασφαλισμένων μεταξύ 52 και 55 ετών που εργάζονται είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα, είτε ως μισθωτοί είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες.
Καθώς σε όλες τις μελέτες οι δημογραφικοί δείκτες εμφανίζουν επιδείνωση, θεωρείται βέβαιη η αύξηση των ορίων ηλικίας, με πιθανότερη εφαρμογή των νέων ορίων συνταξιοδότησης από το 2027-2028, ώστε να μπει φρένο στη μαζική έξοδο των ασφαλισμένων προς τη σύνταξη.
Η πίεση που ασκεί το δημογραφικό στο ασφαλιστικό σύστημα φαίνεται από τα στοιχεία της μελέτης που βασίστηκαν στις προβλέψεις της Eurostat, σύμφωνα με τις οποίες:
1. Ο πληθυσμός της Ελλάδας, από 10,7 εκατομμύρια το 2019, μειώνεται σε 8,6 εκατομμύρια το 2070.
2. Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων (πληθυσμός ηλικίας 65+ προς πληθυσμό ηλικίας 20-64) αυξάνεται, από 37,9 το 2019, σε 68,2 το 2050 και στη συνέχεια μειώνεται σε 65,2 το 2070.
3. Το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση, για τους άνδρες, αναμένεται να αυξηθεί από 79,0 το 2019 σε 86,4 το 2070 και για τις γυναίκες από 84,3 το 2019 σε 90,3 το 2070.
4. Το προσδόκιμο ζωής της ηλικίας 65 ετών των ανδρών αναμένεται να αυξηθεί από 18,8 κατά το έτος βάσης σε 23,9 στο τέλος της περιόδου προβολής, ενώ για τις γυναίκες από 21,8 σε 26,7.
5. Το προσδόκιμο ζωής των 65 ετών αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τις αναλογιστικές προβολές, καθώς η νομοθετημένη ηλικία συνταξιοδότησης συνδέεται αυτόματα με αυτόν τον παράγοντα.
Τα όρια ηλικίας προβλέπεται ότι θα αυξάνονται ανά τρία χρόνια με βάση την αύξηση του προσδόκιμου ζωής των συνταξιούχων μετά το 65ο έτος. Η σχετική διάταξη-ρήτρα αυτόματης αύξησης των ορίων ηλικίας με τη χρήση των παραμέτρων για το προσδόκιμο ζωής είναι ψηφισμένη από το 2010 με τον τότε ασφαλιστικό νόμο 3863/2010, ενώ επικαιροποιήθηκε με τον νόμο του τρίτου Μνημονίου, τον 4336/2015.
Η εν λόγω μελέτη κάνει και μια αποκάλυψη στις υποσημειώσεις της, καθώς, αναφερόμενη στο δημογραφικό, επισημαίνει ότι “η διάταξη στην οποία προβλέπεται ότι τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων θα ανακαθορίζονται σύμφωνα με τη μεταβολή του προσδόκιμου ζωής του πληθυσμού της χώρας, με σημείο αναφοράς την ηλικία των 65 ετών, σύμφωνα με τις σχετικές προβλέψεις της Eurostat, βρίσκει εφαρμογή στα έτη 2024, 2033, 2042, 2054 και 2063, όπου η ηλικία αυτή αυξάνεται κατά ακέραιο έτος”. Αυτό που λέει η σχετική παράγραφος είναι ότι σε αυτά τα 5 έτη τα όρια ηλικίας θα έχουν αύξηση κατά 5 έτη.
Αυτό σημαίνει ότι το 2063 η ηλικία συνταξιοδότησης θα είναι στο 72ο έτος, από το 67ο σήμερα, εφόσον οι ασφαλισμένοι δεν συμπληρώνουν 40 έτη εργάσιμου βίου, ενώ με τα 40 έτη εργάσιμου βίου το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης ανεβαίνει από τα 62 στα 67 έως το 2063.
Για το 2024, που αναφέρεται ότι θα έπρεπε να γίνει η πρώτη αύξηση των ορίων ηλικίας κατά 1 έτος, δεν συντρέχουν λόγοι ενεργοποίησης της διάταξης για το προσδόκιμο ζωής, δεδομένου ότι η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί από τις επιπτώσεις που άφησε πίσω της η πανδημία του κορονοϊού.
Το μεγάλο διακύβευμα, όμως, είναι τι θα γίνει με τις παροχές του συστήματος, και κυρίως αν η επιμήκυνση των ορίων συνταξιοδότησης αποβεί ωφέλιμη για τους ασφαλισμένους, δίδοντάς τους μεγαλύτερη σύνταξη. Η εξέλιξη των συνταξιοδοτικών δαπανών, όμως, υπόκειται και αυτή σε περιορισμούς, καθώς από το 2010, με τον νόμο 3863/2010, μπήκε κόφτης που προβλέπει ότι οι συνταξιοδοτικές δαπάνες σε μια μακρά περίοδο έως το 2060 δεν θα πρέπει να αυξάνονται ετησίως και κατά μέσο όρο σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο πάνω από 2,5% του ΑΕΠ. Ο στόχος μέχρι στιγμής επιτυγχάνεται, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι οι δαπάνες για τις συντάξεις θα συνεχίσουν να κινούνται εντός ορίων για τα επόμενα χρόνια που οι δημογραφικές προβλέψεις είναι δυσοίωνες.
Δημόσιο: Η μεγάλη φυγή για τη σύνταξη φέρνει ελλείμματα
Η μελέτη που καταγράφει αύξηση των συνταξιοδοτήσεων από τον δημόσιο τομέα έγινε το φθινόπωρο του 2022, για να αποτυπωθούν οι οικονομικές επιπτώσεις που θα είχε στο εφάπαξ η κατάργηση της πρόσθετης εισφοράς 1% που πλήρωναν 402.846 δημόσιοι υπάλληλοι μετά το 2011 για να μη χρεοκοπήσει το Ταμείο Πρόνοιας του Δημοσίου (ΤΠΔΥ), αφενός λόγω των υψηλών παροχών που κατέβαλλε μέχρι τότε και αφετέρου εξαιτίας των αθρόων (και τότε) συνταξιοδοτήσεων από το Δημόσιο.
Στα έτη της μεγάλης πίεσης και του κύματος φυγής από το Δημόσιο, τα σενάρια της μελέτης δείχνουν ότι ο τομέας εφάπαξ του Δημοσίου, από πλεονασματικός που είναι σήμερα, θα καταλήξει να είναι ελλειμματικός από το 2030 έως και το 2045, καθώς από τη μία θα έχει πάψει να εισπράττει την εισφορά που έδινε πρόσθετα έσοδα και, από την άλλη, θα έχει να καταβάλλει περισσότερα εφάπαξ.
Η εισφορά καταργήθηκε κατόπιν και πιέσεων και από τους συνδικαλιστές του Δημοσίου, γιατί δεν ήταν ανταποδοτική για το εφάπαξ. Αν διατηρούνταν και μετατρεπόταν σε ανταποδοτική, τότε θα προέκυπτε μια σταδιακή αύξησή της στο εφάπαξ στα επόμενα χρόνια, που θα έφτανε στο 25% το 2050.
Με την κατάργηση, όμως, της εισφοράς, που τελικά είναι αυτό που ισχύει, το εφάπαξ έχει απώλεια πρόσθετων εσόδων, τα οποία όχι μόνον δεν αναπληρώνονται από τις τρέχουσες εισφορές, αλλά φτάνει να δημιουργείται έλλειμμα που ξεκινά από 25 εκατ. ευρώ το 2030, φτάνει στα 202 εκατ. ευρώ το 2040 και υποχωρεί στα 92 εκατ. ευρώ το 2045.
Σε αυτήν τη 15ετία των ελλειμμάτων για το εφάπαξ καταγράφεται και ο διπλασιασμός των συνταξιοδοτήσεων από το Δημόσιο.
Η αύξηση των συνταξιοδοτήσεων προκαλεί μεγαλύτερη πίεση στα διαθέσιμα του εφάπαξ απ’ ό,τι η απώλεια εσόδων από την κατάργηση της πρόσθετης εισφοράς 1%.
Τα συμπεράσματα της μελέτης συνοψίζονται στα εξής:
- Με την κατάργηση της ειδικής εισφοράς 1% (υφιστάμενο καθεστώς από το 2023), παρουσιάζονται ελλείμματα στον τομέα εφάπαξ, τα οποία όμως αντιμετωπίζονται με τη χρήση της περιουσίας, η οποία μειώνεται στη 15ετία 2030-2045 και από ένα έτος και μετά (περίπου 2050) συνεχώς ανακάμπτει.
- Αν έμενε η εισφορά 1% (σενάριο 1), χωρίς αυτή να είναι ανταποδοτική στον σχηματισμό του εφάπαξ, θα αυξανόταν η περιουσία του τομέα εφάπαξ, αλλά από την αύξηση αυτή δεν θα ωφελούνταν οι δημόσιοι υπάλληλοι, γιατί η εισφορά δεν θα είχε ανταποδοτικό χαρακτήρα.
- Ανέμενε η ειδική εισφορά 1% και συνυπολογιζόταν για το εφάπαξ (σενάριο 2), τότε θα προέκυπταν μεν ελλείμματα, αλλά για μικρότερο διάστημα, τα οποία πάλι θα καλύπτονταν με τη χρήση της περιουσίας. Επιπλέον, με αυτό το σενάριο η μέση εφάπαξ παροχή θα αυξανόταν κατά 14% έως το 2040 και σταδιακά έως 25% μέχρι το 2060, παράλληλα με την αύξηση των ετών ασφάλισης των δημοσίων υπαλλήλων.
Ρευστοποίηση περιουσίας για να σωθούν οι παροχές
Για να μη μειωθεί το εφάπαξ, εξαιτίας των ελλειμμάτων, θα ρευστοποιηθεί η περιουσία του τομέα πρόνοιας του ΕΦΚΑ. Στην πράξη, ένα μέρος από το κομπόδεμα των εισφορών που καταβάλλουν για το εφάπαξ οι δημόσιοι υπάλληλοι θα ξοδευτεί για να μην πάρουν μικρότερο εφάπαξ λόγων των ελλειμμάτων.
Η περιουσία σήμερα ανέρχεται στα 3,3 δισ. ευρώ και την πρώτη χρονιά του ελλείμματος (2030) θα έχει διαμορφωθεί στα 3,6 δισ. ευρώ. Από το 2030 και μετά η περιουσία μειώνεται για να καλύπτει το έλλειμμα στο εφάπαξ που θα πυροδοτήσει η αθρόα έξοδος των δημοσίων υπαλλήλων προς τη σύνταξη.
Σύμφωνα με τον πίνακα της μελέτης, η περιουσία του τομέα πρόνοιας του ΕΦΚΑ εμφανίζεται να υποχωρεί από τα 3,6 δισ. ευρώ το 2030 στα 3,3 δισ. ευρώ το 2035, στα 2,5 δισ. ευρώ το 2040 και στα 2 δισ. ευρώ το 2045, για να αρχίσει να ανακάμπτει από το 2050, φτάνοντας τότε στα 2,17 δισ. ευρώ, δηλαδή θα είναι πιο κάτω από σήμερα. Η περιουσία αυξάνεται μετά το 2050 και έως το 2055 προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 4,8 δισ. ευρώ, καθώς θα έχουν μηδενιστεί ελλείμματα, επειδή θα έχει υποχωρήσει το κύμα συνταξιοδοτήσεων από το Δημόσιο, μέχρι να έρθει το επόμενο.
Το εφάπαξ του Δημοσίου θα ήταν πάλι ελλειμματικό, αν και για μικρότερο χρονικό διάστημα, ακόμα και αν διατηρούνταν η πρόσθετη εισφορά 1% ως συμπληρωματική παροχή στο εφάπαξ (μετατροπή σε ανταποδοτική εισφορά).
Με τη διατήρηση της εισφοράς το έλλειμμα θα εμφανιζόταν το 2035 με υψηλό ποσό της τάξης των 102 εκατ. ευρώ, που θα μεγάλωνε περισσότερο, στα 132 εκατ. ευρώ, το 2040, ενώ θα μηδενιζόταν το 2045. Στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας θα θυσιάζονταν περίπου 500 εκατ. ευρώ από την περιουσία για την κάλυψη των ελλειμμάτων στο εφάπαξ.
Αν έμενε η εισφορά 1% και συνυπολογιζόταν ως συμπληρωματική παροχή, τότε, παρά τα ελλείμματα που θα καλύπτονταν πάλι από την περιουσία, θα προέκυπταν αυξήσεις έως και 25% στο εφάπαξ για τους μελλοντικούς συνταξιούχους του Δημοσίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, το μέσο εφάπαξ για το 2025 θα διαμορφωθεί στα 28.966 ευρώ, ενώ, αν συνυπολογιζόταν για δύο έτη και η εισφορά 1% που καταργήθηκε, θα ήταν 29.530 ευρώ. Έως το 2050 το μέσο εφάπαξ θα είναι 81.849 ευρώ, ενώ, αν συνυπολογιζόταν η εισφορά 1%, θα έφτανε στα 98.500 ευρώ, με αύξηση άνω του 20%.