Η παρανόηση ξεκινάει ευθύς εξαρχής. Ο Φρανσουά Μαρί Αρουέ (1694-1778), που κέρδισε την αθανασία με το ψευδώνυμο Βολταίρος, ούτε ξεστόμισε ούτε έγραψε ποτέ την πιο διάσημη φράση που του αποδίδεται από τις αρχές του 20ού αιώνα κι εντεύθεν: «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες». Η παρανόηση έχει τη μικρή της προϊστορία, πολλαπλά διδακτική, γι’ αυτό και θα την αφηγηθούμε επί τροχάδην.
Το 1758 ο γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Κλοντ Αντριέν Ελβέτιος (1715-1771), ένας από τους βασικούς διαφωτιστές / εγκυκλοπαιδιστές της νεωτερικής εποχής, εξέδωσε το προκλητικό πόνημά του «Περί του πνεύματος». Η κεντρική ιδέα του βιβλίου ήταν πως η φιλαυτία (η αγάπη για τον εαυτό σου) είναι το θεμελιώδες κίνητρο πίσω από κάθε πράξη μας, ακόμη και πίσω από εκείνες τις πράξεις που συνδέονται με την κοινωνική αλληλεγγύη (οι πιο πολλοί φιλάνθρωποι της υψηλής κοινωνίας, τότε και τώρα, θα προσυπέγραφαν ένθερμα αυτή την άποψη). Το βιβλίο πέρασε μάλλον στο ντούκου, μέχρι που υπέπεσε στην αντίληψη τόσο του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΕ΄, επονομαζόμενου και «πολυαγαπημένου», πατέρα εκείνου του άτυχου που έμελλε να αποκεφαλιστεί, όσο και της Καθολικής Εκκλησίας, που δεν της άρεσε να βγάζουν τα αληθινά της κίνητρα στη φόρα. Αντίτυπα του βιβλίου κάηκαν σε δημόσια πυρά και ο καημένος ο Ελβέτιος υποχρεώθηκε να το αποκηρύξει για να αποφύγει πιο δυσάρεστα ντράβαλα. Ο Βολταίρος, που αντιπαθούσε τον Ελβέτιο και διαφωνούσε γενικώς με τις απόψεις του, έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και τον υπερασπίστηκε προκειμένου να φανεί συνεπής με τις δικές του «προχωρημένες» ιδέες γύρω από την ελευθερία του λόγου, την ανεξιθρησκία και τον χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος. Την περίφημη φράση πάντως δεν την είπε. Την έβαλε στα χείλη του – την έγραψε, για την ακρίβεια, σε μια βιογραφία του – η Εβελιν Μπίατρις Χολ ενάμιση αιώνα αργότερα.
Μικρό το κακό. Η φράση αποδίδει πιστά τη «στάση» του Βολταίρου σε όλη του τη ζωή και, ακόμη και αν δεν την είπε, μάλλον θα κοκορευόταν αυτάρεσκα εάν την είχε πει. Ωστόσο, η παρανόηση γύρω από τη φράση δεν περιορίζεται στο ποιος την ξεστόμισε. Επεκτείνεται και μεταλλάσσεται σε παρερμηνεία όταν ασχοληθούμε με το καθαυτό νόημά της, μόλις ρίξουμε μια πιο κοντινή ματιά σε τρεις έννοιες – κλειδιά της φράσης: το «δικαίωμά» σου να λες ό,τι θέλεις και την «υποχρέωσή» μου να το υπερασπιστώ μέχρι θανάτου, ακόμη και αν «διαφωνώ» με αυτό που λες. Ενα λεπτό. Γίνεται σαφές ότι ο Βολταίρος (ή, εν πάση περιπτώσει, το βιογραφικό του φερέφωνο) αναφέρεται στον «σεβασμό» μου προς το «δικαίωμά» σου να έχεις όποια «άποψη» θέλεις – όσο εξωφρενική, παράλογη ή απλώς ανόητη – και όχι υποχρεωτικά στον «σεβασμό» μου προς την ίδια την «άποψή» σου;
Ενα σημαντικό ποσοστό, λόγου χάριν, των συμπατριωτών μας, παραμονές του 2022 μετά Χριστόν, πιστεύει στο «μάτιασμα», λες και δεν πέρασε ούτε μία μέρα από το 1958, όταν ο Αλέκος Σακελλάριος γύρισε την ταινία «Η κυρά μας η μαμμή», με τη Γεωργία Βασιλειάδου στον ρόλο της ξεματιάστρας και τον Ορέστη Μακρή στον ρόλο του γιατρού… Σεβόμαστε πλήρως το δικαίωμα των συμπολιτών μας να πιστεύουν στο «μάτιασμα», να γυρίζουν ανάποδα το φλιτζάνι του καφέ για να «διαβάσουν» το μέλλον τους ή και να κάνουν τελετές βουντού άμα γουστάρουν, αλλά – να μας συγχωρούν πολύ – δεν πρόκειται να τους ακολουθήσουμε στην εποχή των σπηλαίων. Ούτε ξέρω εάν έχει γίνει αντιληπτό πως τόση ώρα μιλάω για τον Ηλία Μόσιαλο.
Πέτρος Τατσόπουλος