Παρακολουθούμε την κρίση στην διπλανή μας χώρα προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουμε τις επιπτώσεις των εξελίξεων.
Πρόκειται για μία κρίση η οποία έχει σε μεγάλο βαθμό προέλθει από εσωτερικές αποφάσεις στην Τουρκία, και ειδικότερα του Ερντογάν, με κύρια έκφραση τις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις της Τουρκίας. Είναι δηλαδή μία κρίση του εξωτερικού ισοζυγίου συναλλαγών που πλησιάζει (δεν έχει συμβεί ακόμα) να πάρει την μορφή του “sudden stop crisis”, δηλαδή της απότομης διακοπής της εισροής κεφαλαίων από το εξωτερικό, όπως είχε εμφανιστεί και στις ευρωπαϊκές μνημονιακές χώρες το 2008 αλλά είχε ζήσει η Τουρκία ξανά το 2001 και τότε είχε κρατήσει επτά χρόνια.
Τα μακροχρόνια αίτια της κρίσης σχετίζονται στο ότι η τουρκική οικονομία έχει ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα, την πληθυσμιακή της δύναμη και διαθέτει πολύ μεγάλη εσωτερική αγορά αλλά της λείπει η ενεργειακή επάρκεια και η καινοτομική διάσταση που θα της επέτρεπε μία δυναμική μεγέθυνση στον 21ο αιώνα. Μία τέτοια αναπτυσσόμενη οικονομία συνήθως υποφέρει από περιοδικές κρίσεις του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών.
Η εξέλιξη όμως μπορεί να πάρει οξύτερη μορφή αναλόγως με τις οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες. Έτσι το τουρκικό κατεστημένο έχει αποφασίσει μία αναθεωρητική στάση απέναντι στις βασικές σταθερές των τουρκικών σχέσεων με κύρια αιχμή την σχέση με την Δύση αλλά και την επανατοποθέτηση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης. Αυτό το γεγονός από μόνο του προκαλεί μία αστάθεια στις εξωτερικές οικονομικές σχέσεις κάνοντας πιο σκεπτικούς τους διαχειριστές των διεθνών κεφαλαίων, όχι με την συνομοσιολογική άποψη αλλά με την απλή αναθεώρηση του βαθμού ασφάλειας για την επιστροφή των κεφαλαίων.
Ένα δεύτερο ζήτημα που κυριαρχεί είναι η βαθύτατη άποψη του Ερντογάν ότι διατηρώντας τον βαθμό χρηματοδότησης της εσωτερικής οικονομίας υψηλό (αφού αυτό πρακτικά σημαίνει να έχει επιτόκια χαμηλότερα του πληθωρισμού) ο ρυθμός ανάπτυξης διατηρείται, προκαλώντας την γρηγορότερη χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Οι άνθρωποι που έχουν ακόμα δουλειά γίνονται φτωχότεροι μεταφέροντας πλούτο σ’ αυτούς που μπορούν και ελέγχουν τις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών. Το ίδιο συμβαίνει και με τις επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί σε ξένο νόμισμα και οι εισπράξεις τους είναι σε τουρκική λίρα. Εδώ προφανώς έρχεται ένα κύμα πτωχεύσεων.
Παράλληλα οι τιμές τροφίμων και ενέργειας ανεβαίνουν παγκοσμίως, συνεπώς έχεις ένα ισχυρό εισαγόμενο πληθωρισμό που έρχεται να πυροδοτηθεί από ισχυρές εσωτερικές πληθωριστικές προσδοκίες.
Έτσι δημιουργείται ένα ανορθόδοξο σπιράλ ενός καλού ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας με φτωχοποίηση του πληθυσμού και στο βάθος (όχι μεγάλο βάθος) αδυναμία εκπλήρωσης των εξωτερικών οικονομικών υποχρεώσεων, αποπληρωμή χρεών, αδυναμία αγορών ενεργειακών πόρων κ.τ.λ.
Είπαμε και στην αρχή ότι είναι η φύση της κρίσης τέτοια που έχει ενδογενή προέλευση συνεπώς μπορεί να αντιστραφεί: π.χ. αυξάνοντας τα επιτόκια, προσφεύγοντας στο IMF βάζοντας ελέγχους κεφαλαίων, ή προσφεύγοντας σε πιστωτικές διευκολύνσεις εχθρών και φίλων με τίμημα βέβαια αλλαγές στις βασικές πολιτικές του επιλογές. Όλα αυτά βεβαίως αποτελούν αρνητικά σημεία για την πολιτική επιρροή Ερντογάν.
Έχουμε την αίσθηση ότι η οικονομική αδυναμία της Τουρκίας παρόλο που μειώνει την δυνατότητα απορρόφησης εξαγωγών μας και λειτουργεί αρνητικά στον τουρισμό, μας ευνοεί με την έννοια ότι θα λειτουργήσει θετικά μειώνοντας την κούρσα των εξοπλισμών (και στις δύο χώρες). Στην Ελλάδα χρειαζόμαστε πέντε χρόνια ισορροπίας για να δώσουμε ώθηση στην οικονομία μας. Ίσως δημιουργείται, από την άποψη αυτή, ένα παράθυρο ευκαιρίας.
Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι Καθηγητής ΕΚΠΑ