Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά τα στοιχεία, η εικόνα αλλάζει. Ο αριθμός αυτός δεν συνοδεύεται από αναλυτική μεθοδολογία, δεν επιβεβαιώνεται από ανεξάρτητες μελέτες, ούτε εξηγεί ποιες δαπάνες περιλαμβάνει και ποιες όχι. Εν ολίγοις, παρουσιάζεται ως γεγονός χωρίς να τεκμηριώνεται από πουθενά ως τέτοιο.
Η συντριπτική πλειονότητα των αφίξεων κρουαζιέρας στην Ελλάδα είναι transit: επιβάτες που αποβιβάζονται για μερικές ώρες και επιστρέφουν στο πλοίο. Δεν διανυκτερεύουν, δεν ξοδεύουν ιδιαίτερα. Σύμφωνα με μελέτες της ίδιας της CLIA για την Ευρώπη, η μέση δαπάνη ανά transit επιβάτη είναι περίπου 67 ευρώ, ενώ ένας επιβάτης που ξεκινά ή τελειώνει το ταξίδι του στην Ελλάδα (homeport) ξοδεύει μέχρι και 376 ευρώ.
Όμως η Ελλάδα παραμένει κυρίως transit προορισμός. Η αναλογία homeporting είναι κάτω από 15%. Άρα, τα μεγάλα ποσά που υπονοεί η CLIA βασίζονται σε υπερβολικούς πολλαπλασιαστές και ελάχιστα ρεαλιστικές παραδοχές.
Ακόμη και τα λειτουργικά έξοδα των εταιρειών —που υποτίθεται ενισχύουν την οικονομία— σπάνια καταλήγουν στην τοπική αγορά. Τα κρουαζιερόπλοια ανεφοδιάζονται αλλού, τα πληρώματα δεν είναι Έλληνες, τα τέλη λιμένα είναι περιορισμένα και συγκεντρωμένα μόνο σε ορισμένα λιμάνια. Ακόμη και οι αγορές onboard είναι duty free και δεν ενισχύουν καθόλου την ελληνική φορολογική βάση.
Πολύ απλά, τα μεγάλα οικονομικά οφέλη που προβάλλονται δεν διαχέονται στην κοινωνία, αλλά μένουν σε μια στενή ζώνη υψηλής συγκέντρωσης – φορείς διαχείρισης λιμένων, tour operators, μεσαζόντες και ορισμένα μεγάλα πρακτορεία.
Και το κόστος; Η CLIA δεν το αναφέρει.
Κανείς δεν συμπεριλαμβάνει στον «απολογισμό» τη φθορά των υποδομών, την επιβάρυνση των τοπικών κοινωνιών, τη ρύπανση από τα πλοία, την αύξηση της συμφόρησης και την υποβάθμιση της τουριστικής εμπειρίας. Ούτε την εκτόπιση άλλων, ποιοτικότερων μορφών τουρισμού από τη μονοκαλλιέργεια της «fast tourism».
Σε νησιά όπως η Σαντορίνη και η Μύκονος, η καθημερινή άφιξη χιλιάδων επιβατών ενισχύει την εικόνα υπερτουρισμού και τις τιμές στα ύψη, χωρίς να αφήνει ουσιαστικά κέρδη στους κατοίκους ή στο κράτος. Αντιθέτως, η φθορά είναι ορατή – και όχι μόνο στην υπομονή των τοπικών κοινωνιών.
Δεν αμφισβητεί κανείς ότι η κρουαζιέρα συνεισφέρει. Αλλά αν θέλουμε σοβαρή τουριστική πολιτική, πρέπει να αντικαταστήσουμε τους ανέξοδους επικοινωνιακούς τίτλους με αντικειμενική μέτρηση, δημόσιο έλεγχο και στρατηγική.
Για να το πετύχουμε αυτό χρειαζόμαστε:
• Διακριτό υπολογισμό ανά τύπο δαπάνης και ανά λιμάνι
• Αποτίμηση περιβαλλοντικού και κοινωνικού κόστους
• Φορολογική καταγραφή των εσόδων από δραστηριότητες εντός επικράτειας
• Επένδυση σε ποιοτικό τουριστικό προϊόν, με στόχο όχι μόνο την ποσότητα αφίξεων αλλά το καθαρό όφελος
Τα «2 δισ. ευρώ» της CLIA είναι ίσως χρήσιμα για συνεντεύξεις και πανηγυρικές δηλώσεις. Αλλά δεν αρκούν για να σχεδιάσει κανείς πολιτική. Η Ελλάδα χρειάζεται λιγότερη ψευδαίσθηση και περισσότερο ρεαλισμό. Γιατί η οικονομία δεν χτίζεται με υπερβολές, αλλά με ακρίβεια, μέτρο και τόλμη.
Πρέπει να δούμε την πραγματικότητα όπως είναι και όχι όπως μας την σερβίρουν διάφοροι αυτόκλητοι σωτήρες μας.
Γιώργος Σ. Σκορδίλης