Συνθήκες και πρακτικές που θυμίζουν άλλες εποχές καταγγέλλουν μέσω των «ΝΕΩΝ» οδηγοί ταξί, τονίζοντας πως οι κούρσες της ανομίας ολοένα και πληθαίνουν χωρίς οι ίδιοι ή ακόμα και η Αστυνομία να μπορούν να κάνουν κάτι για αυτό. Όπως λένε, κυκλώματα οδηγών ταξί ελέγχουν τις πιάτσες-φιλέτα σε λιμάνια, κεντρικούς σταθμούς τρένων και υπεραστικών λεωφορείων, αισχροκερδώντας εις βάρος δεκάδων χιλιάδων επιβατών που μετακινούνται καθημερινά στην πρωτεύουσα.
Το επεισόδιο με τους πυροβολισμούς για μια διαδρομή στον Σταθμό ΚΤΕΛ Κηφισού στα τέλη του περασμένου μήνα, το οποίο οδήγησε στη σύλληψη των δραστών και επανέφερε στην επικαιρότητα τον ξεχασμένο όρο «μαφία των ταξί», ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Το συγκεκριμένο συμβάν μάλιστα άνοιξε τον δρόμο για σαφάρι ελέγχων από κλιμάκια της Τροχαίας, τα οποία βεβαίωσαν πάνω από 30 παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, εκ των οποίων οκτώ για
στέρηση ειδικής άδειας ταξί και εννέα για μη χρήση ταξιμέτρου.
Πρόκειται πάντως για ένα ζήτημα διαχρονικό και – προφανώς – άλυτο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως διαβάζουμε στα «ΝΕΑ» του μακρινού Απριλίου του 1995, ο τότε κεντρικός σταθμάρχης του ΟΣΕ είχε αναγκαστεί να αποστείλει προς τις αρμόδιες υπηρεσίες έγγραφο με την εξής υπόμνηση: «Παρακαλούμε λήψη μέτρων αστυνόμευσης προς προστασία σωματικής ακεραιότητας, φρούρησης συμφερόντων Οργανισμού μας και πολιτών. Οδηγοί ταξί που ασκούν πειρατεία στον σιδηροδρομικό σταθμό Λαρίσης υβρίζουν, απειλούν και χειροδικούν εναντίον εργαζομένων». Δέκα χρόνια αργότερα, το ρεπορτάζ της εφημερίδας ανέφερε πως «στο λιμάνι του Πειραιά υπάρχει μια μικρή ομάδα που δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε άλλους οδηγούς ταξί, φτάνοντας στο σημείο να ξυλοκοπούν ταξιτζήδες όταν θελήσουν να επιβιβάσουν». Βαδίζοντας προς το τέλος του 2024, διαπιστώνουμε ότι η εικόνα στις πιάτσες των ταξί παραπέμπει σε φέουδο λίγων και αδίστακτων.
Κουμανταδόροι σε κάθε πιάτσα
Επιχειρώντας να φωτίσουν τις σκοτεινές πτυχές των κυκλωμάτων που αμαυρώνουν την εικόνα της σιωπηλής πλειονότητας των οδηγών και ιδιοκτητών ταξί, κρατώντας παράλληλα δέσμιους εξωφρενικών χρεώσεων χιλιάδες πολίτες, «ΤΑ ΝΕΑ» συνομίλησαν με επαγγελματίες του κλάδου – ενδεικτικό, δε, του κλίματος τρομοκρατίας που επικρατεί στις τάξεις τους ήταν η επιμονή τους να μιλήσουν υπό καθεστώς ανωνυμίας υπό τον φόβο αντιποίνων. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία που παραθέτουν για το modus operandi της «μαφίας των ταξί», η οποία στήνει ανενόχλητη χορό αισχροκέρδειας, που δεν περιορίζεται μόνο έξω από τις… hot πιάτσες στους σταθμούς των υπεραστικών λεωφορείων, στο λιμάνι του Πειραιά ή στο αεροδρόμιο στοχεύοντας κυρίως τουρίστες, αλλά δρα οργανωμένα και σε καθημερινή βάση στους κεντρικότερους δρόμους της πόλης.
Ο 39χρονος Α.Κ., ο οποίος είναι οδηγός ταξί τα τελευταία έξι χρόνια, επισημαίνει πως οι βασικές πιάτσες που ελέγχουν τα κυκλώματα είναι πέντε: «Ο Σταθμός Λαρίσης, τα ΚΤΕΛ στον Κηφισό, ο Πειραιάς στην κρουαζιέρα αλλά και στα βαπόρια που πάνε στα νησιά -κυρίως προς Κρήτη –, και τέλος η Ερμού, όπου υπάρχει μεγάλος αριθμός τουριστών. Μιλάμε για μαφία, όχι αστεία». Σύμφωνα με τον ίδιο, για κάθε πιάτσα υπάρχει μια συγκεκριμένη ομάδα που κάνει κουμάντο και σε ορισμένα σημεία τα αφεντικά δρουν βάσει εθνοτικών χαρακτηριστικών. «Για παράδειγμα, στα ΚΤΕΛ Κηφισού είδατε τι συνέβη και πόσο εύκολα βγήκαν τα όπλα για μια κούρσα. Τώρα εκεί ο έλεγχος έχει περάσει σε ομάδες Ρομά που διπλοφορτώνουν ή τριπλοφορτώνουν τα αυτοκίνητα και αφήνουν τους απλούς οδηγούς στο “περίμενε”. Παίρνουν τις καλύτερες κούρσες. Δηλαδή, αν είναι κανείς για αεροδρόμιο ή λιμάνι τον παίρνουν αυτοί με το έτσι θέλω,
τρομοκρατώντας τους υπόλοιπους, τους ανυποψίαστους» περιγράφει.
Κατά τον 39χρονο, «το πιστολίδι στον Κηφισό ήταν το αποκορύφωμα». Όπως λέει, έχουν προηγηθεί αναρίθμητοι ξυλοδαρμοί συναδέλφων του: «Πολλοί έχουν καταλήξει στο νοσοκομείο, αλλά κανένας δεν τολμάει να μιλήσει ή να επέμβει. Μόνο τώρα έσφιξαν λίγο τα λουριά από πλευράς αστυνόμευσης, αλλά δεν νομίζω να κρατήσει για πολύ καιρό
αυτή η σχετική ηρεμία».
Ιδανικά θύματα οι τουρίστες
Περιγράφοντας την κατάσταση σε άλλα σημεία της πρωτεύουσας, ο Α.Κ. στέκεται ιδιαίτερα στην πιάτσα του εμπορικότερου δρόμου της χώρας. «Η Ερμού ελέγχεται κυρίως από κάποιους Αλβανούς και πιο πίσω κάποιους Έλληνες που τραμπουκίζουν τους υπόλοιπους μεροκαματιάρηδες. Εκεί έχουν παρεισφρήσει διάφοροι παραβατικοί, αλλά η Αστυνομία – παρά την 24ωρη παρουσία στελεχών της στα πέριξ – αδιαφορεί επιδεικτικά. Αυτή η κλίκα δουλεύει περισσότερο με ξένους για μακρινές κούρσες, π.χ. για αεροδρόμιο, και στο τέλος τους ξετινάζει, χρεώνοντάς τους διπλά και τρίδιπλα» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Λίγο νοτιότερα, στο Μεγάλο Λιμάνι, η κατάσταση δεν διαφοροποιείται και πολύ. «Στον Πειραιά τα λεφτά είναι πολλά,
ιδίως το καλοκαίρι, λόγω των ταξιδιωτών και της κρουαζιέρας. Όπου υπάρχει πολύ χρήμα, υπάρχει και μαφία» συνεχίζει,
διευκρινίζοντας ότι εκεί οι… φατρίες έχουν χωρίσει τους τομείς ελέγχου – μία ομάδα δρα στην προβλήτα των κρουαζιερόπλοιων και μία άλλη ελέγχει τα δρομολόγια από και προς τα επιβατηγά.
«Στην κρουαζιέρα, δηλαδή στις πύλες Ε11 και Ε12, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σταθερή συμμορία. Υπάρχουν συνάδελφοι που γνωρίζουν ακριβώς πρόσωπα και καταστάσεις και μεταξύ άλλων ισχυρίζονται ότι “λαδώνουν” για να μην τους ενοχλούν οι Αρχές. Εκεί, μόλις ξεφορτώσει το βαπόρι πέφτουν πάνω στους τουρίστες και τους παίρνουν κατοστάρια για να τους πάνε στο κέντρο. Κανένας δεν ελέγχει και κανένας μεροκαματιάρης δεν μπορεί να σταθεί εκεί. Παρόμοια είναι βέβαια η κατάσταση και στα πλοία που έρχονται από Κρήτη ή Δωδεκάνησα. Κι εκεί, διπλές και τριπλές
κούρσες, δεν φορτώνει κανένας με τη σειρά του και οι λιμενικοί σφυρίζουν αδιάφορα» καταλήγει ο 39χρονος αυτοκινητιστής.
«Εκμετάλλευση πελατών – τρομοκρατία άλλων οδηγών»
Με τα ίδια μελανά χρώματα περιγράφει την καθημερινότητα στους δρόμους της Αθήνας και ο 44χρονος συνάδελφος του
Σ.Α. – ο οποίος δέχθηκε να μιλήσει με μεγάλο δισταγμό: «Οι συγκεκριμένοι οδηγοί με συμπεριφορά συμμορίας αρχικά θέτουν σε κατάσταση πολιορκίας τις εισόδους στις πιάτσες και τα σημεία αποβίβασης ταξιδιωτών μπλοκάροντάς τα, και βάζουν μπροστά το σχέδιο “εκμετάλλευση πελατών -τρομοκρατία άλλων οδηγών”. Έχουν δημιουργήσει έναν ιδιότυπο χάρτη μεταφορών, όπου οι διαδρομές είναι μοιρασμένες μεταξύ των οδηγών που δουλεύουν στους σταθμούς και κλέβουν πελάτες προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις που βολεύουν τους ίδιους και διευκολύνουν τις πολλαπλές μισθώσεις».
Όπως επιβεβαιώνει, πεδίο δράσης τους αποτελούν όλες οι πολυσύχναστες και συνεπώς επικερδείς πιάτσες της πρωτεύουσας, με τα μέλη της εκάστοτε κλίκας να ακολουθούν άγραφους κανόνες, όπως αυτόν της… παλαιότητας: «Σε κάθε μεγάλη πιάτσα είναι πάνω από 10-15 άτομα και έχουν τους παλιούς και τους νέους. Ο παλιός επιλέγει επιβάτες στην αρχή και μετά δίνει και στους υπόλοιπους δικούς του. Κυρίως στοχεύουν σε τουρίστες, φοιτητές, επαρχιώτες, φαντάρους κ.λπ. Τα κανονίζουν μεταξύ τους και ο παλιός φωνάζει “πάρε, Γιώργο”, “πάρε, Ανδρέα”, τους κάνουν γκρουπ και τους “βαράνε” την ταρίφα. Έτσι, την πληρώνουμε οι απλοί οδηγοί που παλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ».
Η δράση των κυκλωμάτων όμως δεν εξαντλείται στις μοιρασιές – επεκτείνεται σε πρακτικές του κοινού ποινικού δικαίου,
όπως η διακίνηση πλαστών χαρτονομισμάτων, με τα καταγραμμένα περιστατικά να αυξάνονται θεαματικά τους καλοκαιρινούς μήνες. «Εγώ δεν πάω πια σε πιάτσες. Μας διώχνουν ή μας λένε “κάτσε και μη μιλάς και θα είσαι τυχερός να πάρεις μόνο καμιά κοντινή κούρσα”. Για αεροδρόμιο κλπ. ούτε λόγος. Γι’ αυτό δουλεύω κυρίως μέσω εφαρμογών ή πηγαίνω σε καμιά γωνιά και περιμένω» παραδέχεται ο 44χρονος και καταλήγει, αφήνοντας αιχμές για την αδιαφορία των αστυνομικών: «Εμένα μου έκοψαν για ασήμαντο λόγο πρόστιμο €400 και μου πήραν για έναν μήνα το δίπλωμα, ενώ την ίδια ώρα δίπλα δύο άλλοι οδηγοί τσακώνονταν για μια κούρσα. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν μπορούσαν να τα βάλουν με το κύκλωμα και έκαναν τα στραβά μάτια…».
«Μόνο μετά τις πιστολιές είδαμε την Αστυνομία»
ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ των όσων πρωτοφανών συνέβησαν στον Σταθμό ΚΤΕΛ Κηφισού, όπου η μάχη της… κούρσας λίγο έλειψε να στοιχίσει τη ζωή σε έναν οδηγό, «ΤΑ ΝΕΑ» απευθύνθηκαν στον πρόεδρο του Συνδικάτου Αυτοκινητιστών Ταξί Αττικής (ΣΑΤΑ) Θύμιο Λυμπερόπουλο, αναζητώντας περαιτέρω στοιχεία για το ανακάμπτον φαινόμενο της «μαφίας των ταξί» αλλά και για τυχόν πρωτοβουλίες του Συνδικάτου. Ο ίδιος, εντούτοις, στάθηκε ιδιαίτερα στην ανεπάρκεια της Πολιτείας, καταγγέλλοντας: «Τα έχουμε αναδείξει αυτά τα περιστατικά και δυστυχώς δεν μας άκουγαν. Ούτε ο κ. Χρυσοχοΐδης δέχτηκε ποτέ να μας ακούσει ώστε να του δώσουμε στοιχεία για τη διαφθορά που υπάρχει. Μόνο τώρα που έπεσαν οι πιστολιές είδαμε να στέλνει την Αστυνομία».
Κατά τον ίδιο, η αδιαμφισβήτητη αδράνεια της Πολιτείας μαρτυρά ότι «οι πολιτικοί βάζουν άλλους στόχους από αυτούς που βάζει το συνδικαλιστικό κίνημα». «Θέλουν να μας απαξιώσουν και αφήνουν έτσι να έρπεται στην κοινή γνώμη μια εικόνα γενικής κακής συμπεριφοράς, ανοίγοντας ταυτόχρονα τον δρόμο για τις πολυεθνικές» λέει, τονίζοντας πως η ρίζα του φαινομένου φτάνει πίσω σε βάθος 30ετίας: «Υπήρχαν πάντα παραβάσεις αλλά παράλληλα από την κυβέρνηση
κατήργησαν τους τροχονόμους – έστω το ένα ή τα δύο άτομα –που ήταν στην πιάτσα για να ελέγχονται όλοι αυτοί που δημιουργούν προβλήματα, με υπερβολικά κόμιστρα, ξυλοδαρμούς κ.ο.κ. Είναι παλιό το θέμα, ναι, αλλά το κράτος έχει την ευθύνη του».
Στο ίδιο πλαίσιο, ο πρόεδρος του ΣΑΤΑ καταγγέλλει την κωλυσιεργία στη θέσπιση πλαισίου για την επενοικίαση των ταξί και τις ευθύνες των ιδιοκτητών, ενώ κάνει λόγο για την ανάγκη κάθαρσης στον κλάδο. «Θα πρέπει να αφαιρείται από τους παραβατικούς η πινακίδα του αυτοκινήτου και να μπορεί να την πάρει μόνο εάν πληρώσει ένα πολύ τσουχτερό πρόστιμο. Μόνο αυτό πονάει τον κλέφτη, με αυτόν τον τρόπο θα σταματήσουν αυτά τα φαινόμενα» καταλήγει.