του Δρ. Δρ. Τρύφωνα Χαρ. Κοροντζή: “Νομική δραστηριότητα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας την περίοδο 2014-2016”

 

του

Δρ. Δρ. Τρύφωνα Χαρ. Κοροντζή

Συνεργαζόμενο Εκπαιδευτικό Προσωπικό/Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Lecturer at City Unity College-Cardiff Metropolitan University/Athens

Lecturer at Aegean College-Canterbury Christ Church University/Athens

Email:[email protected], [email protected]

 

Περίληψη: Το Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.) είναι ένοπλο Σώμα, στρατιωτικώς οργανωμένο, με αρμοδιότητες την ασφάλεια και την υποστήριξη της ναυτιλίας, το προσωπικό του οποίου έχει την ιδιότητα του στρατιωτικού, σύμφωνα με τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα (Σ.Π.Κ.). Στο προσωπικό του εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν στα άλλα ένοπλα Σώματα, εφόσον τούτο ορίζεται ειδικά από τις κείμενες διατάξεις, καθώς και τις διατάξεις του άρθρου 129 του Κώδικα Προσωπικού Λιμενικού Σώματος (Κ.Π.Λ.Σ.) που κυρώθηκε με το Ν. 3079/2002 (Α’ 311) όπως ισχύει. Συγκροτείται από Κεντρικές και Περιφερειακές Υπηρεσίες[1].

Τα στελέχη του είναι γενικοί προανακριτικοί υπάλληλοι σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ.)[2] και ασκούν τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα βάσει των νόμων που θεσπίζει η Ελληνική Πολιτεία και υπό την εποπτεία των Δικαστικών –Εισαγγελικών Αρχών. Βάσει συγκεκριμένων νομικών διατάξεων δύνανται να απευθύνονται με την υποβολή ερωτημάτων σε Εισαγγελικές Αρχές όπως και στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ) για την επίλυση συγκεκριμένων ζητημάτων που αντιμετωπίζουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους[3].

 

Λέξεις Κλειδιά: Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Υ.ΝΑ.Ν.Π.), Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.), Κεντρικό Λιμεναρχείο Πάτρας (Κ.Λ.Π.), Εισαγγελία Πρωτοδικών Πάτρας, Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ), Οργανισμός Δικαστηρίων, Γενικός Κανονισμός Λιμένα (Γ.Κ.Λ.)

 

Α.-ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΝΗΣΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (Υ.ΝΑ.Ν.Π.), ΛΙΜΕΝΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΚΤΟΦΥΛΑΚΗΣ (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.)

Στο άρθρο 1 του Π.Δ. 13/2018 (Α΄ 26)[4] με τίτλο «Αποστολή» ορίζεται ότι:
[1. Το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Υπουργείο στη συνέχεια του παρόντος)[5] έχει ως κύρια αποστολή το σχεδιασμό της ναυτιλιακής πολιτικής, με σκοπό την προαγωγή και την προάσπιση των συμφερόντων της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας και τη σύνδεση της με την εθνική οικονομία, την ανάπτυξη της ναυτικής
εκπαίδευσης και της ναυτικής εργασίας, τη μέριμνα για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, το σχεδιασμό και την εφαρμογή ολοκληρωμένης νησιωτικής πολιτικής και πολιτικής θαλάσσιου τουρισμού και θαλάσσιων συγκοινωνιών και μεταφορών, τη λήψη μέτρων για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και την προστασία της ανθρώπινης ζωής και περιουσίας στη θάλασσα, τη
μέριμνα για την πρόληψη και την καταστολή εκνόμων ενεργειών στους χώρους αρμοδιότητας του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής και τον έλεγχο των
θαλάσσιων συνόρων, τη χάραξη της λιμενικής πολιτικής, την εποπτεία των λιμενικών υποδομών κάθε λειτουργικής μορφής και την προαγωγή του εθνικού λιμενικού συστήματος ως παράγοντα ανάπτυξης της οικονομίας, των νησιών και της ναυτιλίας της χώρας.

  1. Το Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή (Λ.Σ.-ΕΛ.AKT. στη συνέχεια του παρόντος)[6] ανήκει στην οργανωτική δομή του Υπουργείου και συμβάλλει, κατά την
    ειδικότερη αποστολή του, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 του Ν. 4150/2013[7], στην αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτού αναφορικά με το σχεδιασμό της
    ναυτιλιακής πολιτικής, την ανάπτυξη της ναυτικής εκπαίδευσης και της ναυτικής εργασίας, την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, το σχεδιασμό και την
    εφαρμογή της πολιτικής στις θαλάσσιες συγκοινωνίες, τη λήψη μέτρων για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και την προστασία της ανθρώπινης ζωής και περιουσίας στη θάλασσα και τη μέριμνα για τη λήψη μέτρων αστυνόμευσης και τάξης, την πρόληψη και την καταστολή εκνόμων ενεργειών στους χώρους αρμοδιότητας του Σώματος καθώς και τον έλεγχο των θαλασσίων συνόρων].

 

Στο ίδιο Π.Δ. και δη στο άρθρο 46 με θέμα «Λιμενικές Αρχές Εσωτερικού» καθορίζεται ότι:

[1. Οι Λιμενικές Αρχές Εσωτερικού (Κεντρικά Λιμεναρχεία, Λιμεναρχεία, Λιμενικοί Σταθμοί και Λιμενικά Τμήματα) αποτελούν Περιφερειακές Υπηρεσίες του Λ.Σ.-ΕΛ.
AKT, ασκούν αρμοδιότητες σχετικές με την αποστολή του Σώματος στην περιοχή αρμοδιότητάς τους[8].

  1. Στην περιφέρεια δικαιοδοσίας Κεντρικών Λιμεναρχείων και Λιμεναρχείων, δύνανται να συστήνονται λιμενικά φυλάκια με σκοπό την κάλυψη έκτακτων ή άλλων
    ειδικών υπηρεσιακών αναγκών, με διαταγή η οποία εκδίδεται από τον εκάστοτε Λιμενάρχη μετά από έγκριση της αρμόδιας Περιφερειακής Διοίκησης Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. καθώς και της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του
    Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Με τη διαταγή σύστασης λιμενικών φυλακίων καθορίζονται τα θέματα τα οποία αφορούν τις αρμοδιότητες, τη στελέχωση, τη χρονική διάρκεια λειτουργίας, τη στέγαση και τα διατιθέμενα μέσα][9].

 

Σημειώνεται ότι στο άρθρο  159 του Ν.Δ. 187/1973 (Α΄ 261) με τίτλο «Ανακριτικά καθήκοντα λιμενικών αρχών» όπως τροποποιήθηκε  με την παραγρ. 2 άρθρου 27 του Ν.4033/2011 (Α΄ 264) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 παραγρ.8 του Ν.4256/2014 (Α΄ 92) καθορίζεται για τα στελέχη του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ ότι:

[1. Οι προϊστάμενοι των Λιμενικών Αρχών και οι υπό τις διαταγές τους υπηρετούντες Αξιωματικοί, Ανθυπασπιστές, Υπαξιωματικοί Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και Λιμενοφύλακες, ασκούν στην περιφέρεια δικαιοδοσίας τους όλα τα δικαιώματα και καθήκοντα γενικών ανακριτικών υπαλλήλων σε σχέση προς τα εγκλήματα που τελέσθηκαν σε αυτή. Οι Λιμενοφύλακες ασκούν τα ανωτέρω δικαιώματα και καθήκοντα, μετά τη συμπλήρωση τριών ετών υπηρεσίας από την κατάταξη τους στη Σχολή Δοκίμων Λιμενοφυλάκων].

 

Β.-ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΡΑΣ-ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ

Σύμφωνα με τον  Ν. 1756/1988 (Α΄ 35) και ειδικότερα το άρθρο 25 παραγρ. 2 το οποίο φέρει τίτλο «Αρμοδιότητες»:

«Οι εισαγγελείς γνωμοδοτούν σε νομικά ζητήματα, που δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια, όταν τους υποβάλλουν ερωτήματα που αντιμετωπίζουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους:

α. όσοι αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο παράγραφος 5β, [10]

β. οι υπηρεσίες του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του ποινικού νόμου. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος».

 

Με βάση την εν λόγω νομική διάταξη υποβλήθηκαν τα εξής νομικά ερωτήματα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πάτρας αλλά και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πάτρας:

 

1.-ΑΙΤΗΜΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΡΑΣ (αριθ.πρωτ. 21337-1/1451/18-2-2016 αναφορά Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας).

Με το προαναφερόμενο έγγραφο τέθηκε υπόψιν της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πάτρας το κατωτέρω ερώτημα:

[1. Έχοντας υπόψη το άρθρο 25, παρ. 2α, του Ν.1756/88 (Α΄ 35) αναφέρουμε – θέτουμε υπόψη σας το κατωτέρω νομικό ζήτημα:

  1. Οι αρμοδιότητες του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής (Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.) καθορίζονται από τις διατάξεις του Ν.Δ. 444/70 (Α΄ 39) «Περί αρμοδιοτήτων Λιμενικού Σώματος και σχέσεων προς τας αρμοδιότητας των Σωμάτων Ασφαλείας», του άρθρου 5 που φέρει τίτλο «Αποστολή – αρμοδιότητες του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής» του Ν. 4150/13 (A΄ 102), του Ν. 2575/98 (Α΄ 23) άρθρο 2 παράγραφος 3 με το οποίο καθορίζεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων του Κ.Ο.Κ. στους χώρους των χερσαίων ζωνών λιμένα είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των Λιμενικών Αρχών καταργούμενης κάθε τυχόν άλλης διάταξης καθώς και από τα άρθρα 136 – 140 του Ν.Δ. 187/1973 (Α΄ 261) που συγκροτούν το ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α με τίτλο «Όρια δικαιοδοσίας των Λιμενικών Αρχών».
  2. Στο άρθρο 5 του Ν.Δ. 444/70 ορίζεται ότι «Ειδικώς προκειμένω περί των χώρων περί ων αι υπό παραγράφους 1β, 2, 3 και 4 του άρθρου 3 του παρόντος διατάξεις, δεν περιλαμβάνονται εις την αρμοδιότητα της Λιμενικής Αρχής ο έλεγχος λειτουργίας δημοσίων κέντρων και καταστημάτων εν γένει, έστω και αν ταύτα προεκτείνονται επί θαλασσίου χώρου, …….» (σ.σ. η υπογράμμιση είναι του συντάκτη). Διευκρινιστικά σημειώνεται ότι με το εν λόγω Ν.Δ. καθορίζεται διαφορετική άσκηση αρμοδιοτήτων από το Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. σε περίφρακτους ή άφρακτους χώρους λιμένα.
  • Η Χερσαία Ζώνη Λιμένα (Χ.Ζ.Λ.) Πάτρας έχει επανακαθορισθεί με την αριθμ. 3586 από 12 Μαρτίου 1999 Απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, ενώ ο προσδιορισμός της Ζώνης Λιμένα του Οργανισμού Λιμένα Πατρών Α.Ε. έχει πραγματοποιηθεί με την αριθ. 3431.39/01/01/19-10-01 Υ.Α. (Β΄ 1447/22-10-01), ενώ τμήματα του λιμένα είναι περίφρακτα και άλλα μη περίφρακτα.
  1. Σε μη περίφρακτα τμήματα του λιμένα Πάτρας λειτουργούν δημόσια κέντρα και καταστήματα (υγειονομικού ενδιαφέροντος) των οποίων οι άδειες λειτουργίας εκδίδονται από τον Ο.Λ.ΠΑ. Α.Ε. έχοντας υπόψη τις διατάξεις του Ν. 2323/95 (Α΄145) όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν. 2971/2001 (Α΄ 285) όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
  2. Στο άρθρο 5 του Ν. 3730/08 (Α΄ 262) όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 17 του Ν. 3868/10 (Α΄ 129) ορίζεται ότι «…..Αρμόδιες αρχές για τον έλεγχο εφαρμογής του παρόντος, τη βεβαίωση των παραβάσεων και την επιβολή κυρώσεων είναι οι Διευθύνσεις Δημόσιας Υγείας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, η Δημοτική Αστυνομία, καθώς και οι λιμενικές αρχές στην περιοχή ευθύνης τους». (σ.σ. η υπογράμμιση είναι του συντάκτη) [η εν λόγω ρύθμιση περιλαμβάνεται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄ -ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΙΚΗ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ 3730/2008 ΚΑΙ 3370/2005- άρθρο 17 του Ν. 3868/2010 (Α΄ 129).
  3. Στο άρθρο 17 του Ν. 4177/13 (Α΄ 173) «Κανόνες ρύθμισης της αγοράς προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» καθορίζεται ότι «Αρμόδιες υπηρεσίες για τον έλεγχο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος και των κατ΄ εξουσιοδότηση τους εκδιδομένων υπουργικών αποφάσεων …….. είναι:……… στ) Οι Υπηρεσίες του Λιμενικού Σώματος στη ζώνη δικαιοδοσίας τους» (σ.σ. η υπογράμμιση είναι του συντάκτη).
  4. Κατόπιν των ως άνω εκτεθέντων και προκειμένου να αποσαφηνισθεί η άσκηση των αστυνομικών αρμοδιοτήτων των στελεχών της Υπηρεσίας μας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους αλλά και να διασφαλισθεί η νομιμότητα των ενεργειών τους παρακαλούμε όπως μας γνωρίσετε:
  5. Αν ως περιοχή ευθύνης και ζώνη δικαιοδοσίας όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στις παραγράφους 1.v και vi νοείται το σύνολο του λιμένα (χερσαία ζώνη και θαλάσσιος χώρος) όπως θεσμικά έχει καθοριστεί σε κάθε περίπτωση ανεξάρτητα αν υφίσταται περίφραξη ή όχι και εντός του οποίου δραστηριοποιούνται δημόσια κέντρα και καταστήματα ή αν θα λαμβάνεται υπόψη σε κάθε περίπτωση ο περιορισμός του άρθρου 5 του Ν.Δ. 444/70 όπως περιγράφηκε ανωτέρω στην παράγραφο 1ii.
  6. Αν η Λιμενική Αρχή λαμβάνοντας υπόψη την τελολογική ερμηνεία του Ν.Δ. 444/70 και δη του άρθρου 5 θα απέχει παντελώς από τον έλεγχο λειτουργίας των κέντρων και καταστημάτων εν γένει στην περιοχή δικαιοδοσίας της εφόσον αυτά βρίσκονται σε περιοχή εντός χερσαίας ζώνης λιμένα αλλά μη περίφρακτης (άφρακτης) ή θα προβαίνει σε σχετικούς ελέγχους λειτουργίας των κέντρων και καταστημάτων και σε θετική περίπτωση τι θα περιλαμβάνουν οι έλεγχοι αυτοί (αγορανομικοί, υγειονομικοί κ.α.)].

 

Με την αριθ. 6/16 από 4-3-2016 Γνωμοδότησή του ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πάτρας προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πάτρας γνωστοποίησε τα εξής[11]:

…………………………………………………………………………………………..

[3.Σύμφωνα με τα ανωτέρω και επί των τεθέντων ερωτημάτων σας, στην υλική αρμοδιότητα της Λιμενικής Αρχής περιλαμβάνονται όλα τα ποινικά αδικήματα που τελούνται εντός των ανωτέρω χώρων εξαιρουμένων μόνο, όσον αφορά τους μη περίφρακτους χώρους της χερσαίας ζώνης των λιμένων και τους χώρους κατά μήκος των ακτών που εξομοιώνονται με αυτούς, των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 5 ΝΔ 444/70.Από τα ανωτέρω είναι σαφές ότι οι  εξαιρέσεις αυτές δεν αφορούν την υλική αρμοδιότητα της Λιμενικής Αρχής εντός των περίφρακτων χώρων των λιμένων, η οποία είναι αποκλειστική για όλα τα ποινικά αδικήματα που τελούνται εντός αυτών. Συνεπώς:

Α. Τοπική αρμοδιότητα της Λιμενικής Αρχής για τη διενέργεια προανακριτικών και αστυνομικών πράξεων υφίσταται, εκτός του θαλάσσιου χώρου, των πλοίων και των πάσης φύσεως πλωτών ναυπηγημάτων, στους λιμένες, στις χερσαίες ζώνες αυτών και στους χώρους κατά μήκος των ακτών που εξομοιώνονται με τους λιμένες και τις χερσαίες ζώνες αυτών.

Β.Υλική προανακριτική και αστυνομική αρμοδιότητα έχει η Λιμενική Αρχή για όλα τα ποινικά αδικήματα εντός των περίφρακτων χώρων των λιμένων, ενώ για τους μη περίφρακτους χώρους των λιμένων και για όσους εξομοιώνονται με αυτούς έχει για όλα τα ποινικά αδικήματα, εκτός από αυτά που εξαιρούνται από το άρθρο 5 του ΝΔ 444/1970, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο έλεγχος της λειτουργίας δημοσίων κέντρων και καταστημάτων, έστω και αν αυτά προεκτείνονται επί θαλασσίου χώρου.

Γ. Σε περίπτωση αμφισβητήσεων που αφορούν την τοπική και υλική αρμοδιότητα εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 ΝΔ 444/1970].[12]

 

Έχοντας υπόψη τα ως άνω εκτεθέντα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην αριθ. πρωτ.:2131.24/26738/2019/11-04-2019 εγκύκλιο Υ.ΝΑ.Ν.Π./ΚΛΑΔΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗΣ/ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΛΙΜΕΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (Δ.Λ.Α.)/ΤΜΗΜΑ A΄ (01/2019) με θέμα «Κωδικοποίηση νομοθεσίας για την προστασία αιγιαλού, παραλίας, θάλασσας και ζώνης λιμένα από αυθαίρετες επεμβάσεις-καταλήψεις-έλεγχοι και ενέργειες στελεχών Λιμενικών Αρχών» και συγκεκριμένα στη σελ. 12, η υποσημείωση 5 στην οποία αναγράφεται «Διευκρινίζεται ότι ο διενεργούμενος έλεγχος προς διαπίστωση αυθαίρετων καταλήψεων-υπερβάσεων σε κοινόχρηστους χώρους αιγιαλού-παραλίας-ζώνης λιμένα έμπροσθεν καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος (Κ.ΥΕ.), δε σχετίζεται κατ΄ οιονδήποτε τρόπο με τον έλεγχο λειτουργίας των τελευταίων», εάν αναφέρεται σε μη περίφρακτους λιμένες είναι προδήλως παράνομη και εκτός αρμοδιότητας του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.[13].

 

Περαιτέρω σε ότι αφορά  το περιεχόμενο της αρ.πρωτ.:  2131.24/20930/16/08-03-2016 εγκυκλίου της προαναφερόμενης Διεύθυνσης του Υ.ΝΑ.Ν.Π. με την οποία παρέχονται οδηγίες για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε περίπτωση διαπίστωσης παράνομης «απλής χρήσης» χώρου στον αιγιαλό, στην παραλία, στην χερσαία ζώνη λιμένα (και στους εξομοιωμένους με ζώνη λιμένα χώρους)[14], παραπέμποντας στο άρθρο 296 του Γενικού Κανονισμού Λιμένα (Γ.Κ.Λ.)[15], τονίζεται ότι και αυτή είναι προδήλως παράνομη.

Αυτό γιατί το άρθρο 276  του Γ.Κ.Λ.[16] έχει καταργηθεί μετά τη δημοσίευση του Ν. 2971/2001 (Α΄ 285)[17] και ειδικότερα με το περιεχόμενο του άρθρου 24[18] αυτού. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται διάταξη εν ισχύ στον Γ.Κ.Λ. στην προκειμένη περίπτωση ώστε να πραγματοποιείται επίκληση του άρθρου 296. Η χρήση των άρθρων 295 και 296 του Γ.Κ.Λ. πρέπει να πραγματοποιείται εάν και εφόσον υπάρχουν διατάξεις εν ισχύ του Γ.Κ.Λ. και μάλιστα η χρήση θα πρέπει να πραγματοποιείται με φειδώ, καθώς έχουν εκδοθεί Γ.Κ.Λ. που ρυθμίζουν ειδικότερα θέματα, καταργώντας σχετικές διατάξεις του συγκεκριμένου Γ.Κ.Λ.

Επισημαίνεται ότι ο Γ.Κ.Λ.[19] στο προοίμιο του επικαλείται τις διατάξεις του Ν.Δ. 444/70 (Α΄ 39) [οι οποίες αναφέρθηκαν προγενέστερα] και οι οποίες καθορίζουν λεπτομερώς το χώρο αλλά και τη φύση των αρμοδιοτήτων που τα στελέχη του ασκούν σε συνδυασμό με τις  διατάξεις των άρθρων 141-157 του Ν.Δ. 187/1973 (Α΄ 261)[20] τις οποίες επίσης επικαλείται. Επιπρόσθετα στο άρθρο 1 του Γ.Κ.Λ. ορίζεται ότι:

[«Ο παρών «Γενικός Κανονισμός Λιμένος»…….ισχύει εις τη χερσαία και θαλάσσια ζώνη του, τους λιμένες, τους όρμους, καθώς και τη θαλάσσια έκταση της περιοχής δικαιοδοσίας της Λιμενικής Αρχής και των υφισταμένων της Λιμενικών Σταθμών και Υπαλλήλων Λιμένος, καθώς αυτή καθορίζεται από τις κείμενες διατάξεις και περιέχει διατάξεις κοινές μεταξύ όλων των Λιμενικών Αρχών»].

Το εν λόγω άρθρο σε συνδυασμό με τα άρθρα 137-140 του Ν.Δ. 187/1973 (Α΄ 261), οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για το συγκεκριμένο ζήτημα οι Λιμενικές Αρχές σε μη περίφρακτους λιμένες αλλά και σε περίφρακτους λιμένες που δεν είναι σύννομα περιφραγμένοι, ήτοι δεν έχει ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία περίφραξης που καθοριζόταν στις διατάξεις του Α.Ν. 2344/1940 (Α΄ 154)[21] αλλά και του Ν. 2971/2001[22] σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της αριθ. 80/1997  Γνωμοδότησης του ΝΣΚ/Τμήμα Γ΄, δεν μπορούν να επιβάλλουν τις διοικητικές κυρώσεις όπως έχει ορίσει η σχετική εγκύκλιος της Δ.Λ.Α., καθώς ο έλεγχος λειτουργίας Κ.Υ.Ε. εκπίπτει των αρμοδιοτήτων του[23].

Ακόμη θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η έκδοση άδειας Κ.Υ.Ε. αρμοδίως, πραγματοποιείται εφόσον έχουν συγκεντρωθεί οι προβλεπόμενες εγκρίσεις από τις κατά νόμο σχετικές Υπηρεσίες. Εν ολίγοις η άδεια αποτελεί το αποτέλεσμα μίας σύνθετης διοικητικής ενέργειας, στην οποία περιλαμβάνεται και η παραχώρηση χώρου για την άσκηση δραστηριοτήτων που σχετίζονται με λειτουργία Κ.Υ.Ε.

Κατά συνέπεια ο έλεγχος για την παραχώρηση χώρου για τη λειτουργία Κ.Υ.Ε. και εάν αυτός είναι εντός των καθοριζομένων ορίων χωροταξικά οδηγεί σε έλεγχο της λειτουργίας Κ.Υ.Ε., κάτι το οποίο όπως επισημάνθηκε εκπίπτει των αρμοδιοτήτων του ΛΣ.-ΕΛ.ΑΚΤ, εάν αναφερόμαστε σε μη περίφρακτους λιμένες ή σε λιμένες που η περίφραξη που έχει πραγματοποιηθεί δεν είναι σύννομη όπως αναφέρθηκε παραπάνω[24].

Τονίζεται ακόμη ότι στο πλαίσιο άσκησης καθηκόντων Διοικητικής Αστυνομίας των στελεχών του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. και έχοντας υπόψη την παραγρ. Ε του άρθρου 141 του Ν.Δ. 187/73 (Α΄ 261), όπου καθορίζεται η παρακολούθηση της εφαρμογής των διατάξεων της νομοθεσίας περί Δημοσίων Κτημάτων, αυτή σε καμία περίπτωση δεν αφορά τον έλεγχο λειτουργίας Κ.Υ.Ε. σε ότι αφορά τη χρήση χώρων για τραπεζοκαθίσματα, ομπρέλες κ.λπ. εάν ληφθεί συμπληρωματικά υπόψη και το άρθρο 3 παραγρ. 24[25] του Ν. 2242/1994  (Α΄  162)[26].

  1. ΑΙΤΗΜΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΡΑΣ (αριθ.σχεδ.:4599, αριθ. φακ.: 211.4-1/2014/26-05-2014 αναφορά Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας).

Με το προαναφερόμενο έγγραφο τέθηκε υπόψιν της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πάτρας το κατωτέρω ερώτημα:

……………………………………………………………………………………………………………………………………

[2.Το τελευταίο όμως χρονικό διάστημα έχει παρατηρηθεί σε αρκετές ποινικές υποθέσεις που καλείται να διερευνηθούν από την Υπηρεσία μας, κυρίως κατά την αυτόφωρη διαδικασία ότι οι καλούμενοι προς διορισμό διερμηνείς για εξέταση αλλοδαπών μαρτύρων ή κατηγορουμένων σύμφωνα με το άρθρο 233 του Κ.Π.Δ. επικαλούνται κώλυμα ή ακόμα και άρνηση προσέλευσης στο αρμόδιο γραφείο του Κεντρικού λιμεναρχείου Πάτρας με τη δικαιολογία της μη καταβολής της προβλεπόμενης χρηματικής αποζημίωσης για την παρεχόμενη από αυτούς υπηρεσία.

3.Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία εκ μέρους της Υπηρεσίας μας εξέτασης βασικών αλλοδαπών μαρτύρων ή και κατηγορουμένων και κατά συνέπεια την περιορισμένη ή ελλιπή συλλογή απαραίτητων ενδεχομένως στοιχείων που πρέπει να συμπεριληφθούν στην προς υποβολή σχηματιζόμενη ποινική δικογραφία.

4.Επιπρόσθετα αναφέρεται ότι από επικοινωνία που πραγματοποιήθηκε μεταξύ στελεχών του Κ.Λ.Πάτρας και της αρμόδιας υπηρεσίας στη Δικαστική Αρχή Πατρών, γνωστοποιήθηκε στα πρώτα ότι η αριθ. 2/71263/0022 ΚΥΑ με θέμα «Αποζημίωση διερμηνέων» και ειδικότερα η παράγραφος 1 αυτής που αναφέρεται στην αποζημίωση διερμηνέων κατά τη διάρκεια της προδικασίας καλύπτει μόνο τις εξετάσεις με διερμηνέα που πραγματοποιούνται από Δικαστικούς Λειτουργούς και μόνο.

5.Κατόπιν των ανωτέρω λαμβάνοντας υπόψη τα άρθρα 233 κ.ε., 243 κ.ε. του Κ.Π.Δ. παρακαλούμε όπως μας χορηγηθούν οδηγίες-εντολές ώστε στο πλαίσιο πραγματοποίησης προανακριτικών πράξεων να εξασφαλίζεται  η συλλογή των απαραίτητων και αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων ώστε να διευκολυνθεί το έργο σας αλλά παράλληλα να υποβοηθεί-διευκολυνθεί η Υπηρεσία μας στην περαιτέρω διερεύνηση-συμπλήρωση πολλών ποινικών υποθέσεων].

 

Με την αριθ. 6329/14-11-2014 Γνωμοδότησή του ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πάτρας προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πάτρας γνωστοποίησε τα εξής:

…………………………………………………………………………………………..

[Α)Αν οι διερμηνείς που περιλαμβάνονται στο Βούλευμα περί διερμηνέων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών επικαλούνται κώλυμα ή αρνούνται να παρουσιαστούν στο αρμόδιο γραφείο ανάκρισης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας με τη δικαιολογία της μη καταβολής σ΄αυτούς της προβλεπόμενης χρηματικής αποζημίωσης για την παρεχόμενη απ΄ αυτούς υπηρεσία, θα συντάσσετε γι΄ αυτούς ξεχωριστή αναφορά, την οποία θα υποβάλλετε στον εκτελούντα χρέη υπηρεσίας Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών, μαζί με τη σχηματισθείσα κατά την αυτόφωρη διαδικασία δικογραφία, αναφέροντας σ΄ αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια πότε και ποιος εκ των υπηρετούντων Λιμενικών επικοινώνησε με το διερμηνέα και για ποιους λόγους ο τελευταίος δεν παρουσιάστηκε στην υπηρεσία σας. Ειδικότερα, αναφορικά με την υποχρέωση αποδοχής καθηκόντων διερμηνέα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 235 του ΚΠΔ «Ο διερμηνέας που διορίστηκε νόμιμα είναι υποχρεωμένος να αποδεχτεί την εντολή, εκτός αν συντρέχει ένας από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 190. Εναντίον εκείνου που χωρίς εύλογη αιτία αρνείται την εντολή εφαρμόζονται αναλόγως οι κυρώσεις των άρθρων 201 και 202 που προβλέπονται για τους Πραγματογνώμονες». Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 201 & 1 του ΚΠΔ «Ο πραγματογνώμονας που δεν παρέδωσε την έκθεσή του μέσα στην προθεσμία που του ορίστηκε, καθώς και εκείνος που έδειξε αμέλεια κατά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, απειλούνται με πρόστιμο 1.000-20.000 δραχμών [δύο ευρώ και ενενήντα λεπτών (2,90) έως πενήντα εννέα (59) ευρώ], καθώς και με την πληρωμή των εξόδων και των τυχόν ζημιών», κατά δε τυη διάταξη του άρθρου 201 & 2 του ΚΠΔ «Η καταδίκη σε πρόστιμο και η πληρωμή των εξόδων και ζημιών που καθορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο επιβάλλονται με διάταξη εκείνου που διόρισε τον αμελή πραγματογνώμονα, ο οποίος καλείται πριν από εικοσιτέσσερις ώρες να εμφανιστεί για να εκθέσει τις εξηγήσεις του είτε ο ίδιος είτε διαμέσου του συνηγόρου του. Κατά της διάταξης που εκδόθηκε επιτρέπεται προσφυγή μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση της στο δικαστικό συμβούλιο, που αποφασίζει ανεκκλήτως», και περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 201 &3 του ΚΠΔ «Το συμβούλιο πλημμελειοδικών μπορεί να διαγράψει από τον πίνακα του άρθρου 185 όποιον τιμωρήθηκε σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους. Ο διαγραμμένος δεν μπορεί να περιληφθεί  πάλι στον πίνακα, πριν περάσει τριετία», ενώ το άρθρο 202 του ΚΠΔ αναφέρει τις κυρώσεις σε Πραγματογνωμόνες που διορίστηκαν στο ακροατήριο.

Β) Αναφορικά με τις οδηγίες για τη διενέργεια των αναγκαίων ανακριτικών πράξεων, κατ΄ άρθρο 243 & 2 ΚΠΔ, θα πρέπει να επικοινωνείτε τηλεφωνικά με τον Εισαγγελέα Υπηρεσίας, ο οποίος, θα σας δίνει τις δέουσες οδηγίες για τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων επί αυτεπαγγέλτου προανακρίσεως, κατ΄ άρθρο 243 &2 ΚΠΔ, τις οποίες υποχρεούστε να τηρήσετε για τη συλλογή του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, στις οποίες θα εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, η διενέργεια ερευνών, κατασχέσεων, η διαβίβαση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής κλπ.].

 

  1. ΑΙΤΗΜΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ ΠΑΤΡΑΣ (αριθ.σχεδ.: 9495, αριθ. φακ.:432.5/14/07-10-2014 αναφορά Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας).

Με το προαναφερόμενο έγγραφο τέθηκε υπόψιν της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πάτρας το κατωτέρω ερώτημα:

[Α) Στον Λιμένα της Πάτρας από τις Ιταλικές Αρχές επιστρέφονται παράνομοι μετανάστες οι οποίοι εντοπίζονται, κατά την εκφόρτωση των Ε/Γ-Ο/Γ πλοίων που εκτελούν πλόες της γραμμής Πάτρας-Ιταλίας και αντίστροφα, είτε άνευ ταξιδιωτικών εγγράφων κρυμμένοι σε φ/γ οχήματα ή στα αξόνια αυτών, ή έχοντας στην κατοχή τους πλαστά ταξιδιωτικά έγγραφα και παραδίδονται στον Πλοίαρχο του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου από το οποίο εξήλθαν, προς επιστροφή τους στο λιμένα Πατρών. Επισημαίνεται, ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών εντοπίζεται από τις Ιταλικές Αρχές σε ελέγχους που πραγματοποιούνται μακριά από το πλοίο, εντός του Ιταλικού εδάφους. Παρακαλούμε όπως μας παράσχετε οδηγίες σχετικά με τον χειρισμό των υποθέσεων αυτών, καθώς κατά την παράδοση των εν λόγω επιστρεφομένων παράνομων μεταναστών στην Υπηρεσία μας, έχει παρέλθει το χρονικό όριο της αυτόφωρης διαδικασίας για τις αξιόποινες πράξεις, τις οποίες τέλεσαν, ήτοι αυτή της παράνομης εξόδου από τη χώρα άνευ ταξιδιωτικών εγγράφων ή (διαζ) με χρήση πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων.

  • Συγκεκριμένα, παρακαλούμε όπως τύχουμε εντολών – οδηγιών στα ακόλουθα ερωτήματα:

i)Θα ακολουθείται μόνο η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία διοικητικής απέλασης;

ii)Εκτός της διαδικασίας διοικητικής απέλασης, θα σχηματίζεται και ποινική Δικογραφία για κάθε επιστρεφόμενο, η οποία θα υποβάλλεται ως προανακριτικό υλικό;   Σε θετική περίπτωση η εντολή σας θα θεωρείται πάγια ή θα πρέπει κάθε φορά να ενημερώνεται προηγουμένως ο εκάστοτε αρμόδιος Εισαγγελέας Υπηρεσίας:

iii)Επιπροσθέτως, παρακαλούμε όπως δοθούν εντολές χειρισμού παράνομων μεταναστών, οι οποίοι δεν είναι κάτοχοι υπηρεσιακών σημειωμάτων και στο πλαίσιο εφαρμογής της διοικητικής διαδικασίας πρέπει να παραδοθούν στο Τμήμα Αλλοδαπών Αστυνομικής Δ/νσης Αχαΐας, καθώς με δεδομένο ότι τα χρονικά όρια του αυτοφώρου έχουν παρέλθει, τίθεται ζήτημα δικονομικής φύσεως, σχετικά με τον τρόπο κράτησης τους στην Υπηρεσία μας, που πολλές φορές ξεπερνά και ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο, έως και την παράδοση τους στο ανωτέρω Τμήμα.

Β)Με την έναρξη λειτουργίας του νέου Λιμένα Πατρών και την ύπαρξη πολλαπλών ζωνών εντός αυτού, από το σημείο της εξωτερικής οριογραμμής του επί της οδού Ακτής Δυμαίων έως και τη ζώνη επιβίβασης και φόρτωσης επί των πλοίων, έχει βελτιωθεί η αστυνόμευση και καθίσταται ευχερέστερος ο εντοπισμός των αλλοδαπών που προσπαθούν να εισέλθουν παράνομα προκειμένου προσεγγίσουν φορτηγά-οχήματα, τα οποία πρόκειται να φορτωθούν σε Ε/Γ-ΟΓ πλοία της γραμμής. Παρά ταύτα και λόγω του γεγονότος, ότι τα φορτηγά-οχήματα πριν εισέλθουν του λιμένα πραγματοποιούν ολιγόλεπτες στάσεις στους σηματοδότες που βρίσκονται κατά μήκος της οδού Ακτής Δυμαίων και στη γεφυροπλάστιγγα, έχει αυξηθεί υπερβολικά ο αριθμός των μεταναστών που εκμεταλλευόμενοι τις στάσεις που αναφέρθηκαν, κρύβονται πρόχειρα στα ημιαξόνια-μπαγαζιέρες-αεροτομές ή και στους χώρους των φορτίων των προαναφερόμενων φορτηγών και οι οποίοι εντοπίζονται από προσωπικό της Υπηρεσίας μας, κατά τη διάρκεια του τελικού ελέγχου στις πύλες εισόδου και προ της επιβίβασης αυτών επί των Ε/Γ-Ο/Γ. Αποτέλεσμα της ενεργείας τους αυτής  4είναι να σχηματίζονται Δικογραφίες για παράβαση του άρθρου 83 παρ. 1 του Ν. 3386/05, σε βάρος των αλλοδαπών, που πολλές φορές μάλιστα πρόκειται για ανήλικους, οι οποίοι κατόπιν Εισαγγελικής Παραγγελίας δεν προσάγονται λόγω της ανηλικότητας, ενώ οι οδηγοί των οχημάτων δεν συλλαμβάνονται, καθότι από την προανάκριση δεν προκύπτει καμία ένδειξη ενοχής.

  • Κατόπιν τούτων και λαμβανομένου υπόψη του όγκου των Δικογραφιών, που η Υπηρεσία μας καλείται καθημερινά να σχηματίσει για απόπειρα παράνομης εξόδου από τη χώρα με χρήση πλαστών ταξιδιωτικών εγγράφων, μεταφορές κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 4251/.2014, κατοχή – διαμετακόμιση ναρκωτικών ουσιών κατά παράβαση του ν. 4139/2013, λαθρεμπορία κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 2960/2001 ΄΄Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας΄΄, ασθένειες και ατυχήματα που αφορούν σε ναυτικούς καθώς και για κάθε ποινικό αδίκημα που σημειώνεται εντός των ορίων αρμοδιότητας μας παρακαλούμε όπως:

Μας παράσχετε οδηγίες, σχετικά με τον χειρισμό υποθέσεων στις οποίες οι παράνομοι μετανάστες εντοπίζονται πρόχειρα κρυμμένοι στα ημιαξόνια-μπαγκαζιέρες-αεροτομές ή και στους χώρους των φορτίων των φορτηγών-οχημάτων, έτσι ώστε να επιτευχθεί αποσυμφόρηση του όγκου των Δικογραφιών αυτού του είδους, με παράλληλη μείωση των προσαγόμενων ενώπιον σας].

 

Με την αριθ. 6995/13-10-2014 Γνωμοδότησή του ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πάτρας προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πάτρας γνωστοποίησε τα εξής:

…………………………………………………………………………………………

[Σύμφωνα με το άρθρο 83 Ν. 3386/2005, ως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 4 παρ. 14 Ν. 3875/2010 και  121 παρ. 13 ν. 4249/2014 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 139 παρ. 2 Ν.  4251/2014: «1.Ο υπήκοος τρίτης χώρας, που εξέρχεται ή επιχειρεί να εξέλθει από το ελληνικό έδαφος ή εισέρχεται ή επιχειρεί να εισέλθει σε αυτό χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση και επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, αν αυτός που επιχειρεί να αναχωρήσει λαθραίως καταζητείται από τις δικαστικές ή αστυνομικές αρχές ή υπέχει φορολογικές ή πάσης φύσεως άλλες υποχρεώσεις προς το Δημόσιο ή είναι υπότροπος.
2.Αν ο υπήκοος τρίτης χώρας εισέλθει στο ελληνικό έδαφος ή εξέλθει από αυτό χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, στον οποίο αναφέρει σχετικώς χωρίς καθυστέρηση, μπορεί να απόσχει από την ποινική δίωξη για την πράξη αυτήν, οπότε γνωστοποιεί αμέσως την απόφασή του αυτή στον διοικητή της αστυνομικής υπηρεσίας ή λιμενικής αρχής που διαπίστωσε την παράνομη είσοδο ή έξοδο, προκειμένου αυτός, με απόφασή του, να επαναπροωθήσει τον υπήκοο τρίτης χώρας αμέσως στη χώρα προέλευσης ή καταγωγής του. Η έγκριση του εισαγγελέα εφετών μπορεί να δοθεί με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο. Ο διοικητής της αστυνομικής ή λιμενικής αρχής, αφού συντάξει σχετική έκθεση σύλληψης, οδηγεί άμεσα και παραδίδει τον υπήκοο τρίτης χώρας στην αρμόδια διοικητική αρχή για τις διαδικασίες πρώτης υποδοχής, σύμφωνα με το Ν. 3907/2011. Η αρχή  που μεριμνά για τυχόν μέτρο απομάκρυνσης μετά τις διαδικασίες πρώτης υποδοχής, αν η απομάκρυνση δεν πραγματοποιηθεί μέσα σε τρεις μήνες, γνωστοποιεί τούτο στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Στην περίπτωση αυτή, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή του για αποχή από την ποινική δίωξη, ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, εφόσον δεν έχει παρέλθει ένα έτος από την ημέρα της παράνομης εισόδου στη Χώρα του υπηκόου τρίτης χώρας.

2.Σύμφωνα με τα ανωτέρω και επί των τεθέντων ερωτημάτων σας:

Α.Στην περίπτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν εξέλθει χωρίς τις νόμιμες διατυπώσεις από τη Χώρα και επιστρέφονται από τις ξένες αρχές (συνηθέστερα από τις Ιταλικές Αρχές, οι οποίες τους εντοπίζουν κατά την εκφόρτωση των Ε/Γ-Ο/Γ πλοίων της γραμμής Πάτρας-Ιταλίας), κατά κανόνα δεν μπορεί να εφαρμοστεί διαδικασία των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ, καθόσον έχει παρέλθει το χρονικό όριο αυτής, ισχύουν όμως κατά την κρίση μας, οι προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 83 παρ. 2 Ν. 3386/2005 (αποχή, έκθεση σύλληψης, άμεση παράδοση στην αρμόδια διοικητική αρχή) και συνεπώς μπορούν να εφαρμοστούν. Όταν όμως συντρέχει περίπτωση τέλεσης και άλλης αξιόποινης πράξης, πλην αυτής του άρθρου 83 παρ. 1 Ν. 3386/2005, θα σχηματίζεται και θα υποβάλλεται δικογραφία, πάντοτε σε συνεννόηση με τον εκάστοτε εκτελούντα χρέη Εισαγγελέα Υπηρεσίας. Όσον αφορά την κράτηση τους, αυτή δεν μπορεί να λάβει χώρα κατά τις διατάξεις του ΚΠΔ, εφόσον πρόκειται για περίπτωση παρέλευσης των χρονικών ορίων του αυτοφώρου και συνεπώς στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα αφορά συνεννόηση της υπηρεσίας σας με την αρμόδια προς παράδοση τους διοικητική αρχή.

Β.Στην περίπτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που επιχειρούν να εξέλθουν παράνομα από τη Χώρα κρυπτόμενοι λάθρα σε σταθμευμένα φορτηγά που κατευθύνονται προς το λιμένα Πατρών, χωρίς γνώση των οδηγών τους, ισχύουν κατά την κρίση μας, οι προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 83 παρ. 2 Ν. 3386/2005 (αποχή, έκθεση σύλληψης, άμεση παράδοση στην αρμόδια διοικητική αρχή) και συνεπώς μπορούν να εφαρμοστούν, όταν δεν συντρέχει περίπτωση τέλεσης και άλλης αξιόποινης πράξης, οπότε θα σχηματίζεται και θα υποβάλλεται δικογραφία πάντοτε σε συνεννόηση της υπηρεσίας σας με τον εκάστοτε εκτελούντα χρέη Εισαγγελέα Υπηρεσίας.

Γ. Σε περίπτωση που κάποιοι εκ των ανωτέρω υπήκοοι τρίτων χωρών είναι κάτοχοι υπηρεσιακών σημειωμάτων με τα οποία απαγορεύεται η διαμονή τους στο Νομό Αχαΐας, σας γνωρίζουμε τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 182 παρ. 1 ΠΚ, «με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών τιμωρείται όποιος παραβιάζει του περιορισμούς που έχουν επιβληθεί νόμιμα στην ελευθερία της διαμονής και τις σχετικές υποχρεώσεις του». Κατά τη διάταξη αυτή, που προστατεύει το έννομο αγαθό του Κράτους με την ειδικότερη όψη αυτού της πολιτειακής εξουσίας ως κρατικής βουλήσεως, για την αντικειμενική στοιχειοθέτηση του αδικήματος πρέπει να παραβιάζεται περιορισμός διαμονής που έχει τεθεί νόμιμα, ενώ υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος έγκειται στην πρόθεση παραβίασης του περιορισμού διαμονής και περιέχει τη γνώση της νόμιμης επιβολής αυτού, ενώ αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Η παραβίαση της παραπάνω υποχρέωσης μπορεί να τελεσθεί είτε με την αναχώρηση-απομάκρυνση του υπαιτίου από τον τόπο, στον οποίο του ορίστηκε να διαμένει, είτε με την μη αναχώρηση του από τον τόπο, στον οποίο του απαγορεύθηκε η διαμονή, είτε με την επανοδό του για διαμονή, στον τόπο που του απαγορεύθηκε να διαμένει, για όσο χρόνο διαρκεί η απαγόρευση αυτή. (βλ. ΓνωΕισΠρωτΛαρ 864/1994 [Σ.Δασκαλόπουλος] ΠΧ ΜΔ΄ 1321, Α.Κονταξή, Ποινικός Κώδικας, 1991, σελ. 1188). Συνεπώς ως προς το τεθέν ερωτημά σας, θα πρέπει η υπηρεσία σας να διερευνά κατά περίπτωση και πάντοτε σε συνεννόηση με τον εκάστοτε Εισαγγελέα Υπηρεσίας, αν οι κάτοχοι των υπηρεσιακών σημειωμάτων υπήκοοι τρίτων χωρών, στους οποίους δι΄ αυτών έχει απαγορευθεί η διαμονή στο Ν. Αχαΐας, διαμένουν πράγματι σ΄ αυτόν, έχουν δηλαδή ακριβή διεύθυνση κατοικίας, πλήρη (οδός, αριθμός) και υπαρκτή, καθόσον κατά την έννοια της διαμονής πρέπει να εμφανίζεται κάποιου βαθμού σταθερότητα κατοικίας, αφού αυτή (σταθερότητα κατοικίας) συνιστά βασικό στοιχείο της διαβίωσης ενός προσώπου σε ορισμένο τόπο υπό συνθήκες φυσιολογικές (πρβλ. ΓνωΕισΑΠ 4/2010), οπότε στην προκειμένη περίπτωση στοιχειοθετείται το αδίκημα του άρθρου 182 παρ. 1 ΠΚ και δεν διέρχονται απλώς από το Νομό Αχαΐας, προκειμένου  να μεταβούν σε άλλο τόπο].

 

Γ.-ΑΙΤΗΜΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ-ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ (αριθ. πρωτ.: 8717 και 4422/2014 αναφορά Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας):

Με το προαναφερόμενο έγγραφο τέθηκε υπόψιν της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου το κατωτέρω ερώτημα:

[Εφόσον στελέχη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών αιτούνται από την Υπηρεσία μας, κατά τη διαδικασία προανακριτικών πράξεων, τη γνωστοποίηση πληροφοριών είτε προφορικά είτε με χορήγηση φωτοαντιγράφων εγγράφων που περιλαμβάνονται στην σχηματιζόμενη ποινική δικογραφία (π.χ. ταυτοτήτων, αδειών οδήγησης κ.λπ.) είτε ενίοτε αιτούνται την επαφή με τον κατηγορούμενο, αν στις περιπτώσεις αυτές η Υπηρεσία μας θα ανταποκρίνεται ή όχι στα σχετικά αιτήματα της ΕΥΠ κατά τη διάρκεια των προανακριτικών πράξεων που τελούν υπό τη διεύθυνση του αρμόδιου εισαγγελέα και σε θετική περίπτωση βάση ποιας διαδικασίας θα υλοποιείται αυτή (π.χ. θα ενημερώνεται προφορικά ή γραπτά ο αρμόδιος εισαγγελέας επί των αιτημάτων που υποβάλλονται από την ΕΥΠ, κυρίως σε περιπτώσεις αυτόφωρης διαδικασίας στην Υπηρεσία μας και αν θα ακολουθεί προφορική ή γραπτή εντολή του επ΄αυτών].

 

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την αριθ. γνωμ.:7, αριθ. πρωτ.: 3935/16-10-2014 προς το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πάτρας γνωμοδότησε τα εξής:

…………………………………………………………………………………………..

[Εφόσον ζητούνται πληροφορίες προφορικά ή η χορήγηση φωτοαντιγράφων εγγράφων της δικογραφίας, τότε πρέπει να χορηγούνται κατόπιν υποβολής προφορικού ή γραπτού αιτήματος του ειδικά εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου της ΕΥΠ, οι δε αρμόδιοι προανακριτικοί υπάλληλοι και το προσωπικό της ΕΥΠ οφείλουν να τηρούν το απόρρητο της μεταξύ τους επικοινωνίας ως και το απόρρητο του αιτήματος, (άρθρο 6 &1 εδαφ. β΄ του ως άνω νόμου[27]) και επομένως, εφόσον πρόκειται για γραπτό αίτημα, δεν δύναται να αποτελέσει στοιχείο της δικογραφίας, αλλά να παραμένει στο εμπιστευτικό αρχείο, και γι΄ αυτό το λόγο δεν δύναται να καταστεί και αντικείμενο αλληλογραφίας μεταξύ των προανακριτικών υπαλλήλων και του αρμοδίου κατά τόπο εισαγγελέα, οι οποίοι οφείλουν, (άρθρ. 33&1, 34, 243 &&1,2 ΚΠΔ) να ενημερώσουν τον τελευταίο προφορικά αφού αυτός έχει τη γενική διεύθυνση της προανάκρισης και της προκαταρκτικής εξέτασης και επιπλέον έχει ως γενικότερη αποστολή, την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημοσίας τάξης, κατ΄ άρθρο 24 & 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/88).

Εφόσον όμως αιτούνται οι ειδικά εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι της ΕΥΠ την επαφή με τον κατηγορούμενο, δίχως τούτο να θεωρηθεί προανακριτική πράξη, και με δεδομένο ότι η επαφή με τον κατηγορούμενο αφορά θέματα Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, πρέπει προηγουμένως ο αρμόδιος εισαγγελέας του άρθρου 5&3 του ως άνω νόμου[28] να έχει ελέγξει τη νομιμότητα του ως άνω αιτήματος και να έχει δώσει την γραπτή έγκρισή του για να επακολουθήσει η επαφή με τον κατηγορούμενο. Κατά τα λοιπά ισχύον όσα έχουν προεκτεθεί ως προς την τήρηση του απορρήτου του αιτήματος και την ενημέρωση του αρμόδιου κατά τόπο εισαγγελέα].

 

Δ.-ΑΙΤΗΜΑ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ[29]-ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ (αριθ. σχ.147, αριθ. φακ. 512.7/2015/05-01-2015 έγγραφο Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας)

Το Κ.Λ.Πάτρας με το προαναφερόμενο έγγραφό του έθεσε το εξής ερώτημα:

«Στο άρθρο 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 2721/53 (Α΄ 325), ορίζεται ότι «αι αρμόδιαι Τελωνειακαί ή Λιμενικαί Αρχαί υποχρεούνται να αρνώνται την παράδοσιν εμπορευμάτων ή να εμποδίζωσι τον απόπλου πλοίων ή άλλων σκαφών εφόσον δεν επληρώθησαν τα βαρύνοντα αυτά τέλη και δικαιώματα υπέρ του οικείου Λιμενικού Ταμείου» ενώ στο άρθρο 20 παρ. 10 του Ν. 3622/2007 (Α΄ 281) ορίζεται: «Πέραν των ποινών που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, σε περίπτωση οφειλής ή καθυστέρησης απόδοσης των λιμενικών τελών και δικαιώματα υπέρ των φορέων διοίκησης και εκμετάλλευσης των λιμένων (Οργανισμών Λιμένων Α.Ε., Δημοτικών Λιμενικών Ταμείων και Λιμενικών Ταμείων), ανεξάρτητα από το αν αυτά βαρύνουν το πλοίο, τους επιβάτες, τα οχήματα ή τα φορτία και ανεξαρτήτως των υπόχρεων καταβολής αυτών, οι κατά τόπους Λιμενικές Αρχές, μετά από αιτιολογημένη αίτηση του οικείου φορέα μπορούν να απαγορεύουν τον απόπλου των πλοίων» και ειδικότερα ποια από τις δύο διατάξεις τυγχάνει εφαρμογής.

 

Το Ν.Σ.Κ. με την αριθ. 208/2015 Γνωμοδότησή του (Β΄ Τακτική Ολομέλεια) σε απάντηση του υπ. αριθ. πρωτ.:3113.1/04/8-5-2015 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής & Ναυτιλιακών Επενδύσεων, Δ/νση Λιμενικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού (ήδη Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής) επί του ερωτήματος (περιληπτικά):

Εάν επί οφειλών από λιμενικά τέλη, που βαρύνουν το πλοίο, η Λιμενική Αρχή υποχρεούται να απαγορεύει τον απόπλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 2721/1953, ή δύναται να απαγορεύει αυτόν κατόπιν  αιτιολογημένης αίτησης του οικείου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα (Οργανισμός Λιμένος Α.Ε., Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο, Λιμενικό Ταμείο) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 10 του ν. 3622/2007,

…………………………………………………………………………………………..

Γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία ότι η Λιμενική Αρχή δύναται να απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου, που βαρύνεται με τέλη και δικαιώματα, κατόπιν αιτιολογημένης αίτησης του οικείου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα κατ΄ άρθρο 20 παρ. 10 του ν. 3622/2007.

 

Επίσης την ίδια χρονική περίοδο στο ΦΕΚ[30] δημοσιεύτηκαν και οι κατωτέρω πράξεις του Κεντρικού Λιμεναρχείου  Πάτρας:

Α.-Αριθ. 511.25/2015/3156/2015 Απόφαση Κεντρικού Λιμενάρχη Πάτρας «Ανώτατο όριο ταχύτητας πλοίων στον Πατραϊκό κόλπο που αποπλέουν και καταπλέουν στο λιμένα Πατρών», (ΦΕΚ 593 Β΄/2015).

Β.-Αριθ. 2223.9/705/2016 Απόφαση Κεντρικού Λιμενάρχη Πάτρας «Διαχείριση θαλάσσιας κυκλοφορίας λιμένα Πάτρας», (ΦΕΚ 374 Β΄/2016).

Γ.-Αριθμ. 2132.25/2320/2016 Απόφαση Κεντρικού Λιμενάρχη Πάτρας «Καθορισμός θέσεων αλιείας στο λιμένα Πάτρας», (ΦΕΚ 994 Β/2016).

Για την έκδοση των προαναφερόμενων πράξεων πραγματοποιήθηκε χρήση των εξουσιοδοτικών διατάξεων του Γ.Κ.Λ., ήτοι των άρθρων 295[31] και 296[32].

 

Δ.- Αριθ. 2415.9/77589/2016 Απόφαση Αρχηγού Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.  «Εξουσιοδότηση υπογραφής σε υφιστάμενα όργανα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας», (ΦΕΚ 3058 Β/2016), [ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΣΦΑΛΜΑΤΩΝ, (ΦΕΚ 3162 Β/2016)].

Για τη συγκεκριμένη πράξη πραγματοποιήθηκε χρήση της εξουσιοδοτικής διάταξης του Ν. 4150/2013 (Α΄ 102) και δη του άρθρου 6[33] παραγρ. 5[34]

Ε.-ΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

Στην  παρούσα ενότητα θα επισημανθούν νομικά κείμενα και ειδικότερες διατάξεις οι οποίες θα πρέπει ή να αναθεωρηθούν, είτε να εφαρμοστούν, είτε να εφαρμοστούν  βάσει γενικότερων αρχών που διέπουν τη δράση της δημόσιας διοίκησης, έχοντας υπόψη διεθνή νομικά κείμενα που έχουν ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη συμφώνως με το άρθρο 28 του Συντάγματος (Σ)[35], καθώς και τη νομολογία όπως έχει αυτή εκδοθεί από Δικαστικές Αρχές (Εθνικές η Ευρωπαϊκές) ή και Εισαγγελικές Αρχές. Συγκεκριμένα:

 

1.- Κανονισμός αριθ. 040/2014 με θέμα «Κύρωση Κανονισμού Λειτουργίας Λιμενικών Αρχών» (Α΄ 102)[36].

α.-Με το άρθρο 41 παραγρ. 5 του εν λόγω Κανονισμού παρέχεται στα στελέχη του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.  η δυνατότητα προσαγωγής σε Λιμενική Αρχή ατόμου το οποίο […….. είτε δημιουργούν, εξαιτίας του τόπου, του χρόνου, των συνθηκών ή και της συμπεριφοράς τους, υπόνοιες διάπραξης εγκληματικής ενέργειας. Τα προσαγόμενα στο λιμενικό κατάστημα άτομα πρέπει να μη παραμένουν σ’ αυτό πέραν του χρόνου ο οποίος είναι απολύτως αναγκαίος για το σκοπό για τον οποίο προσήχθησαν. Στις περιπτώσεις που υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες ενοχής ατόμων στη διάπραξη εγκλήματος, δύναται αυτά να προσκληθούν ή να προσαχθούν για εξέταση στην Υπηρεσία].

Ερώτημα τίθεται πως είναι δυνατόν να προβλέπεται σε Υπουργική Απόφαση (Υ.Α.) που καθορίζει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των Λιμενικών Αρχών τέτοια διάταξη, η οποία πάρα πολύ εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρότατη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και διατάξεων του Σ.

Στην Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.) υφίσταται παρεμφερής διάταξη στο Προεδρικό Διάταγμα (Π.Δ.) 141/91 (Α΄ 98)[37], αλλά όπως είναι γνωστό τα Π.Δ. τυγχάνουν επεξεργασίας από το ΣτΕ.

β.-Στον ίδιο Κανονισμό στο άρθρο 5 με τίτλο «Λιμενάρχης»[38], καθορίζονται τα καθήκοντα του Λιμενάρχη, και γενικότερα το θεσμικό πλαίσιο δράσης του. Το συγκεκριμένο άρθρο μετά την έκδοση των διαταγών περί Σ.ΜΕ.Α.Τ. (Σχέδιο Μέτρων Αστυνόμευσης Τάξης) από το Α.Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤΚ./Δ.Λ.Α., τον υποκαθιστά, περιορίζοντας αν όχι δεσμεύοντας τον στην άσκηση των καθηκόντων του, καθώς ως εκ του νόμου αρμόδιος για τον χειρισμό θεμάτων που απασχολούν τη Λιμενική Αρχή, δέχεται δεσμευτικές οδηγίες-εντολές από στελέχη που πάρα πολλές φορές δεν διαθέτουν την ανάλογη τεχνογνωσία και το νομικό υπόβαθρο να αξιολογήσουν σχετικές καταστάσεις.

 

2.-Έκδοση Σχεδίου Ασφαλείας Λιμένος (Σ.Α.Λ.)

Στο άρθρο 18 με θέμα Γραφείο Ασφάλειας – Επιτελικού» του αριθ. 040/2014 (Α΄ 102), ορίζεται ότι:

………………………………………………………………………………………………………….

«1.Οι αρμοδιότητες του Γραφείου Ασφάλειας-Επιτελικού είναι οι ακόλουθες: α) Η πρόληψη, καταστολή και δίωξη των ποινικών αδικημάτων στην περιοχή δικαιοδοσίας της Λιμενικής Αρχής.

β) Η λήψη των ενδεικνυομένων μέτρων ασφαλείας, σύμφωνα με το Σχέδιο Ασφάλειας Λιμένος (Σ.Α.Λ.), για τις λιμενικές και λοιπές εγκαταστάσεις, τα πλοία και πλωτά ναυπηγήματα, η λήψη μέτρων για την ασφάλεια των εργαζομένων ή των διακινουμένων στο λιμένα, στα πλοία και γενικά στην περιοχή δικαιοδοσίας της Λιμενικής Αρχής ατόμων καθώς και την προστασία των περιουσιακών τους στοιχείων».

…………………………………………………………………………………………..

Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο του εν λόγω άρθρου οι Λιμενικές Αρχές, έχουν διαταχθεί από το Α.Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. να εκπονήσουν Σ.Α.Λ.

Περαιτέρω στο ίδιο άρθρο και δη στην παραγρ. (μ), ορίζεται ότι:

……………………………………………………………………………………………………………

«μ) Η μέριμνα για την εφαρμογή από τους κατά το νόμο υπεύθυνους των απαιτήσεων του Κανονισμού 725/2004 ΕΚ και της Οδηγίας 2005/65ΕΚ, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, σχετικά με την πρόληψη έκνομων ενεργειών σε πλοία, λιμενικές εγκαταστάσεις και λιμένες. Οι σχετικές ενέργειες αφορούν ιδίως: αα) Την τήρηση αρχείου με την σχετική ενωσιακή, διεθνή και εθνική νομοθεσία καθώς και τις σχετικές εγκυκλίους και διαταγές».

………………………………………………………………………………………….

Προξενεί μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι σε λιμένες της Χώρας όπου εφαρμόζονται οι διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), καθώς και οι σχετικές συναφείς Οδηγίες της Ε.Ε. όπου όπως είναι γνωστό οι Κανονισμοί έχουν άμεση, καθολική και δεσμευτική ισχύ βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας[39], να απαιτείται από τις Λιμενικές Αρχές η εκπόνηση  Σ.Α.Λ., καθώς ο σχεδιασμός που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο εφαρμογής του δικαίου της Ε.Ε. καλύπτει τα θέματα ασφαλείας που απασχολούν τους λιμένες και αφού έχουν προηγηθεί σχετικές μελέτες όπως ορίζεται από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο.

 

3.-Διενέργεια διοικητικών διερευνήσεων

Στο άρθρο 31 παραγρ. 5α του Π.Δ. 13/2018 (Α΄ 26)[40] «Οργανισμός Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής», χρησιμοποιείται ο όρος «διοικητικές διερευνήσεις»[41], χωρίς να υφίσταται νομικό πλαίσιο που να καθορίζει τον τρόπο διενέργειας αυτών[42], αλλά ούτε και υφίσταται νομική διάταξη για την έκδοση Ημερήσιας Διαταγής (Η.Δ.) αρμοδίως για την πραγματοποίηση αυτών όπως συμβαίνει στον Κανονισμό Ενόρκων Διοικητικών Διερευνήσεων (Ε.Δ.Ε.)[43].

Κατά συνέπεια η πραγματοποίηση αυτών στερείται νομικού  ερείσματος και δεν παράγουν απολύτως κανένα νομικό αποτέλεσμα.

 

4.-Παραγγελίες Εισαγγελιών Ναυτοδικείων για τη διενέργεια  Προκαταρκτικών Εξετάσεων ή και Προανακρίσεων από τις Περιφερειακές Διοικήσεις του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.

Οι προαναφερόμενες Εισαγγελίες διαβιβάζουν σχετικές παραγγελίες για τη διενέργεια  Προκαταρκτικών Εξετάσεων ή και Προανακρίσεων από τις Περιφερειακές Διοικήσεις του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., με την εντολή αυτές να πραγματοποιηθούν από στελέχη των Υπηρεσιών τους που θα οριστούν για το συγκεκριμένο σκοπό.

Οι τελευταίες όμως τις διαβιβάζουν σε υφιστάμενες Λιμενικές Αρχές που ανήκουν στην περιοχή δικαιοδοσίας τους, προκειμένου να εκτελέσουν τις σχετικές εντολές στελέχη από αυτές κάτι που δεν προβλέπεται από το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο.

Επί του συγκεκριμένου θέματος και ειδικότερα ότι δεν υφίσταται αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο για τις συγκεκριμένες ενέργειες των Περιφερειακών Διοικήσεων Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., απεφάνθη το Πενταμελές Ναυτοδικείο Πειραιώς με τη αριθ. αποφ.: 317/2018.

 

5.-Εφαρμογή άρθρου 73 Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (Σ.Π.Κ.)[44] από το Αρχηγείο Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.

Στο πλαίσιο της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθείται για τα στελέχη του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές[45]. Παρόλο που μεγάλο μέρος αυτών ακυρώνεται από τη Διοικ            ητική Δικαιοσύνη (Διοικητικά Εφετεία, ΣτΕ), ποτέ δεν παραπέμπονται έχοντας υπόψη την παραπάνω διάταξη στελέχη του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. που κίνησαν την πειθαρχική διαδικασία και επέβαλαν τις αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές, για παράβαση του εν λόγω άρθρου από τις Εισαγγελικές Αρχές των Ναυτοδικείων.

Είναι ευνόητο ότι όταν μία πειθαρχική ποινή ακυρώνεται, αυτόματα οι υπεύθυνοι επιβολής της, ήτοι όσοι έχουν υπογράψει επί του σώματος της απόφασης επιβολής της πειθαρχικής ποινής θα πρέπει να ελεγχθούν ποινικά, ανεξάρτητα λοιπών αστικών ευθυνών που φέρουν, γιατί επέβαλαν πειθαρχική ποινή η οποία ακυρώθηκε.

 

6.-Διενέργεια Ε.Δ.Ε. στο Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.

Στην αριθ. 1141.1/42/2002 Υ.Α. «Κύρωση του Κανονισμού για τη διενέργεια Ένορκων Διοικητικών Εξετάσεων (Ε.Δ.Ε.), [Β΄ 1122/2002] , όπως ισχύει και ειδικότερα στο άρθρο 6 με τίτλο «Πόρισμα Ε.Δ.Ε.» παραγρ. 4 ορίζεται ότι:

…………………………………………………………………………………………

«Το πόρισμα δεν δεσμεύει δεν δεσμεύει εκείνον που διέταξε τα Ε.Δ.Ε. και επομένως, εφόσον διαφωνεί με αυτό έχει το δικαίωμα να διατυπώσει τεκμηριωμένα την γνώμη του στο διαβιβαστικό έγγραφο υποβολής της Ε.Δ.Ε. ή σε ιδιαίτερη αναφορά, την οποία και υποβάλει με το φάκελο της Ε.Δ.Ε.  στα προϊστάμενα υπηρεσιακά κλιμάκια.

Αν ο Αρχηγός ΛΣ διαφωνεί με το πόρισμα ή περιέλθουν στην υπηρεσία νέα στοιχεία δύναται να διατάξει τη διενέργεια νέας Ε.Δ.Ε. για μία επιπλέον φορά, από αρχαιότερο Αξιωματικό ΛΣ από τον διενεργήσαντα την αρχική ΕΔΕ».

Σύμφωνα με την brammers….Nebis in idem europaisehen Kartellecht –Newe Einsichten zu einem Grundatz, Eu ZW 2013, 617-618, βλ. ΔΕΕ Coutmann v. Cmission, απαγορεύεται όχι μόνο η επιβολή δύο πειθαρχικών ποινών, αλλά και η πραγματοποίηση δεύτερης πειθαρχικής διαδικασίας κατά του ίδιου προσώπου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

Στην προκειμένη περίπτωση οποιοδήποτε σχόλιο για την προαναφερόμενη διατύπωση του Κανονισμού Διενέργειας Ε.Δ.Ε. στο Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. και δη την αρμοδιότητα του Αρχηγού Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. εφόσον διαφωνεί με το πόρισμα, να διατάξει νέα Ε.Δ.Ε., παρέλκει.

Σε ότι αφορά την λοιπή διατύπωση κατά την άποψή μου, κινείται εκτός νομιμότητας, καθώς πολύ εύκολα εάν θέλει κάποιος, ή επιθυμεί μπορεί  να δημιουργήσει πρόβλημα στο στέλεχος για το οποίο διενεργείται η Ε.Δ.Ε. Προς επίρρωση των ανωτέρω, αρκεί η σύγκριση του συγκεκριμένου κειμένου με το άρθρο 126 του Ν. 3528/2007 (Α΄  26), με τίτλο «Ένορκη διοικητική εξέταση».

 

7.-Επιβολή πειθαρχικών ποινών εφόσον έχει εκδοθεί τελεσίδικη αθωωτική Απόφαση

Παρατηρείται σε μεγάλη έκταση το φαινόμενο επιβολής πειθαρχικών ποινών σε στελέχη του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., για τα οποία από την ποινική δικαιοσύνη έχει εκδοθεί τελεσίδικη αθωωτική απόφαση. Αυτό πραγματοποιείται γιατί το Α.Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., επικαλείτο κατά το παρελθόν το άρθρο 73 παραγρ. 4 του Ν. 3079/2002 (Α΄ 311) «Κύρωση του Κώδικα του Προσωπικού Λιμενικού Σώματος» [46], περιεχόμενο που παραμένει σε ισχύ και με το Ν. 4204/2017 (Α΄ 184) και ειδικότερα το άρθρο 38 παραγρ. 4 με τον τίτλο «Γενικές διατάξεις»[47].

Η συγκεκριμένη όμως πρακτική, έχει νομολογιακά κριθεί, όπως θα παρατεθεί παρακάτω και ασφαλώς χρειάζεται νέα νομοθετική προσέγγιση επί του θέματος. Συγκεκριμένα:

Α.- Σύμφωνα με την αριθ. 1577/2001 Γνωμοδότηση του τμ. ΣΤ΄ του ΣτΕ («……εφόσον το ποινικό δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν αποδέχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που αποτέλεσαν τη βάση της πειθαρχικής διώξεως και τιμωρίας….προκύπτει δέσμευση για τον πειθαρχικό δικαστή και κατά συνέπεια δεν είναι κατά νόμον δυνατή η θεμελίωση αποδοθέντων στον προσφεύγοντα πειθαρχικών παραπτωμάτων…..») [ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, 2004, σ.395-396].

Β.-Σύμφωνα με την αριθ. 486/1996 Γνωμοδότηση του τμ. ΣΤ΄ του ΣτΕ (Αθώωση από ποινικό δικαστήριο λόγω μη αποδείξεως της κατηγορίας εις βάρος Δ.Υ. δεν καθιστά δυνατή τη θεμελίωση πειθαρχικού παραπτώματος με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά [ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, 1996, σ. 906-907, με σημείωση του Δ. Μπαρδούτσου].

Γ.- Σύμφωνα με την  1313/1997 Γνωμοδότηση του τμ. ΣΤ΄ του ΣτΕ (Απαλλαγή από την πειθαρχική ποινή της δυσμενούς μεταθέσεως εκπαιδευτικού του οποίου……αφού και ο εισαγγελεύς έθεσε στο αρχείο τη σχετική δικογραφία……..) [ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, 1997, σ. 923-924].

Δ.-Σύμφωνα με την αριθ. 1305/2008 Γνωμοδότηση του τμ. ΣΤ΄ του ΣτΕ «…..(Ό)ταν σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, διαπιστώνεται ρητά χωρίς αμφιβολίες ή ύπαρξη ή ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών, αυτά γίνονται δεκτά στην ποινική δίκη όπως στην ποινική απόφαση ή στο αμετάκλητο βούλευμα. Η αυτή δέσμευση γεννάται από αμετάκλητη ποινική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα και για το Συμβούλιο της Επικρατείας……βλ. ΣτΕ 1930/2006, 2770/2006, 250/2006, 1159/2004, 16/2004 … κ.α.» [ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, 2008, σ. 1265-1266.

Ε.-Σύμφωνα με τη νομολογιακή στάση του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση ΄΄ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΟΣ΄΄ [35522/04, 27-09-2007, &&37 επ.], έχει κριθεί ότι η αθώωση από ποινικό δικαστήριο θα πρέπει να γίνει σεβαστή από οποιοδήποτε δικαστήριο αλλά και πειθαρχικό όργανο που ασχολείται εν συνεχεία με τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

ΣΤ.-Όπως παγίως γίνεται δεκτό από τη  νομολογία του ΕΔΔΑ, η αρχή ne bis in idem δεν εφαρμόζεται μόνο σε διαδικασίες ποινικής φύσεως υπό στενή έννοια αλλά και σε κυρωτικές διαδικασίες που δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα όπως οι πειθαρχικές (Grammers…..Ne bis in idem europaisehem Kartelleecht-Neue Einischten zu einem alten Grundsatz, Eu ZW 2013, s. 617-618.

Ζ.-Το τεκμήριο της αθωότητας όπως αυτό αποδεικνύεται κάθε φορά από μία αθωωτική δικαιοδοτική κρίση, υπό τον όρο ότι θα πρόκειται για ταυτόσημες πράξεις στις δύο διαδικασίες (ποινική και πειθαρχική) [Πρβλ. και ΕΔΔΑ Zolotukhin κατά Ρωσίας, 14939/03, 10-02-2009, &82 επ. Επίσης ΣτΕ 2029/2011 [ΝΟΜΟΣ].

Η.- Σύμφωνα με την αριθ. 1900/2014 Απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ «Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) ορίζεται ότι: « Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του». Mε την ανωτέρω διάταξη κατοχυρώνεται, ως διαδικαστική εγγύηση, το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο αποτελεί, κατά την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ειδικότερη έκφανση της καθιερούμενης από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου δίκαιης δίκης, η οποία επιβάλλει να θεωρείται ένα πρόσωπο που κατηγορείται για αδίκημα «ποινικής φύσεως» αθώο μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του από Δικαστήριο και, εν συνεχεία, να γίνεται σεβαστό και να μην αμφισβητείται, μετά την οριστική απαλλαγή του, το αποτέλεσμα αυτό, έστω και με την έκφραση αμφιβολιών, από οποιαδήποτε άλλη δικαστική ή δημόσια αρχή ή εκπρόσωπο του Κράτους (αποφάσεις ΕΔΔΑ της 25 Mαρτίου 1983 … Switzerland, της 10-2-1995 …. France, της 28-1-2005 ….. Turquie, της 19-9-2006 ….. Serbie, της 12-2-2007 …… Belgique, της 27-9-2007 ….. κατά Ελλάδας σκέψεις 28, 29 και 30, της 14-1-2010 …… Croatia, της 15-7-2010 …. Croatia, κ.ά.). Το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής δεν περιορίζεται όμως μόνον στην περίπτωση του προσώπου που έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου στα πλαίσια μιάς ποινικής δίκης, ως φερόμενο να έχει διαπράξει αδίκημα που εντάσσεται συστηματικά στο πλαίσιο της εθνικής ποινικής νομοθεσίας, περίπτωση που αποτελεί κατ΄αρχάς το πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως, αλλά επεκτείνεται υπό προϋποθέσεις και εκτός του πλαισίου αυτού. Ειδικότερα, η ως άνω διάταξη, κατά την σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, δεν αναφέρεται αποκλειστικώς και μόνον σε πράξεις που εντάσσονται, στα απαριθμούμενα από την ποινική νομοθεσία του εθνικού κράτους αδικήματα και τιμωρούμενα ως τοιαύτα από αυτήν, αλλά, υπό προϋποθέσεις, και σε πράξεις που ο εθνικός νομοθέτης χαρακτηρίζει πειθαρχικά παραπτώματα ή διοικητικές κυρώσεις, προβλέποντας την επιβολή τύποις πειθαρχικών κυρώσεων ή διοικητικών μέτρων. Έτσι, σύμφωνα με τη νομολογία του ανωτέρω Δικαστηρίου, μια συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά χαρακτήρα «ποινικής φύσεως», ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής εν γένει του άρθρου 6, εφόσον συγκεντρώνει τρία κριτήρια, που δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά. Τα κριτήρια αυτά άπτονται του χαρακτηρισμού του αδικήματος από την εθνική έννομη τάξη, δηλ. του εάν το αδίκημα διέπεται από διατάξεις του ποινικού δικαίου, της φύσεως του αδικήματος και της βαρύτητας της μέγιστης προβλεπόμενης από τις οικείες διατάξεις κυρώσεως, η οποία θα πρέπει κατ’ αρχήν να οδηγεί σε στέρηση ή περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ, κυρίως της 8-6-1976 ……. , της 28-6-1984 …….. The United Kingdom σκέψεις 66-73, της 24-9-1997 ……. κατά Ελλάδας, της 5-1-2001 ……. the United Kingdom, της 11-2-2003 … . Norway, της 11-2-2003 ………. Norway, της 13-7-2007 ….. France, της 23-8-2011 ….. κατά Ελλάδας, της 12-7-2013 …… United Kingdom κ.ά., πρβλ. ΣτΕ 1405/2007). Συνεπώς, επί αμιγώς πειθαρχικών ή διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων, τα οποία δεν έχουν οποιοδήποτε σύνδεσμο με παράλληλη ή προηγηθείσα ποινική διαδικασία και στις οποίες δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε τέτοια διαδικασία, δεν γεννάται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (βλ. ΕΔΔΑ αποφ. της 13-7-2007……….. , πρβλ. και αποφάσεις της 11-2- 2003…. Norway σκέψη 39, της 27-9-2007 ……… κατά Ελλάδας σκέψη 30, της 15-7-2010 …… Croatia σκέψη 43, της 14-1-2010…. Croatia σκέψη 37, της 12-7-2013…. United Kingdom σκέψεις κυρίως 92-94, 97-99, 100,101, 104, 119, 124, εξ αντιδιαστολής απόφαση της 12-4-2011 ….. Turkey σκέψη 34).

Επιπρόσθετα και καθώς η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) όπως έχει με το Ν.Δ. 53/1974 (Α΄ 256)[48] ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη βάσει του άρθρου 28 παραγρ. 1 του Σ. υπερισχύει κάθε άλλης διάταξης νόμου. Κατά συνέπεια λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 6 παραγρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που καθιερώνει το τεκμήριο της αθωότητας δεν μπορούν να εφαρμοστούν ούτε οι διατάξεις του Π.Δ. 210/93 (Α΄ 89) «Διατάξεις Πολεμικού Ναυτικού», ούτε και το άρθρο 73 παραγρ. 4 του Ν. 3079/2002 παλαιότερα, αλλά ούτε και το άρθρο 38 παραγρ. 4 του Ν. 4204/2017 (Α΄ 184).

 

8.-Εφαρμογή διατάξεων αριθ. 14 Γ.Κ.Λ. «Περί φόρτωσης οχημάτων στα
οχηματαγωγά πλοία»[49] Και η εφαρμογή των διατάξεων της
SOLAS (Safety of Life as Sea)[50].

Οι διατάξεις του συγκεκριμένου Γ.Κ.Λ. όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει στο βαθμό που ρυθμίζει θέματα που καθορίζονται στη Διεθνή Σύμβαση SOLAS και λαμβάνοντας υπόψη τη διάταξη του άρθρου 28 παραγρ. 1 του Σ. δεν μπορούν να εφαρμοστούν ούτε στο εσωτερικό της Χώρας αλλά ούτε και σε πλοία που φέρουν ξένη σημαία και εκτελούν εσωτερικούς ή και διεθνείς πλόες και δραστηριοποιούνται στη Ελλάδα, αφού υπάρχει νομικό κείμενο με υπέρτερη νομική ισχύ.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η χρήση των διατάξεων του Ν. 1756/1988 (Α΄ 35), προσφέρει στους ασκούντες προανακριτικά καθήκοντα υπαλλήλους ένα πάρα πολύ καλό εργαλείο, ώστε να υποβάλλουν αρμοδίως ερωτήματα που σχετίζονται με ζητήματα που αντιμετωπίζουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, είτε αυτά υποβάλλονται στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή είτε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.

Το ίδιο ισχύει και όταν υποβάλλονται αρμοδίως μέσω των αντίστοιχων Αρχηγείων, ερωτήματα στο ΝΣΚ.

Σε κάθε περίπτωση και όπως ανεδείχθη κατά την ανάλυση ανωτέρω, θέματα διοικητικής αστυνομίας του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., πρέπει να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο των νόμων, ή αν υπάρχει αμφιβολία περί της εφαρμογής τους με την υποβολή αντίστοιχων ερωτημάτων αρμοδίως και σε καμία περίπτωση δε χωρούν ερμηνείες στελεχών που έρχονται σε αντίθεση με βασικά νομικά κείμενα, μέσω της έκδοσης εγκυκλίων που υποκαθιστούν νομικές διατάξεις.

Επιπρόσθετα θέματα τα οποία παρουσιάζονται-αναλύονται παραπάνω, πρέπει να προβληματίσουν ως προς τη εφαρμογή τους και ειδικότερα θα πρέπει το νομικό πλαίσιο να επανεξεταστεί.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Η αναφερόμενη στο κείμενο

 

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Η αναφερόμενη στο κείμενο

 

[1] Βλ. άρθρα 3 και 4 του Ν. 4150/2013 (Α΄ 102), «Ανασυγκρότηση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και άλλες διατάξεις».

[2] Βλ. Ν. 4620/2019 (Α΄ 96) «Κώδικας Ποινικής Δικονομίας» και ειδικότερα:

«Άρθρο 31. – Γενικοί και ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι.

  1. Η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση διενεργούνται ύστερα από παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών και υπό τη διεύθυνσή του: α) από τους πταισματοδίκες και όπου δεν υφίσταται ειδικό πταισματοδικείο από τους ειρηνοδίκες, β) από τους αρμόδιους βαθμοφόρους της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος, που ορίζονται στους αντίστοιχους οργανισμούς ως γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι και γ) από δημοσίους υπαλλήλους, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους, που ορίζονται ως ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι».
  2. Στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος (άρθρα 245 παρ. 2, 250 παρ. 2) αυτεπάγγελτη προανάκριση ενεργεί και ο ανακριτής. Την ως άνω προανάκριση κατά των ανηλίκων μπορεί να την ενεργεί ο ειδικός ανακριτής ανηλίκων.
  3. Όλοι οι ανωτέρω υποχρεούνται να εκτελούν αμελλητί τις παραγγελίες των δικαστικών και των εισαγγελικών αρχών σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών».

[3] Βλ. ειδικότερα ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β (άρθρα 141-157) με τίτλο Διοικητική Αστυνομία και ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ (άρθρα 158-163) με τίτλο Δικαστική Αστυνομία όπως ισχύουν του Ν.Δ. 187/1973 (Α΄ 261) «Κώδικας Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου».

[4] «Οργανισμός Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής».

[5] Βλ. ΚΟΡΟΝΤΖΗ Τρύφωνα, «Το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας ως αυτόνομος διοικητικός κυβερνητικός θεσμός κατά την περίοδο 1971-2016», σ.231, εκδ. BOOKSTARS, Αθήνα, 2016, ISBN: 978-960-571-198-6.

[6] Βλ. ΚΟΡΟΝΤΖΗ Τρύφωνα, «Ο θεσμικός ρόλος του Λιμενικού Σώματος», σ.411, εκδ. BOOKSTARS, Αθήνα, 2017, ISBN: 978-960-571-266-2.

[7] Το συγκεκριμένο άρθρο φέρει τίτλο «Αποστολή Αρμοδιότητες του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής» και ορίζει τα εξής:

[1. Οι αρμοδιότητες του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής ασκούνται στο θαλάσσιο χώρο ευθύνης του, στα πλοία και στα πάσης φύσεως πλωτά ναυπηγήματα, στους δημόσιους και ιδιωτικούς λιμένες και στις λιμενικές ζώνες τους, όπως ειδικότερα καθορίζεται από τις κείμενες διατάξεις, ιδίως στο ν.δ. 444/1970 (Α’ 39), στο άρθρο 29 του ν. 2971/ 2001 (Α’ 285), στο άρθρο 12 του ν. 2289/1995 (Α’ 27), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 163 του ν. 4001/2011 (Α’ 179) και όπως ισχύει, και πάντως, μόνο στους χώρους που η κείμενη νομοθεσία ορίζει ως χώρους αρμοδιότητάς του.
2. Στην αποστολή του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής και στο χώρο ευθύνης του περιλαμβάνονται ιδίως:

α. Η μέριμνα για την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης που περιλαμβάνει την άσκηση γενικής αστυνόμευσης, τροχαίας και ελέγχου της αλιείας.

β. Η μέριμνα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και ιδίως του οργανωμένου που περιλαμβάνει την άσκηση δημόσιας και κρατικής ασφάλειας.

γ. Η διαμόρφωση όρων και η εξασφάλιση συνθηκών ασφαλούς ναυσιπλοΐας (maritime safety), σε συνεργασία με τις Υπηρεσίες του Πολεμικού Ναυτικού για τα θέματα αρμοδιότητάς τους, ναυτικής ασφάλειας (maritime security), ασφαλούς διαχείρισης στα πλοία και τις λιμενικές εγκαταστάσεις, σύμφωνα με τις ισχύουσες Διεθνείς Συμβάσεις και Κανονισμούς και ο έλεγχος εφαρμογής του σχετικού θεσμικού πλαισίου.

δ. Η έρευνα και διάσωση στη θάλασσα.

ε.Η μέριμνα για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
στ. Η λήψη μέτρων για την παρακολούθηση, την άσκηση αστυνόμευσης και τον έλεγχο των θαλάσσιων συνόρων.

ζ. Η παροχή υποστήριξης της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του.
η. Η παροχή υποστήριξης για τα ζητήματα σχετικά με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας επί των πλοίων και την εκπαίδευση των ναυτικών.

θ. Η παρακολούθηση των διεθνών εξελίξεων σε όλα τα θέματα που σχετίζονται με την εκτέλεση της αποστολής του και η συμμετοχή στις εργασίες των αντίστοιχων διεθνών οργανισμών και οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποστήριξη και προώθηση των ελληνικών θέσεων.
3. Για την εκτέλεση της αποστολής του, το Λιμενικό Σώμα Ελληνική Ακτοφυλακή εφοδιάζεται με τα αναγκαία μέσα και τον εξοπλισμό, συνεργάζεται με Αρχές και υπηρεσίες του εσωτερικού ή και άλλων χωρών και συμμετέχει στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των διεθνών οργανισμών και φορέων για θέματα που αφορούν στην αποστολή του.

  1. Οι υπηρεσίες του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής και το προσωπικό του τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την υλοποίηση της αποστολής του και βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, όταν καθίσταται αναγκαία η επέμβασή του. Συμμετέχουν στην αντιμετώπιση κάθε έκτακτης ανάγκης που προκύπτει από θεομηνίες και ατυχήματα ή άλλες καταστροφές σε συνεργασία με τις συναρμόδιες Αρχές και υπηρεσίες και συμβάλλουν στην ασφάλεια και άμυνα της χώρας, σύμφωνα ιδίως με το ν. 2292/1995 (Α’ 35), όπως ισχύει].

[8] Για τις περιοχές δικαιοδοσίας των Λιμενικών Αρχών, σχετικό τυγχάνει το Π.Δ. 81/2014 (Α΄ 125), «Αναδιάρθρωση Περιφερειακών Διοικήσεων Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής (Λ.Σ.ΕΛ.ΑΚΤ.) και Λιμενικών Αρχών και ρύθμιση θεμάτων στελέχωσης αυτών».

[9] Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το περιεχόμενο της Υπουργικής Απόφασης 2415.1/51133/2021 με θέμα «Κύρωση Κανονισμού Λειτουργίας Λιμενικών Αρχών» που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 3212/Β/2014.

[10] Στο άρθρο 24 παραγρ. 2 του ίδιου νόμου που φέρει τίτλο «Ανεξάρτητη δικαστική αρχή» ορίζεται ότι:

«……….β) Ο εισαγγελέας εφετών και πρωτοδικών, προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς, ανακριτικούς υπαλλήλους, δημόσιους κατηγόρους, συμβολαιογράφους, υπαλλήλους εισαγγελίας, φύλακες μεταγραφών, υποθηκών, κτηματολογίων, νηολογίων, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, ληξιάρχους υπαλλήλους και επιμελητές και άμισθους δικαστικούς επιμελητές, της περιφέρειας της εισαγγελίας εφετών ο πρώτος και πρωτοδικών ο δεύτερος».

 

[11] Υποβλήθηκε με την αριθ. πρωτ.:2131.1/2311/2016/22-03-2016 αναφορά του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας.

[12] Στη  συγκεκριμένη γνωμοδότηση μπορεί να ληφθεί υπόψη και το περιεχόμενο της αριθ. 80/1997  του ΝΣΚ/Τμήμα Γ΄.

[13] Παραβιάζει σαφέστατα την παραγρ. 3β) της αριθ.σχεδ.:8236   αριθ. φακ.:233.9/2 από 06-12-2012 εγκύκλιο Υ.ΝΑ.Ν.Π./(ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ) ΔΙ.Π.Ο.Ν./ΤΜΗΜΑ Γ΄.

[14] Στην προκειμένη περίπτωση σχετικό τυγχάνει το άρθρο 28 του Ν. 2971/2001με θέμα «Καθορισμός χώρων που εξομοιώνονται με Ζώνη Λιμένα». Στο εν λόγω άρθρο όπως ισχύει ορίζεται ότι:

[1. Ο καθορισμός των χώρων που εξομοιώνονται με Ζώνη λιμένα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Ν. 2575/1998 (ΦΕΚ 23 Α`) γίνεται με απόφαση του οικείου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και του Υπουργείου Οικονομικών. Οι πιο πάνω γνώμες παρέχονται μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη της απόφασης του αρμόδιου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα, αλλά αν η προθεσμία αυτή  περάσει άπρακτη, ο καθορισμός των χώρων του προηγούμενου εδαφίου γίνεται και χωρίς τις άνω γνώμες. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εμπορικής Ναυτιλίας και Οικονομικών καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παραγράφου αυτής.

  1. Η απόφαση του φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα εγκρίνεται από τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας.
  2. Η διαδικασία καθορισμού της παραγράφου 1 δεν κωλύεται από την ύπαρξη στους χώρους αυτούς έργων της παραγράφου 1 του άρθρου 14 που έχουν κατασκευασθεί από φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην  παράγραφο 1 του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (Α΄ 101), όπως ισχύει, χωρίς άδεια  ή με υπέρβαση αυτής, πριν την ισχύ του ν. 2971/2001].

[15] To οποίο φέρει τίτλο «Τήρηση διατάξεων Κανονισμού κ.λπ.». Στο εν λόγω άρθρο ορίζεται:

«Πλοιοκτήτες ή αντιπρόσωποι των, πράκτορες, πλοίαρχοι και πληρώματα πλοίων και πλωτών ναυπηγημάτων, ταξιδιώτες, επαγγελματίες λιμένος οι οπωσδήποτε επαγγελματικά ασχολούμενοι ή δια οποιονδήποτε λόγο ευρισκόμενοι εις τον λιμένα και την περιοχή δικαιοδοσίας της Λιμενικής Αρχής, υποχρεούνται:

α) Να συμμορφώνονται απροφάσιστα με τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού και τις εκδιδόμενες κάθε φορά αποφάσεις και διαταγές της Λιμενικής Αρχής, που αφορούν εις την τήρηση της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας και υγείας, υπακούοντας πρόθυμα εις τις σχετικές υποδείξεις και συστάσεις των οργάνων αυτής.

β)Να συμμορφώνονται με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις περί εργασίας εις τον λιμένα και τα σχετικά τιμολόγια, υποβάλλοντας υπό την κρίση των αρμοδίων αρχών κάθε προκύπτουσα διαφορά χωρίς να γίνονται πρόξενοι διακοπής εργασίας και διαταράξεως της τάξεως.

γ)Να προσέρχονται πρόθυμα εις την Λιμενική Αρχή όσες φορές καλούνται και εντός της τασσόμενης προθεσμίας και να δίνουν τα στοιχεία της ταυτοτητός των, όταν ζητηθούν αυτά».

[16] Το οποίο φέρει τίτλο «Τοποθέτηση τραπεζών, πινακίδων κ.λπ.».

Στο εν λόγω άρθρο ορίζονταν τα εξής:

«1.Δεν επιτρέπεται η πρόσκαιρη ή οριστική εγκατάσταση παραπηγμάτων και περιπτέρων κάθε φύσεως επί των παραλιακών γενικά χώρων, καθώς και η τοποθέτηση εις τους χώρους αυτούς τραπεζών, καθισμάτων ή άλλων αντικειμένων, χωρίς προηγούμενη έγκριση της Λιμενικής Αρχής.

2.Δια την χρήση του αιγιαλού και της παραλίας καθώς και των κρηπιδωμάτων από τα κέντρα ψυχαγωγίας (ζαχαροπλαστεία, καφενεία, εστιατόρια κ.λπ.) δια τοποθέτηση τραπεζών ή καθισμάτων, εφόσον οι χώροι αυτοί δεν χρησιμοποιούνται δια φορτοεκφορτώσεις εμπορευμάτων και παραβολή ή πρυμνοδέτηση πλοίων, απαιτείται ειδική προς αυτό άδεια της αρμόδιάς υπηρεσίας (Οικονομικής Εφορίας ή Λιμενικού Ταμείου), η οποία εκδίδεται κατόπιν συμφώνου γνώμης της Λιμενικής Αρχής. Η χορήγηση τέτοιας άδειας δεν παρέχει κανένα προνόμιο και είναι ανακλητή σε κάθε στιγμή κατά ελεύθερη κρίση της Λιμενικής Αρχής.

3.Δεν επιτρέπεται σε παραλιακούς γενικά χώρους η τοποθέτηση διαφημιστικών ή άλλων πινακίδων ή το κρέμασμα αυτών εις παραλιακούς στύλους, φανοστάτες και κιγκλιδώματα, χωρίς προηγούμενη έγκριση της Λιμενικής Αρχής, η οποία καθορίζει και τις τυχόν απαραίτητες προϋποθέσεις».

[17] «Αιγιαλός, παραλία και άλλες διατάξεις».

[18] «Παραχωρήσεις χώρων ζώνης λιμένα». Στο εν λόγω άρθρο όπως ισχύει μέχρι στιγμής, ορίζονται τα εξής:

[1. Παραχωρήσεις απλής χρήσης των χώρων στην περιοχή αρμοδιότητας των Οργανισμών Λιμένων Α.Ε.,εγκρίνονται από το Διοικητικό τους Συμβούλιο. Για παραχωρήσεις που συνοδεύονται από οποιοδήποτε έργο μόνιμης ή προσωρινής φύσης και εγκρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο των Οργανισμών Λιμένων Α.Ε., πριν από την υλοποίηση της παραχώρησης απαιτείται η προηγούμενη έγκριση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Οι εγκρίσεις των Διοικητικών Συμβουλίων πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις των Οργανισμών Λιμένων Α.Ε.

Εφόσον η παραχώρηση αφορά έργο ή δραστηριότητα που απαιτεί έγκριση περιβαλλοντικών όρων, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Για παραχώρηση χώρων της ζώνης λιμένα σε βιομηχανικές μονάδες, απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, σε εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών, μεταλλευτικές, λατομικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις βιομηχανικών ορυκτών απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ενώ για αλιευτικές και υδατοκαλλιεργητικές επιχειρήσεις απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

  1. 2. α) Επιτρέπεται ο αρμόδιος φορέας διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα, με απόφαση της διοίκησής του, που εγκρίνεται με απόφαση του Γενικού Διευθυντή Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων ή, εφόσον δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 109 του ν. 4622/2019 (Α΄ 133), του Γενικού Γραμματέα Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν., να παραχωρεί, με αντάλλαγμα και για ορισμένο χρονικό διάστημα, τη χρήση χώρων που βρίσκονται μέσα στη χερσαία ζώνη λιμένα.

Εφόσον η παραχώρηση αφορά έργο ή δραστηριότητα που απαιτεί έγκριση περιβαλλοντικών όρων, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Για παραχώρηση χώρων της ζώνης λιμένα σε βιομηχανικές μονάδες, απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, σε εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών, μεταλλευτικές, λατομικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις βιομηχανικών ορυκτών απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ενώ για αλιευτικές και υδατοκαλλιεργητικές επιχειρήσεις απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

β) Με μόνη απόφαση του αρμόδιου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα, χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν., εγκρίνονται οι παραχωρήσεις απλής χρήσης των χώρων της χερσαίας ζώνης λιμένα χρονικής διάρκειας μικρότερης ή ίσης των τριών (3) ετών, που δεν συνοδεύονται από οποιοδήποτε έργο μόνιμης ή προσωρινής φύσης.

γ) αα) Κατά της έγκρισης της περίπτωσης α΄ της παρούσας παραγράφου επιτρέπεται ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο.

ββ) Κατά της απόφασης της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου επιτρέπεται ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον ενδιαφερόμενο.

  1. Εφόσον η παραχώρηση γίνεται σε αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν. 2322/1953 (ΦΕΚ 66 Α`).
  2. Επιτρέπεται η χρησιμοποίηση από το Δημόσιο, χωρίς αντάλλαγμα, χώρων της ζώνης του Λιμένα για τη στέγαση υπηρεσιών ή την ανέγερση δημόσιων καταστημάτων για την εύρυθμη λειτουργία του λιμένα, ιδίως Τελωνείων, Λιμενικών Αρχών, Υγειονομείων, Γραφείων Πλοηγικής Υπηρεσίας, Πυροσβεστικών Σταθμών, καθώς και εγκαταστάσεων κάθε είδους για τις αμυντικές ανάγκες της Χώρας. Με απόφαση των Υπουργών Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και Οικονομικών και του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης του Λιμένα, καθορίζονται οι χώροι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το Δημόσιο σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο. Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση των χώρων αυτών για άλλους σκοπούς. Η χρήση χώρων περιλαμβάνει και τη θαλάσσια ζώνη λιμένα μετά του πυθμένα αυτής για την εναπόθεση ή πόντιση καλωδίων και αγωγών προς εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας.
  3. Χώροι μέσα στη Ζώνη λιμένα, οι οποίοι δεν είναι άμεσα αναγκαίοι για τη λειτουργία του, κατά την περί τούτου κρίση του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, μετά από απλή γνώμη του οικείου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα, μπορούν να εκμισθώνονται από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων. Κατά τον ίδιο τρόπο γίνεται η διαχείριση από το Δημόσιο και των εντός του λιμένα νομημάτων θαλάσσης και παραλίας, όπως λουτρών, ιχθυοτροφείων, αλυκών κ.λπ., εφόσον η άσκησή τους δεν παρακωλύει τη λειτουργία του λιμένα κατά τη σχετική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και του καθ` ύλην αρμόδιου Υπουργού και μετά από απλή γνώμη του οικείου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα.
  4. Χώροι της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, υπαγόμενοι στη δικαιοδοσία φορέων διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα που έχουν μετατραπεί ή μετατρέπονται σε ανώνυμες εταιρείες κοινής ωφέλειας εκμισθώνονται από τις εταιρείες αυτές σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, που τις διέπει.
  5. Χώροι της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, οι οποίοι έχουν μεταβιβασθεί σε Ο.Τ.Α. Α` και Β` βαθμού, μπορούν να εκμισθώνονται από τους οργανισμούς αυτούς με τις διατάξεις της νομοθεσίας που τους διέπει.
  6. 8. Για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, είναι δυνατή, με απόφαση του φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα, η χωρίς αντάλλαγμα διάθεση χώρων της Χερσαίας Ζώνης Λιμένα σε Υπηρεσίες του Δημοσίου. Τα σχετικά έργα πραγματοποιούνται, με απόφαση του αρμόδιου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα, η οποία εγκρίνεται από τον Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Γενικού Γραμματέα Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων. Μετά τη λήξη της παραχώρησης, ο παραχωρησιούχος υποχρεούται στην αποκατάσταση των παραχωρούμενων χώρων. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, μετά από εισήγηση του Γενικού Γραμματέα Λιμένων, Λιμενικής Πολιτικής και Ναυτιλιακών Επενδύσεων, καταρτίζεται ο κατάλογος των έργων, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
  7. 9. Για οποιαδήποτε περίπτωση δωρεάς από φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε Οργανισμούς Λιμένα και σε κρατικά Λιμενικά Ταμεία, εκδίδεται απόφαση αποδοχής από τον αρμόδιο φορέα, η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
  8. 10. Οι γνώμες της παραγράφου 2 πρέπει να διατυπωθούν εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των δύο (2) μηνών, αλλιώς η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς αυτές.
  9. 11. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής δύνανται να καθορίζονται οι προϋποθέσεις, τα τεχνικά θέματα, οι όροι και οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
  10. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται για τους τουριστικούς λιμένες του άρθρου 29 του ν. 2160/1993].

[19] Βλ. για πληρέστερη ενημέρωση περί Γ.Κ.Λ., ΚΟΡΟΝΤΖΗ Τρύφωνα, «Άσκηση διοικητικής αστυνομίας από το Λιμενικό Σώμα. Η θεσμική εξέλιξη και λειτουργία της διαδικασίας επιβολής κυρώσεων για παραβάσεις διατάξεων των Κανονισμών Λιμένα. Στατιστική επεξεργασία της δραστηριότητας του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά την περίοδο 1993-2001», Ναυτική Επιθεώρηση, τ.557, Ιούνιος – Ιούλιος – Αύγουστος 2006, σ.σ. 87-118.

[20] Από τα οποία ενδιαφέρον παρουσιάζει σε ότι αφορά την παρούσα μελέτη το άρθρο  141 παραγρ. Ε το οποίο φέρει τίτλο «Γενικαί αρμοδιότητες Διοικητικής Αστυνομίας», στο οποίο ορίζεται ότι:

……………………………………………………………………………………………………………..

«παρακολουθούν την εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων περί αρχαιοτήτων και της περί Δημοσίων Κτημάτων Νομοθεσίας, περί τουριστικών πλοίων, τουριστικής εμφανίσεως των λιμένων και παραλίων  και του θαλάσσιου τουρισμού εν γένει, ως και των αγορανομικών διατάξεων, εντός της εδαφικής ζώνης της αστυνομευομένης υπ΄αυτών και εντός των πλοίων».

[21] «Περί Αιγιαλού και Παραλίας». Ειδικότερα στο άρθρο 15 και δη στην παραγρ. 5 οριζόταν:

[5. Επιτρέπεται η περίφραξις μέρους ή του όλου  της χερσαίας ζώνης, εφ` όσον αύτη είναι απαραίτητος  διά την ασφάλειαν και τάξιν  εν τω λιμένι. Τα περιφραχθησόμενα τμήματα και ο τρόπος κατασκευής του περιφράγματος  καθορίζονται υπό του υπουργείου Συγκοινωνίας μετά πρότασιν  της λιμενικής επιτροπής, γνωμοδότησιν του αρμοδίου νομάρχου και συμφώνον γνωμοδότησιν  του γενικού επιτελείου ναυτικού].

[22] Βλ. άρθρο 19 με θέμα «Χερσαία Ζώνη Λιμένα» και δη την παραγρ. 5 στην οποία ορίζεται:

[5. Επιτρέπεται με δαπάνες του αρμόδιου φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα η περίφραξη ολόκληρης ή μέρους της χερσαίας ζώνης λιμένα. Τα τμήματα που περιφράσσονται και ο τρόπος περίφραξης καθορίζονται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας μετά από πρόταση του φορέα διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένα ή της αρμόδιας Λιμενικής Αρχής, με έγκριση της Επιτροπής Αρχιτεκτονικού ελέγχου (ΕΠ.Α.Ε.) και σύμφωνη γνώμη του Γ.Ε.Ν. και του Υπουργείου Εμπορικής  Ναυτιλίας. Οι γνώμες αυτές παρέχονται μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη λήψη από το Γ.Ε.Ν. και το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας του σχετικού εγγράφου].

[23] Σχετική τυγχάνει η ΩΠ 150904/03-2016 αναφορά του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πάτρας προς Υ.ΝΑ.Ν.Π./Δ.Λ.Α./ΤΜΗΜΑ Α΄- Β΄.

[24] Στην ίδια περίπτωση υπαγόταν και ο έλεγχος της απαγόρευσης του καπνίσματος σε Κ.Υ.Ε., στον οποίο προέβαιναν αρχικά κατόπιν διαταγών του Α.Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., τα στελέχη του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., έλεγχος ο οποίος καταργήθηκε μετά την αποστολή της Γνωμοδότησης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πάτρας στο Α.Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.

[25] Στο οποίο ορίζεται:

«23.Στους παραβάτες της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 2344/1940 ΄΄περί αιγιαλού και παραλίας΄΄(ΦΕΚ 154 Α’), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 1 του α.ν. 263/1988, ανεξαρτήτως των συντρεχουσών ποινικών ευθυνών, επιβάλλεται από την οικεία Λιμενική Αρχή πρόστιμο ύψους τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών και μέχρι δέκα εκατομμύρια (10.000.000) δραχμές κατά τη διαδικασία του άρθρου 157 του ν.δ/τος 187/1973.
Σε σοβαρές περιπτώσεις παράνομων προσχώσεων και αλλοιώσεων του αιγιαλού και της παραλίας ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών, ύστερα από πρόταση της οικείας Λιμενικής Αρχής.
Σε περιπτώσεις που εκ των παράνομων προσχώσεων προκαλείται ευρείας εκτάσεως οικολογική καταστροφή, λόγω τοξικότητος των υλικών της προσχώσεως, το παραπάνω πρόστιμο δύναται να ανέλθει μέχρι του ποσού των διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) δραχμών.
Τα παραπάνω πρόστιμα περιέρχονται στο Ε.Τ Ε Ρ Π Σ και τηρούνται στον ειδικό λογαριασμό αυτού Γαλάζιο Ταμείο.

Η αποκατάσταση της γενόμενης μεταβολής του φυσικού περιβάλλοντος υπό του υπαιτίου και οπωσδήποτε προ της επιβολής του προστίμου συνιστά ελαφρυντική περίπτωση.
Η άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως επιβολής προστίμου δεν αναστέλλει την καταβολή αυτού.
Ο υπαίτιος αλλοιώσεως του αιγιαλού και της παραλίας, κατά τα ανωτέρω, υποχρεούται σε άμεση αποκατάσταση αυτών στην προτέρα κατάσταση. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως, στην αποκατάσταση προβαίνει η αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και η σχετική δαπάνη καταλογίζεται σε βάρος του υποχρέου.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εμπορικής Ναυτιλίας και Περιβάλλοντος. Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων καθορίζεται ο τρόπος και η διαδικασία αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος στην προτέρα κατάσταση, καθώς και ο τρόπος καταλογισμού της, σχετικής δαπάνης σε βάρος του υποχρέου, στην περίπτωση που η αποκατάσταση γίνεται από την αρμόδια υπηρεσία».

Στο άρθρο 24 του Α.Ν. 2344/1940 οριζόταν:

«1. Οπου εκ των διατάξεων του παρόντος  νόμου προβλέπεται εκποίησις  ή παραχώρησις  προς  εκμετάλλευσιν του αιγιαλού,  της παραλίας και λοιπών χώρων της εκτελέσεως οικοδομικών έργων πάσης μορφής και χρήσεως, η κατασκευή ή τροποποίησις  των έργων τούτων  συγχωρείται μόνον κατόπιν αδείας της υπηρεσίας σχεδίου πόλεων του υπουργείου Συγκοινωνίας, εκδιδομένης  συμφώνως προς τας κειμένας διατάξεις  “περί σχεδίων πόλεων κλπ.”, και μετά  σύμφωνον γνώμην του γενικού  επιτελείου ναυτικού.

  1. 2. Ο άνευ  αδείας ή καθ` υπέρβασιν ταύτης ή και ο δυνάμει αδείας, κατά παράβασιν των διατάξεων του παρόντος Νόμου  εκδιδομένης,  επιφέρων επί  του  αιγιαλού  ή της παραλίας, ή λοιπών χώρων οιανδήποτε μεταβολήν διά κατασκευής ή τροποποιήσεως ή καταστροφής των έργων  ή  του  εδάφους διά  λήψεως  χώματος, λίθων ή άμμου ή άλλως πως, αδιάφορον αν εκ τούτου επήλθεν ή μη  ζημία  εις  την  παραλίαν,  αιγιαλόν  ή  λοιπούς  χώρους, τιμωρείται, διωκόμενος και αυτεπαγγέλτως, διά φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) μηνών, ης δεν συγχωρείται και η μετατροπή και διά χρηματικής ποινής τουλάχιστον εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών”.

Διά  των αυτών ποινών  τιμωρείται και ο εκδούς  αναρμοδίως ή κατά παράβασιν  των διατάξεων του παρόντος νόμου  άδειαν, ής  βασει επεχειρήθησαν  αι ανωτέρω πράξεις.

  1. Τα άνευ αδείας ανεγερθέντα, ανεξαρτήτως χρόνου ανεγέρσεως, ή ανεγερθησόμενα πάσης φύσεως κτίσματα και εν γένει κατασκευάσματα επί του αιγιαλού ή παραλίας κατεδαφίζονται ανεξαρτήτως εάν ταύτα κατοικούνται ή άλλως πως χρησιμοποιούνται .

Προς τούτο ο αρμόδιος Οικον. Έφορος συντάσσει πρωτόκολλον κατεδαφίσεως, όπερ κοινοποιεί επί αποδείξει εις τον αυθαιρέτως ανεγείραντα, ίνα ούτος εντός προθεσμίας δέκα πέντε (15) ημερών προέλθη εις την κατεδάφισιν των κτισμάτων και άρσιν των πάσης φύσεως κατασκευασμάτων εκ του χώρου του αιγιαλού ή παραλίας. Αν δεν κατέστη δυνατή η εξακρίβωση της ταυτότητας αυτού που ανήγειρε το παράνομο κτίσμα ή κατασκευή, η αρμόδια για την έκδοση του παραπάνω πρωτοκόλλου υπηρεσία, προβαίνει στη δημοσίευση σχετικής πρόσκλησης σε μία τοπική και μία ημερήσια εφημερίδα της Πρωτεύουσας του Κράτους προς οποιονδήποτε γνωρίζει τον ανεγείραντα, για να γνωστοποιήσει στην υπηρεσία την ταυτότητά του. Μετά την άπρακτη πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την τελευταία δημοσίευση, εκδίδεται το πρωτόκολλο κατεδάφισης στο όνομα αγνώστου.

Αν είναι γνωστή η ταυτότητα αυτού που ανήγειρε το παράνομο κτίσμα ή κατασκευή αλλά είναι άγνωστη η διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής του, το παραπάνω πρωτόκολλο κατεδάφισης εκδίδεται κατ` αυτού και κοινοποιείται σε αυτόν ως άγνωστης διαμονής.

Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, το πρωτόκολλο κατεδάφισης τοιχοκολλάται στο υπό κατεδάφιση κτίσμα ή κατασκευή και στο κατάστημα του Δήμου ή της Κοινότητας της περιοχής που βρίσκεται αυτό. Η κατεδάφιση επιτρέπεται μετά την παρέλευση δεκαπέντε (15) ημερών τουλάχιστον από την τελευταία τοιχοκόλληση στην πρώτη περίπτωση και από την τελευταία τοιχοκόλληση ή δημοσίευση στη δεύτερη περίπτωση.

Παρερχομένης απράκτου της ως άνω προθεσμίας, η κατεδάφισις ενεργείται υπό συνεργείων των αρμοδίων Πολεοδομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, κατόπιν σχετικού εγγράφου του Οικον. Εφόρου. Περί της κατεδαφίσεως των αυθαιρέτων κτισμάτων συντάσσεται πρακτικόν υπογραφόμενον υπό του επικεφαλής του συνεργείου και του συνοδεύοντος αυτού αστυνομικού οργάνου. Η δαπάνη κατεδαφίσεως καταλογίζεται εις βάρος των αυθαιρέτως ανεγειρόντων και εισπράττεται ως δημόσιον έσοδον, συμφώνως προς τας διατάξεις του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. “Αν ο ανεγείρας το αυθαίρετο κτίσμα ή κατασκευή δεν παρευρίσκεται κατά την κατεδάφιση ή αν παρευρίσκεται μεν αλλά αρνείται να παραλάβει τα κινητά πράγματα βρίσκονται στο παραπάνω κτίσμα ή κατασκευή, γίνεται καταγραφή αυτών από Επιτροπή, που αποτελείται από έναν υπάλληλο της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας και έναν υπάλληλο της αρμόδιας Πολεοδομίας, η οποία τα παραδίδει στο δήμαρχο ή στον πρόεδρο της κοινότητας της περιοχής του ακινήτου, που ορίζεται μεσεγγυούχος.

Σε περίπτωση που ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας αρνείται την παραλαβή, συντάσσεται από την Επιτροπή σχετική έκθεση και ορίζεται από την αρμόδια Κτηματική Υπηρεσία φύλακας αυτών, με ευθύνη του αρνηθέντος. Αν σε διάστημα δύο (2) μηνών, τα κινητά αυτά πράγματα δεν αναζητηθούν από τον κάτοχο του αυθαιρέτου που κατεδαφίσθηκε, παραδίδονται στον Ο.Δ.Δ.Υ. για εκποίηση. Σε περίπτωση αναζήτησης τούτων από τον κάτοχο του αυθαιρέτου μέσα στην άνω προθεσμία, του αποδίδονται, αφού προηγουμένως καταβάλλει τα έξοδα φύλαξής τους και τη δαπάνη κατεδάφισης που του έχει καταλογιστεί.

Αίτησις προσωρινής ρυθμίσεως της δια κατοχής ή αίτησις αναστολής εκτελέσεως της κατεδαφίσεως ενώπιον οιουδήποτε διοικητικού ή πολιτικού δικαστηρίου ή Αρχής δεν επιτρέπεται».

[26] «Πολεοδόμηση περιοχών δεύτερης κατοικίας σε ζώνες οικιστικού ελέγχου προστασίας φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις».

[27] Εννοείται ο Ν. 3649/2008 (Α΄  39), «Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών και άλλες διατάξεις».

[28] Ως ανωτέρω παραπομπή.

[29] Βλ. Ν. 4831/2021 (Α΄ 170), «Οργανισμός του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ).

[30] Βλ. Ν. 3469/2006 (Α΄131), «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις».

[31] Το οποίο φέρει τίτλο «Λήψη μέτρων τάξεως κ.λπ.» και στο οποίο ορίζεται:

«Επιφυλάσσεται εις την Λιμενική Αρχή όπως με αποφάσεις ή διαταγές της λαμβάνει όλα κατά την κρίση της πρόσφορα μέτρα είτε δια την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού είτε δια αντιμετώπιση ή ρύθμιση ζητημάτων έκτακτης ή ειδικής φύσεως, που έχουν σχέση με την τήρηση της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας και υγείας εις τον λιμένα και την περιοχή του».

[32] Βλ. ό.π. παραπομπή 15.

[33] «Διοίκηση μεταβίβαση αρμοδιοτήτων».

[34] «5. Με απόφαση του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής, οι Προϊστάμενοι των Κεντρικών Λιμεναρχείων μπορούν να μεταβιβάζουν σε υφισταμένους τους το δικαίωμα να υπογράφουν «με εντολή τους» για θέματα αρμοδιότητάς τους, εκτός από αυτά που τους μεταβίβασαν με αποφάσεις τους τα προϊστάμενα αυτών υπηρεσιακά κλιμάκια».

[35] Στην παραγρ. 1 του οποίου ορίζεται:

«1. Οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Η εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στους αλλοδαπούς τελεί πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας».

[36] Σημειώνεται ότι ο πριν Κανονισμός [«αριθμ.1220.3/01/01/04-04-2001 απόφαση Υ.Ε.Ν «Κύρωση Κανονισμού  Λειτουργίας Λιμενικών Αρχών»] όπως είχε  τροποποιηθεί και ισχύει, ρύθμιζε τα θέματα εσωτερικής υπηρεσίας των Λιμενικών Αρχών, και που είχε εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 15 με θέμα «Θέματα Υ.Ε.Ν. και εποπτευόμενων Οργανισμών» παραγρ. 2, του Ν.2743/1999 (Α΄ 211) δεν είχε δημοσιευτεί στη Εφημερίδα της Κυβέρνησης ως έπρεπε σαν Κανονιστική Πράξη που ήταν με αποτέλεσμα να αναφερόμαστε σε ανυπόστατη πράξη η οποία δεν παρήγαγε έννομες συνέπειες [Μόνο η δημοσίευση, κατά το πλήρες περιεχόμενο, των κανονιστικών αποφάσεων τους προσδίδει νόμιμη υπόσταση (ΣτΕ 33/2009, 256/2007, 3/2006, 1788/2004, 2200/2003, 4, 3195/2000, 187/1998, ΣτΕ Ολ 3136/1989). Δεν αρκεί δημοσίευση με παραπομπή σε άλλη πράξη που δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ (ΣτΕ 1871, 1872/1986). Bλ και ΣτΕ Ολ 2649/2017:  «…από τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 και 35 παρ. 1 του Συντάγματος επιβάλλεται η πλήρης δημοσίευση όχι μόνο των τυπικών νόμων, αλλά και όλων των κανονιστικών πράξεων, ως συστατικό στοιχείο του κύρους τους………………Με το άρθρο δε 5 παρ. 2 περ. θ΄ του ν. 3469/2006 «Εθνικό Τυπογραφείο, Εφημερίς της Κυβερνήσεως και λοιπές διατάξεις» (Α΄ 131) επιβάλλεται, σύμφωνα με τον ως άνω συνταγματικό κανόνα, η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως όλων των κανονιστικών πράξεων, για τις οποίες δεν προβλέπεται άλλος ειδικότερος τρόπος δημοσίευσης (βλ. ΣτΕ Ολ 87/2011)].

[37] «Αρμοδιότητες οργάνων και υπηρεσιακές ενέργειες του προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και θέματα οργάνωσης Υπηρεσιών».

[38] «1.Η Διοίκηση κάθε Λιμενικής Αρχής ασκείται από τον εκάστοτε Προϊστάμενό της, ο οποίος φέρει τον τίτλο του Λιμενάρχη στα Κεντρικά Λιμεναρχεία και Λιμεναρχεία, του Διοικητή στα Λιμενικά Τμήματα και του Λιμενοσταθμάρχη στους Λιμενικούς Σταθμούς.
…………………………………………………………………………………………………………..

4.Ο Λιμενάρχης έχει όλα τα καθήκοντα, υποχρεώσεις και αρμοδιότητες που προβλέπονται από τη νομοθεσία, τις διαταγές των Προϊσταμένων Αρχών και τον παρόντα Κανονισμό, και ιδίως:
α) ασκεί συνεχή εποπτεία σε όλους τους Τομείς και Γραφεία της Λιμενικής Αρχής και ευθύνεται για την επιμελή, κανονική και εύρυθμη λειτουργία αυτής.
β) παρέχει τις κατευθύνσεις για την εξέταση και λύση των υπηρεσιακών υποθέσεων στα πλαίσια σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και διαταγές.
γ) επιλαμβάνεται των υποθέσεων της Λιμενικής Αρχής είτε προσωπικά ή τις αναθέτει με Ημερήσια Διαταγή (εφεξής Η.Δ.) ή προφορικά στον Υπολιμενάρχη ή σε άλλο βαθμοφόρο της Υπηρεσίας του.
φορά).

…………………………………………………………………………………………………………..
ζ) εποπτεύει το υπό τις διαταγές του προσωπικό, παρακολουθεί ανελλιπώς και ουσιαστικά την προώθηση και το σωστό χειρισμό των υπηρεσιακών θεμάτων, τα οποία έχει αναθέσει εγγράφως ή προφορικώς σε αυτό, ή τα χειρίζεται κάθε ένας από τους υφισταμένους του σύμφωνα με τη θέση που κατέχει, ασκώντας τον προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διαταγές έλεγχο.

…………………………………………………………………………………………………………..
ιθ) εκδίδει οργανωτικές διαταγές με τις οποίες ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα που αφορά στη γενικότερη εύρυθμη λειτουργία γενικά της Υπηρεσίας του, μετά των υποτεταγμένων κλιμακίων της, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε λιμένα και τις εκάστοτε υπηρεσιακές ανάγκες.

[39] Βλ. C 326/47/26-10-2012 και επίσης Ν. 3622/2007  (Α΄ 281), «Ενίσχυση της ασφάλειας  πλοίων, λιμενικών εγκαταστάσεων και λιμένων και άλλες διατάξεις», όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.

[40] «5. Οι αρμοδιότητες του Τμήματος Πειθαρχικών-Ποινικών Υποθέσεων είναι οι ακόλουθες:

α) Ο χειρισμός των πειθαρχικών υποθέσεων του προσωπικού Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. και συγκεκριμένα η εισήγηση επί ενόρκων διοικητικών εξετάσεων, διοικητικών διερευνήσεων ……….».

……………………………………………………………………………………………………………..

[41] Ο όρος απαντάται και στο άρθρο 5 παραγρ. (γ) και (δ), άρθρο 10 παραγρ. (α) και (γ)  της  Υπουργικής Απόφασης 2040.0/72190/2018/02-10-2018 – ΦΕΚ 4871/Β/1-11-2018 «Κύρωση Κανονισμού Λειτουργίας Περιφερειακών Διοικήσεων ΛΙΜΕΝΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ – ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΚΤΟΦΥΛΑΚΗΣ».

Σημειώνεται ότι στο πριν νομοθετικό πλαίσιο για τη λειτουργία των Περιφερειακών Διοικήσεων του Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ., και συγκεκριμένα στο άρθρο 42 με τίτλο «Περιφερειακές Διοικήσεις Λ.Σ. ΕΛ.ΑΚΤ.» του Π.Δ. 103/2014 (Α΄ 170 ) «Οργανισμός του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου», δεν προβλεπόταν πουθενά η έκδοση Η.Δ. από τον Διοικητή της Περιφερειακής Διοίκησης είτε για τοποθέτηση προσωπικού, είτε για ρύθμιση διαφόρων θεμάτων εσωτερικά της Περιφερειακής Διοίκησης με ότι αυτό σημαίνει, καθώς εκδίδονταν Η.Δ. για τοποθετήσεις στελεχών σε τομείς ή και γραφεία αυτής για την άσκηση συγκεκριμένων καθηκόντων.

[42] Βλ. π.χ. κατ΄ αναλογία άρθρο 125 με θέμα «Προκαταρκτική εξέταση», του  Ν. 3528/2007 (Α΄ 26), «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.».

[43] Βλ. αριθ. 1141.1/42/2002 «Κύρωση του Κανονισμού για τη διενέργεια Ένορκων Διοικητικών Εξετάσεων (Ε.Δ.Ε.), [Β΄ 1122/2002] , όπως ισχύει.

[44] Β. Ν. 2287/2005 (Α΄  20).

Στο συγκεκριμένο άρθρο με τίτλο «Υπέρβαση πειθαρχικής εξουσίας» καθορίζεται:

«Στρατιωτικός που σφετερίζεται πειθαρχική εξουσία ή υπερβαίνει τα όρια της πειθαρχικής του εξουσίας ή επιβάλλει ποινές που δεν προβλέπονται από το νόμο ή τους κανονισμούς ή διώκει πειθαρχικά υφιστάμενό του, αν και γνωρίζει ότι δεν συντρέχει λόγος πειθαρχικής του δίωξης, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών».

[45] Βλ. διατάξεις Ν. 4504/2017 (Α΄  184), «Δια βίου εκπαίδευση προσωπικού Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ενδυνάμωση της διαφάνειας και της αξιοκρατίας σε θέματα αρμοδιότητας Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, ενίσχυση της κοινωνικής συμμετοχής».

[46] Στο οποίο οριζόταν ότι:

«4.Η ποινική δίωξη δεν κωλύει την πειθαρχική δίωξη. Η ποινική καταδίκη δεν συνεπάγεται απαραίτητα την επιβολή πειθαρχικής ποινής. Επίσης η απαλλαγή με βούλευμα ή η αθώωση με δικαστική απόφαση, καθώς και η οριστική παύση της ποινικής δίωξης ή η κήρυξή της ως απαράδεκτης, δεν κωλύει την επιβολή πειθαρχικής ποινής. Σε περίπτωση αμνηστίας, αποκατάστασης, απονομής χάριτος ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο άρσης του αξιόποινου ή άρσης ή μεταβολής των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρεται το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης».

[47] 7. Ο πειθαρχικός έλεγχος των στελεχών Λ.Σ.-ΕΛ. ΑΚΤ., είναι ανεξάρτητος από τις ανακριτικές πράξεις ή την ποινική δίωξη που ασκείται παράλληλα ή έχει ασκηθεί επί της υπόθεσης. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο, όμως, μπορεί, με απόφασή του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει, για εξαιρετικούς λόγους, την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα (1) έτος. Αναστολή δεν επιτρέπεται, σε περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας. Το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος. Αν μετά την έκδοση πειθαρχικής απόφασης με την οποία απαλλάσσεται στέλεχος Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. ή επιβάλλεται ποινή κατώτερη από την απόταξη, εκδοθεί αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος, που τιμωρείται με καταστατική ποινή, η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται. Επίσης, επαναλαμβάνεται η πειθαρχική διαδικασία, αν μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής απόφασης, με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε ποινή, εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την πράξη ή την παράλειψη, για την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικά το στέλεχος Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ.. Η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας επιτρέπεται, και όταν έχει εκδοθεί καταδικαστική πειθαρχική απόφαση, χωρίς να έχει λάβει υπόψη καταδικαστική ποινική απόφαση που προηγήθηκε».

[48] «Περί κυρώσεως της εν Ρώμη την 4ην Νοεμβρίου 1950 υπογραφείσης Συμβάσεως «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» ως και του Προσθέτου εις αυτήν Πρωτοκόλλου Παρισίων της 20ης Μαρτίου 1952».

[49] ΦΕΚ 5Β΄/1997, όπως τροποποιήθηκε με τους ΓΚΛ αριθμ. 33 ́ ́ Αντικατάσταση άρθρου 5 του ΓΚΛ αριθ.14 περί οχημάτων φόρτωσης στα οχηματαγωγά πλοία (ΦΕΚ 567 Β΄/09-05-03), ΓΚΛ  αριθμ. 49 ́ ́ Αντικατάσταση διάταξης άρθρου 5 του ΓΚΛ αριθ. 14 (ΦΕΚ 1736 Β΄/03-08-2011), ΓΚΛ αριθμ. 58 ́ ́ Αντικατάσταση διατάξεων του ΓΚΛ  αριθ. 14 (ΦΕΚ 261 Β΄/20-10-15).

[50] Ν. 1045/1980 (Α΄  95), [Περί κυρώσεως της υπογραφείσης εις Λονδίνον Διεθνούς Συμβάσεως «περί ασφαλείας της ανθρωπίνης ζωής εν θαλάσση 1974» και περί άλλων τινών διατάξεων] και Π.Δ. 94/2016 (Α΄  161), «Κύρωση των τροποποιήσεων της Διεθνούς Σύμβασης “περί ασφαλείας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα, 1974“ (SOLAS), η οποία κυρώθηκε με το νόμο 1045/80 (Α’ 95), ως αυτές υιοθετήθηκαν την 24η Μαΐου 2012 με την απόφαση MSC 325 (90) της Επιτροπής Ναυτικής Ασφάλειας του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO).

 

Share:

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

FT: Η Ελλάδα πρωταγωνιστεί στην ανάπτυξη αλλά είναι η φτωχότερη χώρα της Ευρωζώνης

Να παρουσιάσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο επιχειρεί η στήλη Alphaville των Financial Times, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες της Ευρωζώνης με τις καλύτερες επιδόσεις, όμως είναι και η

ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΕΣ “ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ” και συγκρότηση σε σώμα νέου ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κατόπιν των αρχαιρεσιών της 17/04/2024 του “ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΠΟΣΤΡΑΤΩΝ ΛΙΜΕΝΙΚΩΝ ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ”, συνεδρίασαν χθες 25/04/2024 τα νεοκλεγέντα μέλη του Δ.Σ. και αποφασίστηκε η συγκρότηση σε σώμα του Διοικητικού Συμβουλίου, ως ακολούθως: ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Αρχιπλοίαρχος Λ.Σ. (ε.α.) ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ Ιωάννης ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ: Πλωτάρχης Λ.Σ. (ε.α.)

Επίσκεψη αρχηγού ΓΕΝ στη Γαλλία για την πρόοδο ναυπήγησης των νέων φρεγατών

Τριήμερη επίσκεψη στο Παρίσι πραγματοποίησε ο αρχηγός ΓΕΝ αντιναύαρχος Δημήτριος-Ελευθέριος Κατάρας. Ο αρχηγός ΓΕΝ επισκέφθηκε το ναυπηγείο στη Λοριάν, όπου ενημερώθηκε για την εξέλιξη των εργασιών και την πρόοδο υλοποίησης του προγράμματος ναυπήγησης των νέων Φρεγατών FDI του Πολεμικού Ναυτικού.

Τελετή Παράδοσης – Παραλαβής Καθηκόντων Διοικητή της 120 ΠΕΑ

Την Πέμπτη 25 Απριλίου 2024, πραγματοποιήθηκε, στην 120 Πτέρυγα Εκπαίδευσης Αέρος (120ΠΕΑ), στην Αεροπορική Βάση Καλαμάτας, παρουσία του Διοικητή της Διοίκησης Αεροπορικής Εκπαίδευσης, Υποπτέραρχου (Ι) Αλέξανδρου Κομητούδη, η τελετή παράδοσης – παραλαβής καθηκόντων Διοικητή της 120ΠΕΑ, από τον Ταξίαρχο (Ι)

Μετάβαση στο περιεχόμενο