Μετάφραση-απόδοση κειμένου: «ΛΙΜΕΝΙΚΑ ΝΕΑ»
Μετά από δεκαετίες εκνευρισμού για το “ποιος έχασε την Τουρκία,” φαίνεται, τελικά, η Ουάσιγκτον να ξεπερνά τη θλίψη της. Έχοντας διέλθει από τα στάδια του σοκ, της άρνησης και του θυμού, η διάθεσή της πλησιάζει πλέον το στάδιο της αποδοχής. Στις Η.Π.Α., έστω καθυστερημένα, οι πολιτικοί της αντί να μαλώνουν (με) την Άγκυρα ή να αποζητούν απεγνωσμένα την εύνοιά της, έπαψαν, πλέον, να θεωρούν τη συνεργασία της Τουρκίας δεδομένη.
Εδώ και πάνω από ένα μήνα και με αφορμή κάποια δραματικά γεγονότα, είναι πλέον εμφανές το πνεύμα του μετριασμού των συναισθημάτων, των προσδοκιών και των αλληλοκατηγοριών. Στις 24 Απριλίου, ο Πρόεδρος Joe Biden εξέδωσε δήλωση για την επέτειο της γενοκτονίας των Αρμενίων, που έλαβε ελάχιστη δημοσιότητα τόσο στις Η.Π.Α. όσο στην Τουρκία. Αργότερα, στις αρχές Μαΐου, η Άγκυρα ανακοίνωνε τη διακοπή του εμπορίου της με το Ισραήλ. Όμως ο αντίκτυπος μετριάστηκε και η εφαρμογή της διακοπής από την Τουρκία δείχνει σημάδια επιφυλακτικότητας: η Άγκυρα συνέχισε να μεταφέρει Αζέρικο πετρέλαιο μέσω Ισραηλινών λιμένων. Τέλος, πάλι στις αρχές Μαΐου, έγινε η αναστολή επίσκεψης στην Ουάσιγκτον του Τούρκου Προέδρου. Αυτό το ταξίδι σχεδιάστηκε, ουδέποτε επιβεβαιώθηκε και, εν τέλει ακυρώθηκε χωρίς κανείς – πέραν των παρατηρητών δραστηριότητας της Τουρκικής κοινότητας – να αντιληφθεί ότι συνέβη κάτι.
Τελικά, αυτή η αύξηση της συναισθηματικής και γεωπολιτικής απόστασης ίσως να είναι πιο υγιεινή για όλους τους εμπλεκόμενους. Η Κυβέρνηση των Η.Π.Α. υπολογίζει στη σχέση της με την Τουρκία και εξακολουθεί να εργάζεται για τη βελτίωση των διμερών δεσμών. Ωστόσο, σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες, τα δεδομένα έχουν μεταβληθεί: πλέον, η αμερικανική πολιτική περιορίζει τη συνεργασία της με την Τουρκία σε ειδικά ζητήματα ενδιαφέροντος, χωρίς να επιδιώκει περαιτέρω εμβάθυνση αφού έπαψε να θεωρεί την Τουρκία ζωτικό και έμπιστο εταίρο της. Απαλλαγμένες από την προσδοκία της συμμαχίας και της αίσθησης της προδοσίας που συχνά προκαλούσε η προσδοκία αυτή, αμφότερες Ουάσιγκτον και Άγκυρα εστιάζουν πλέον σε μια σχέση αμιγούς διαδραστικότητας και συναλλακτικότητας: στην υπερκέραση των αποκλίσεων στα συμφέροντά τους και στην οικοδόμηση κοινών συμφερόντων, όπου αυτό είναι εφικτό.
Το στρατηγικό υπόβαθρο
Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις οικοδομήθηκαν βάσει κοινών συμφερόντων ασφάλειας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Tα εν λόγω συμφέροντα ασφάλειας έχουν αποκλίνει σημαντικά στις τρεις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από την κατάρρευση της Σοβιετικής αυτοκρατορίας. Πλέον, η Τουρκία θεωρεί ουσιώδεις τις οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, ενώ οι Η.Π.Α. και πολλές χώρες της Δύσης έχουν δεσμευθεί να ηττηθεί στρατιωτικά η Μόσχα στην Ουκρανία.
Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, αναλυτές στις Η.Π.Α. εκδήλωναν τον εκνευρισμό τους για την “απώλεια της Τουρκίας” — ένας ευφημισμός που τόσο πολύ θύμωνε του Τούρκους ηγέτες που επεδίωκαν συμφέροντα αντίθετα από εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Για πολλούς στην Τουρκία, αυτή η περιορισμένη θεώρηση ήταν προσβλητική. Δεν “χάνεται” ένα κυρίαρχο κράτος. Εάν η Άγκυρα επέλεγε να ασκήσει πολιτικές που απέκλιναν από εκείνες της Ουάσιγκτον, η επιλογή αυτή αντανακλούσε τη στάθμιση των συμφερόντων των Τούρκων ηγετών. Πράγματι, οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις ήταν ανέκαθεν ασύμμετρες: η Ουάσιγκτον διαχειρίζεται ένα δίκτυο παγκόσμιων συμμαχιών, με αποτέλεσμα η εξωτερική πολιτική της να εξαρτάται εν μέρει από αλλοδαπές χώρες που επιλέγουν να συμμαχήσουν με τις Η.Π.Α., ακόμη κι όταν υπάρχουν εμφανή σημεία αποκλίσεων πολιτικής, επειδή η προστιθέμενη αξία της αμερικανικής στρατιωτικής προστασίας υπερτερεί σε περιόδους πολιτικών τριβών.
Επί δεκαετίες, η σχέση τους ήταν εύθρυπτη. Κάνοντας αναδρομή, το σημείο καμπής για την Τουρκία ήταν η στρατηγική των Η.Π.Α. στη Συρία για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους, που εκδηλώθηκε με την απόφαση της Τουρκίας να προμηθευτεί το Ρωσικής κατασκευής πυραυλικό σύστημα των S-400. Την απόφαση αυτή ακολούθησε η απομάκρυνση της Τουρκίας από το consortium των μαχητικών F-35 το 2019 και η επιβολή κυρώσεων το 2020, κατόπιν εντολής του Κογκρέσου. Η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να συνομιλεί με την Άγκυρα για το ζήτημα των S-400, όμως οι συνομιλίες είναι σε αδιέξοδο. Με την έναρξη του Ρωσο-ουκρανικού πολέμου, οι Η.Π.Α. προσφέρθηκαν να βοηθήσουν την Τουρκία να μεταφέρει το (πυραυλικό) σύστημα στην Ουκρανία. Αργότερα, η Ουάσιγκτον χρησιμοποίησε το δέλεαρ της επανόδου στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35 εάν, σε ένδειξη καλής πίστης, η Άγκυρα προσπαθούσε να συνεργαζόταν με τις Η.Π.Α. για τη μεταφορά του πυραυλικού συστήματος σε κάποιο τρίτο κράτος, ή προσπαθούσε να λάβει μέτρα διασφάλισης της μη χρησιμοποίησής του. Πάντως, μέχρι σήμερα, καμιά εκ των δύο προσπαθειών απέδωσε καρπούς.
Η αδιαλλαξία της Τουρκίας για τη διεύρυνση του NATO στις αρχές του Ρωσο-ουκρανικού πολέμου, και οι προσπάθειες που απαιτήθηκαν για την έγκριση της Τουρκίας στην υποψηφιότητα της Σουηδίας, υπογράμμισε πιο έντονα πόσο πιο συναλλακτική κατάντησε η σχέση τους. Η συμφωνία που τελικά οδήγησε στην πώληση των μαχητικών F-16s στην Τουρκία με αντάλλαγμα την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ δείχνει ότι η Ουάσιγκτον μπορεί να χρησιμοποιήσει την επιρροή της στην Άγκυρα ότι απειλούνται ειδικά συμφέροντά της. Οι πολιτικοί πάντοτε θα είναι σε εγρήγορση για εξεύρεση τρόπων οικοδόμησης νέας συνεργατικής κανονικότητας. Πλέον, όμως, ελάχιστοι επιδιώκουν να αποκαταστήσουν την παλιότερη σχέση τους. Μπορεί η ελπίδα να πεθαίνει τελευταία, αλλά με κάθε ψευδή υπόσχεση επανεκκίνησης, κάθε αισιοδοξία και ενδιαφέρον για το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων έχει σταθερά απομειωθεί.
Η Τουρκική κυβέρνηση παρέμεινε προσηλωμένη στην ανεξαρτησία της εξωτερικής πολιτικής της, και η Ουάσιγκτον προσαρμόστηκε αναλόγως. Πλέον, οι Τούρκοι ηγέτες δεν θεωρούς τις Η.Π.Α. ως ενοχλητικό εταίρο, αλλά ως εταίρο αναγκαίο για τη εξωτερική πολιτική της. Στην πραγματικότητα, πολλοί στην Τουρκία θεωρούν τις Η.Π.Α. ως απειλή της χώρας και ως εμπόδιο στα συμφέροντά της. Επί χρόνια, πολλοί στην Ουάσιγκτον θεωρούσαν την Τουρκία απαραίτητη να την καλοπιάνουν επειδή συνόρευε με πολλές περιοχές που ενδιαφέρουν του Αμερικανούς πολιτικούς, και οι οποίες ενοχλούνταν από τις πολιτικές της Τουρκίας.
Πλέον, αυτές οι δυναμικές παράμετροι έπαψαν να ισχύουν. Η Τουρκία εξακολουθεί να συνορεύει με πολλές περιοχές για τις οποίες νοιάζονται οι Η.Π.Α. Αλλά, οι ψυχροπολεμικές γεωγραφικές πραγματικότητες έχουν μεταβληθεί, αφού η Τουρκία δεν είναι πια ο μοναδικός εταίρος των Η.Π.Α. στον Εύξεινο Πόντο. Επίσης, η Άγκυρα έπαψε να υπολογίζεται ως υποστηρικτής των αμερικανικών συμφερόντων σε περιόδους κρίσεων, που έχουν ως συνέπεια να απομειώνουν τη στρατηγική σημασία του εδάφους της. Αυτή η πολιτική, μολονότι κατανοητή από Τουρκικής σκοπιάς, διαφέρει από την πολιτική που εφαρμόζουν άλλες περιφερειακές δυνάμεις, οι οποίες θεωρούν τη Ρωσική απειλή τόσο έντονη, που αποζητούν ενεργά μεγαλύτερη ανάμιξη των Η.Π.Α. στην περιοχή. Η προσέγγιση των Η.Π.Α. στην Μέση Ανατολή, στον Εύξεινο Πόντο και στη Ρωσία βρίσκεται πλέον μερικώς σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της Άγκυρας, μετατρέποντας την παρουσία της Ουάσιγκτον στην περιφέρεια σε δυνητική απειλή της Τουρκίας.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία
Μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία, πολλοί αναλυτές ανέφεραν ότι επιτέλους η Τουρκία θα αναγκαζόταν να επιλέξει ανάμεσα στη Ρωσία και τους Συμμάχους της στο NATO. Η Τουρκία, όμως, σκέφτηκε διαφορετικά. Με τη σύγκρουση να μαίνεται εδώ και δύο χρόνια, η Άγκυρα συνεχίζει να έχει κλειστό το Βόσπορο εξίσου για τα πολεμικά πλοία Ρωσίας και NATO, συνεχίζει το εμπόριο με αμφότερες τις πλευρές και συνεχίζει να προάγει το διαμεσολαβητικό ρόλο της για την επίλυση της διαμάχης.
Οι υποστηρικτές του Τούρκου Προέδρου Recep Tayyip Erdogan παρουσίασαν κάποιες φορές την ουδετερότητα της Τουρκίας ως στρατηγική πλεονέκτημα για τις Η.Π.Α., υπονοώντας ότι η Ουάσιγκτον θα επωφεληθεί από την ικανότητα της Άγκυρας να παίξει το ρόλο του αξιόπιστου διαμεσολαβητή με τη Μόσχα. Φυσικά, όμως, υπάρχουν πολλές χώρες πρόθυμες να προσφέρουν τις καλές υπηρεσίες τους ως διαμεσολαβητές. Αυτό που η Ουάσιγκτον θέλει από έναν σύμμαχο δεν είναι μια χώρα που θα φιλοξενήσει διαπραγματεύσεις, αλλά μια χώρα που η πολιτική και στρατιωτική αλληλεγγύη της θα διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις να διεξαχθούν με τους ευνοϊκότερους όρους. Η πρώιμη επιτυχία του Erdogan στη διαπραγμάτευση για ένα δίαυλο σιτηρών αρχικά συνέβαλε στην επικύρωση του ρόλου του ως ουδέτερου διαμεσολαβητή. Αφότου, όμως, η συμφωνία του διαύλου ματαιώθηκε με τους συμμάχους της Ουκρανίας να αναγκαστούν να αναζητήσουν εναλλακτική διέξοδο εξαγωγών, αποσαφηνίστηκαν τα όρια της Τουρκικής επιρροής.
Στο μεταξύ, η Ουάσιγκτον εστίασε την επιρροή της στην προσπάθεια να διακόψουν οι Τουρκικές εταιρείες τις σχέσεις τους με τη Ρωσία. Όπου η Άγκυρα δεν θα συνεργαζόταν επισήμως, η απειλή δευτερογενών κυρώσεων, ενισχυμένη από επαναλαμβανόμενες επισκέψεις αξιωματούχων του Αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών, ασκούσε πίεση σε φορείς του ιδιωτικού τομέα.
Παράλληλα, η Άγκυρα εκμεταλλευόταν την αδυναμία της Ρωσίας να προωθεί τα συμφέροντά της σε άλλες περιοχές. Στον Καύκασο, κυρίως, υποστήριξε το Azerbaijan στην ανάκτηση πλήρους ελέγχου της περιοχής του Nagorno-Karabakh, όπου οι ειρηνευτικές δυνάμεις της Ρωσίας αδρανούσαν ενόσω Αζέροι στρατιώτες εκτόπιζαν ολοσχερώς τους Αρμένιους κατοίκους της περιοχής. Αυτή η αποτυχία για τη Ρωσία ουδόλως συνέβαλε στην προώθηση των αμερικανο-νατοϊκών συμφερόντων στην περιοχή — ενώ η προτιμητέα προσέγγιση της Τουρκίας για την επίλυση της διαμάχης αυτής ήταν να εξαιρεθεί η συμμετοχή Δυτικών κρατών.
Ο πόλεμος στη Γάζα
Ακόμη περισσότερο από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, ο πόλεμος στη Γάζα αποκάλυψε την περιορισμένη βαρύτητα των αμερικανοτουρκικών σχέσεων έναντι άλλης μιας περιφερειακής κρίσης. Στον άμεσο απόηχο των γεγονότων της 7ης Οκτωβρίου, ο Αμερικανός ΥΠΕΞ Tony Blinken περιόδευσε στους συμμάχους και τους εταίρους των Η.Π.Α. στην περιφέρεια παραλείποντας, συμβολικά, να επισκεφθεί την Άγκυρα. Πέρα από το εσκεμμένο σνομπάρισμα του Erdogan, η επιλογή αυτή αντανακλά το γεγονός ότι οι πολιτικές και οι θέσεις της Τουρκίας την έφεραν σε θέση να θεωρείται αδύνατο να παίξει κάποιον εποικοδομητικό ρόλο στην επίλυση της διαμάχης.
Η λεκτική υπεράσπιση της Hamas από τον Erdogan όχι μόνον αποξένωσε το Ισραήλ αλλά προκάλεσε ανησυχία στους Άραβες συμμάχους της Ουάσιγκτον. Όμως, παρά ταύτα, και πάλι η Τουρκία δεν ήταν ικανή να παίξει το ρόλο της Αιγύπτου ή του Κατάρ ως υπηρέτη της διαμεσολάβησης της ομάδας των αντιμαχόμενων. Ομοίως, ο Τούρκος ΥΠΕΞ Hakan Fidan αρχικά πρότεινε η Τουρκία να παίξει ρόλο εγγυήτριας δύναμης στην εποχή μετά τη λήξη της διαμάχης στη Γάζα — μια πολιτική που προσομοιάζει με τις διευθετήσεις στο Κυπριακό. Είναι, πάντως, δύσκολο να γίνει αντιληπτός κάποιος ρόλος των Τουρκικών δυνάμεων στην περιοχή που θα ήταν αποδεκτός ταυτόχρονα από Άγκυρα, Ιερουσαλήμ και άλλες αραβικές πρωτεύουσες που συμμετέχουν στις ειρηνευτικές προσπάθειες.
Συνακόλουθα, η Τουρκία παρέκκλινε σε θέσεις πλέον απερίφραστα υπέρ της Hamas. Στις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου, η πολιτική παράταξη του Erdogan υπέστη ήττα από δεξιότερα Ισλαμιστικά κόμματα που τον επέκριναν επειδή δεν υιοθέτησε αυστηρότερη στάση ενάντια στο Ισραήλ. Τον Απρίλιο, ο Erdogan φιλοξένησε τον ηγέτη της Hamas Ismail Haniyeh στην Άγκυρα. Πιο πρόσφατα, σε συνάντηση με τον Έλληνα ομόλογό του, ο Erdogan ανακοίνωσε ότι πάνω από 1.000 μέλη της Hamas νοσηλεύονταν σε Τουρκικά νοσοκομεία, ένας ισχυρισμός τον οποίο απέφυγε επαναλάβει μεταγενέστερα.
Πριν τις 7 Οκτωβρίου, η Άγκυρα επιχείρησε επαναπροσέγγιση με την Ελλάδα, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Σ. Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει αυτές οι χώρες να εδραιώσουν εχθρικές σχέσεις έναντι της Τουρκίας. Και, ενώ ο πόλεμος στη Γάζα υπονόμευε την Τουρκοισραηλινή επαναπροσέγγιση, έδινε περιθώριο στην Τουρκία να επιδεινώσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ και τους περιφερειακούς εταίρους του.
Και με το Ιράν, οι σχέσεις της Τουρκίας παραμένουν περίπλοκες, όπως ανακύπτει από ένα σύνολο ιδιαίτερα ετερόκλητων και αμφιλεγόμενων αναλύσεων του συνήθως πιστού φιλοκυβερνητικού τύπου. Οι δύο χώρες βρίσκονται σε αντίθετα στρατόπεδα στον Καύκασο, της Συρία και το Ιράκ. Πολύ πρόσφατα, δημοσιοποιήθηκαν αιτιάσεις ότι το Ιράν προμήθευε με όπλα το Κουρδικό ΡΚΚ για την κατάρριψη τουρκικών drones. Όμως, την ίδια στιγμή, αν επιδεινωθούν οι Περσοαμερικανικές σχέσεις, αποκλείεται η Τουρκία να πάρει το μέρος της Ουάσιγκτον εναντίον της Τεχεράνης. Πιθανότερο θεωρείται η Τουρκία να εξακολουθήσει να κάνει ό,τι κάνει από την επανάσταση του 1979: να υποστηρίζει το Ιράν όποτε υπηρετούνται τα Τουρκικά συμφέροντα και να εκμεταλλεύεται τις δυσχέρειες της Τεχεράνης για να προωθεί τα δικά της συμφέροντα παρά τα συμφέροντα της Ουάσιγκτον.
Πράγματι, αυτή είναι η ρητή δέσμευση της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας: ανεξαρτησία, ισορροπία και προτεραιοποίηση των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων μέσω μακροπρόθεσμων συμμαχιών. Τώρα πια, η Ουάσιγκτον αντί να αντιδρά και να κατακρίνει αυτή τη δέσμευση, τη λαμβάνει πλέον υπόψη της. Ουδείς εκλαμβάνει αυτή τη δέσμευση ως συμβάλλουσα στην επίλυση των τρεχουσών κρίσεων. Ούτε φαίνεται κάποιοι να ανησυχούν ιδιαίτερα, που, παρά τη ρητορική του Erdogan, η Τουρκία θα προβάλει ως σημαντικός υποστηρικτής και χορηγός της Hamas ή ως ευθεία στρατιωτική απειλή του Ισραήλ. Tο αποτέλεσμα είναι ότι πλέον η Τουρκία τοποθετείται στο κενό ανάμεσα σε αντιπάλους και εταίρους της.
Μελλοντικές προκλήσεις
Αυτό δεν σημαίνει ότι στο μέλλον ο άνεμος θα είναι ούριος. Υπάρχει πλειάδα προκλήσεων που πάντοτε μπορεί να ανακύψουν.
Πρώτον, η επαναπροσέγγισή της με την Ελλάδα έγινε ευμενώς δεκτή τόσο σε Αθήνα όσο σε Ουάσιγκτον. Όμως, οι παράμετροι που υποκίνησαν τις κρίσεις τα τελευταία χρόνια εξακολουθούν να υφίστανται. Μια συνέπεια της επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων είναι ότι η Ουάσιγκτον διεύρυνε την εγκατάσταση στρατιωτικών δυνάμεών της στην Ελλάδα για την επίβλεψη της Ανατολικής Μεσογείου, με την επέκταση αεροπορικών και ναυτικών υποδομών εκεί, όσο δυσκόλευε η πρόσβασή της σε αντίστοιχες εγκαταστάσεις στην Τουρκία. Κάτι τέτοιο μπορεί να επαναληφθεί σύντομα, στο βαθμό που αυτή η μετατόπιση στην Ελλάδα μπορεί να προκαλέσει επιθετική ρητορική. Ομοίως, παρότι ο Erdogan δεν προέβη σε προκλητικές δραστηριότητες έρευνας ενεργειακών αποθεμάτων συνδεόμενων με αξιώσεις για Τουρκική ΑΟΖ, παραμένει ωστόσο προσηλωμένος στις καθαυτό αξιώσεις, που επανήλθαν στη δημοσιότητα μέσω των Τουρκικών σχολικών βιβλίων. Παρομοίως, στην Κύπρο, ο Erdogan δεν υποχώρησε από τις εκκλήσεις για μια λύση δύο κρατών στο νησί, που αντίκεινται στην Ευρωπαϊκή και Αμερικανική πολιτική, και σε πλειάδα αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Στο NATO, το βέτο της Τουρκίας θα παραμείνει στο διηνεκές μια πηγή έντασης. Όπως εκδηλώθηκε με τη Σουηδία, η Τουρκία, όπως όλα τα μέλη, έχει το δικαίωμα να διαταράσσει τη λειτουργία της Συμμαχίας για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της. Όπως επισημάνθηκε επανειλημμένα, δεν υπάρχει μηχανισμός απομάκρυνσης της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ ή συνέχισης των εργασιών της παρά την άσκηση του βέτο. Κατά συνέπεια, παρόμοιες αδιέξοδες καταστάσεις στο μέλλον, θα απαιτήσουν πάλι ένα μίγμα πιέσεων και κινήτρων για να διασφαλιστεί η εξέλιξη.
Μπορούν επίσης να έρθουν στο προσκήνιο περιφερειακά ζητήματα που επιδεινώνουν διμερείς σχέσεις. Περαιτέρω εντάσεις με την Ελλάδα μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τη συμφωνία πώλησης των μαχητικών αεροσκαφών F-16. Εναλλακτικά, αν το Κογκρέσο των Η.Π.Α. επιδιώξει να τιμωρήσει την Τουρκία για τη στάση της έναντι του Ισραήλ, ενδεχομένως επιβάλλοντας κυρώσεις ή αντιστρέφοντας τις πωλήσεις των F-16, αυτό μπορεί να έχει ζημιογόνο αντίκτυπο. Κατ’ αναλογία, αν η Τουρκία υποστηρίξει το Azerbaijan σε ανοικτή επίθεσή του εναντίον Αρμενικής επικράτειας, αυτό μπορεί να προκαλέσει ακόμη πιο έντονη Αμερικανική αντίδραση.
Τέλος, η παρουσία αμερικανικών δυνάμεων στο πλευρό των People’s Defense Units στη βορειοανατολική Συρία παραμένει η πιο άμεση και δυνητικά η πιο επικίνδυνη πηγή πρόκλησης εντάσεων. Η Άγκυρα έκανε σαφή την επιθυμία της να τερματισθεί η αμερικανική παρουσία εκεί, εναλλασσόμενης ανάμεσα σε περιόδους στρατηγικής υπομονής και σε προσπάθειες ωρίμανσης ζητημάτων μέσω απειλής ή άσκησης στρατιωτικής επιχείρησης που άλλοτε θα έθετε αμερικανούς στρατιώτες σε κίνδυνο ζωής. Με τον προηγούμενο γύρο συνομιλιών περί απόσυρσης αμερικανικών στρατευμάτων να λήγει με νέες εντάσεις με το Ιράν και με την Τουρκία να επικρίνει βαρύτατα τα σχέδια περί εκλογών στην Συριακή περιοχή των Κούρδων το καλοκαίρι, η Άγκυρα ενδέχεται να αντιδράσει εκ νέου ζητώντας απόσυρση της αμερικανικής παρουσίας. Στο ορατό μέλλον, το ενδεχόμενο νέας Τουρκικής εισβολής στη βορειοανατολική Συρία ενέχει τη δυσοίωνη πιθανότητα περαιτέρω επιδείνωσης των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.
Η νέα κανονικότητα
Γενικεύοντας, εξακολουθεί να είναι πρόκληση ότι η ιδεολογία του Erdogan και η ημεδαπή νομιμοποίησή της εδράζονται στον αντι-Δυτικισμό και στον αντι-Aμερικανισμό. Όπως φάνηκε όταν κέρδισε την επανεκλογή του το 2023, αυτή η ρητορική εξυπηρετεί καλά τον Erdogan στο συνεχή αγώνα του να παραμείνει στην πολιτική εξουσία. Και, στο βαθμό που ο Erdogan πέρα από την παραμονή στην εξουσία θελήσει να διασφαλίσει την ιστορική κληρονομιά του, αυτή η ρητορική θα τον οδηγήσει να δώσει προβάδισμα στο χιλιοειπωμένο στόχο του να διασφαλίσει την Τουρκική επιρροή έναντι της Δύσης.
Tο κύριο συστατικό στο οποίο ιστορικά βασίζονταν οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις έπαψε να υφίσταται, πια. Στην Άγκυρα, η Ουάσιγκτον έπαψε πλέον να θεωρείται ως ήπιος προστάτης της ασφάλειας της Άγκυρας από αλλοδαπό επιτιθέμενο. Η άποψη της Άγκυρας επ’ αυτού του θέματος είναι μοναδική εντός NATO. Στην Ευρώπη, το κύριο αποτέλεσμα του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου ήταν η ενίσχυση της Συμμαχίας και, εξίσου σημαντικό, η ενίσχυση των δεσμών ασφάλειας μεταξύ Ουάσιγκτον και των λοιπών ιστορικών συμμάχων της. Tο ίδιο ισχύει και για τη Μέση Ανατολή, όπου παρά τις διαρκείς διαμαρτυρίες της Ουάσιγκτον για Κινεζική παρείσφρηση, η κυρίαρχη Αραβική δύναμη της περιοχής — η Σαουδική Αραβία — έχει επιδιώξει να εμβαθύνει τους δεσμούς ασφάλειας με την Ουάσιγκτον, ακόμη και εν μέσω παραπόνων της για το τρόπο που η Ουάσιγκτον χειρίζεται διάφορα ζητήματα, από το Ιράν ως την τρομοκρατία. Η σχέση Η.Π.Α.-Αράβων άντεξε σε σημαντικές αναταράξεις και, παρά τον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα, φαίνεται ότι είναι στο χείλος να βαθύνει περισσότερο.
Από την άλλη, η Τουρκία παραμένει προσηλωμένη στην περιφερειακή πολιτική της. Αυτή η προσέγγιση συνδέεται στενά με τις ανησυχίες της για την απόσχιση των Κούρδων, που υποκινούν τις σχέσεις τις με πολλούς από τους Άραβες γείτονές της. Τώρα, συνδέεται, επιπλέον με την εθνικοϊσλαμιστική προσήλωσή της στον αγώνα των Παλαιστινίων. Η πραγματικότητα είναι ότι, τόσο στην Ευρώπη όσο στη Μέση Ανατολή, όπου είθισται να τονίζεται ότι η γεωγραφία της Τουρκίας είναι αναγκαία για την προβολή της Αμερικανικής ισχύος, η σπουδαιότητα της Άγκυρας είναι ολοένα πιο επιφανειακή.
Συμπέρασμα
Προς το παρόν, πάντως, η Ουάσιγκτον και η Άγκυρα καλά θα κάνουν να τηρήσουν το status quo. Αμφότερες οι πλευρές έχουν πολλά ζητήματα να επιλύσουν. Δεν είναι έτοιμες να συνεργαστούν για να βοηθήσουν στην επίλυσή τους, κι αυτό δεν πειράζει. Μολονότι, οι πολιτικοί των δύο κρατών υποψιάζονται ότι οι μεν σαμποτάρουν τα βασικά συμφέροντα των δε, η σχέση τους πηγαίνει πολύ καλύτερα από ό,τι θα περίμενε κάποιος. Και, για εκείνους που πιστεύουν ότι η Ουάσιγκτον θα έπρεπε να έδινε προβάδισμα στην προαγωγή της δημοκρατίας μέσω της σχέσης της με την Τουρκία, η εγκατάλειψη του παρορμητισμού ώστε να κερδηθεί η εύνοια της Άγκυρας θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις υλοποίησης αυτού του στόχου.
Σήμερα, η συναλλακτικότητα έχει αποτελέσματα. Η Ουάσιγκτον φαίνεται να έχει αναγνωρίσει ότι με τη συρρίκνωση κοινών συμφερόντων, χρειάζεται να κάνει τη συνεργασία της με την Τουρκία αυτοσκοπό. Έτσι, οι πολιτικοί θα έχουν συμφωνήσει σιωπηρά με την προοπτική που αναφέρουν συχνά οι Τούρκοι συνομιλητές τους: ότι η Τουρκία δεν μπορεί να χαθεί επειδή η πολιτική της υπαγορεύεται από τα δικά της συμφέροντα. Όπου τα αμερικανοτουρκικά συμφέροντα επικαλύπτονται, είτε στην Αφρική, είτε στη Μέση Ανατολή ή στην Ευρασία, η Τουρκία θα εργάζεται για αυτά τα συμφέροντα χωρίς να χρειάζονται Aμερικάνικα κίνητρα. Όπου τα αμερικανοτουρκικά συμφέροντα αποκλίνουν, η Τουρκία θα κάνει εκείνο που θέλει ανεξάρτητα από εκείνο που της λέει η Αμερική. Συνεπώς, οι Αμερικανοί πολιτικοί μπορούν να σταματήσουν να ανησυχούν για το ποιος έχασε την Τουρκία. Η Άγκυρα θα βρει το δικό της δρόμο/τρόπο, και η Ουάσιγκτον θα βρει τι χρειάζεται στη Μέση Ανατολή και οπουδήποτε αλλού.