Κωστας Κατικος
Απόφαση-βόμβα επαναφέρει τα 1.000 ευρώ από το 13ο και το 14ο μισθό στο
στενό δημόσιο τομέα και αποτελεί πρόκριμα για την οριστική επιστροφή των
Δώρων και στις συντάξεις.
Η απόφαση με αριθμό 946/2018, την οποία αποκαλύπτει ο Ελεύθερος
Τύπος της Κυριακής, εκδόθηκε στις 8/8/2018 και δικαιώνει για πρώτη φορά
δημοσίους υπαλλήλους του στενού πυρήνα του Δημοσίου και συγκεκριμένα 5
υπαλλήλους του υπουργείου Δικαιοσύνης οι οποίοι προσέφυγαν δικαστικά τον
Οκτώβριο του 2016, διεκδικώντας την επαναφορά του Δώρου Χριστουγέννων
(500 ευρώ), του Δώρου Πάσχα (250 ευρώ) και του επιδόματος αδείας (250
ευρώ) για τα έτη από 1/1/2013 μέχρι την ημερομηνία της αγωγής τους.
Τα Δώρα αντικατέστησαν τους δυο μισθούς στο Δημόσιο, που με το νόμο
3845 του 2010 περιορίστηκαν σε ετήσιο ποσό 1.000 ευρώ, εκ των οποίων οι
υπάλληλοι έπαιρναν 500 ευρώ αντί 13ου μισθού ως Δώρο Χριστουγέννων και
250 ευρώ + 250 ευρώ ως Δώρο Πάσχα και Επίδομα Αδείας, αντίστοιχα, αντί
του 14ου μισθού που είχαν πριν από την εφαρμογή των περικοπών.
Οι προσφυγές υπαλλήλων αρχικά από Δήμους της χώρας έφεραν την
ανατροπή στις νομοθετικές ρυθμίσεις και τα Ειρηνοδικεία δικαίωσαν
εκατοντάδες εργαζόμενους του Δημοσίου με την επαναφορά των Δώρων, στην
ουσία με τη μερική καταβολή 13ου και 14ου μισθού στο ύψος των 1.000
ευρώ.
Η νέα απόφαση όμως αποκτά ειδικό βάρος καθώς είναι η πρώτη που
δικαιώνει πλέον και δημοσίους υπαλλήλους υπουργείου με την επιστροφή των
Δώρων, που μέχρι τώρα δεν είχε συμβεί.
Καθένας από τους 5 δικαιωθέντες παίρνει αναδρομικά 2.000 ευρώ με τόκο
6% για δυο χρόνια και το υπουργείο υποχρεώνεται στην τακτική καταβολή
των Δώρων από εδώ και στο εξής.
Το σκεπτικό της απόφασης λέει ότι η κατάργηση των Δώρων από την 1/1/2013 στους
μισθούς, που προβλέφθηκε με το νόμο 4093, έγινε αφού είχε ήδη προηγηθεί η
περικοπή τους στα 1.000 ευρώ το 2010 και αφού είχαν ήδη επισυμβεί
πρόσθετες μειώσεις σε επιδόματα.
Οι δικαιωθέντες είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αναφέρει η απόφαση και
υπηρετούν στο υπουργείο Δικαιοσύνης με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου
Αορίστου Χρόνου, ενώ αμείβονται με τις ίδιες αποδοχές όπως και οι
μόνιμοι υπάλληλοι.
Η ολοσχερής κατάργηση των Δώρων εορτών και του Επιδόματος Αδείας από
1/1/2013 δυσχέρανε τη θέση τους και το όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης όπως
προσδιορίζεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η
παρέμβαση του κράτους σε ατομικά περιουσιακά στοιχεία όπως είναι οι
μισθοί και οι συντάξεις είναι επιτρεπτή μεν για λόγους δημοσίου
συμφέροντος (π.χ. αποφυγή πλήρους χρεοκοπίας της χώρας), αλλά κατά το
δικαστήριο η παρέμβαση αυτή θα πρέπει να είναι αναλογική με τις
οικονομικές αντοχές των πολιτών ώστε να μην έχουν την ίδια επιβάρυνση
όσοι βρίσκονται ήδη σε δυσχερή θέση.
Οι υπάλληλοι, με μικτές αποδοχές στο ύψος των 1.220 ευρώ,
διεκδικούσαν συνολικά 3.500 ευρώ ο καθένας με αναδρομικά Δώρων και
Επιδομάτων Αδείας από την 1/1/2013 έως και 27/10/2016 που ήταν η
ημερομηνία επίδοσης της αγωγής τους στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 18 Απριλίου 2018 αλλά το δικαστήριο
περιόρισε τις διεκδικήσεις τους στο διάστημα από το 2014 ως το 2016,
δηλαδή για μια διετία, επικαλούμενο διατάξεις περί παραγραφής των
αξιώσεών τους όχι πέραν της διετίας αφότου υποβλήθηκε η αγωγή.
Προπομπός
Η νέα απόφαση αποτελεί προπομπό παρόμοιων αποφάσεων για την επαναφορά
των Δώρων στο Δημόσιο, τη στιγμή μάλιστα που οι δημόσιοι υπάλληλοι
καταθέτουν αιτήσεις στις υπηρεσίες τους για να ανακόψουν την παραγραφή
και να διεκδικήσουν αναδρομικά για διάστημα μεγαλύτερο της διετίας.
Η επιστροφή των Δώρων στους μισθούς του Δημοσίου, σύμφωνα με τις ως
τώρα εκδοθείσες αποφάσεις και κυρίως με τη νέα απόφαση που επαναφέρει τα
Δώρα σε υπαλλήλους υπουργείου, αποτελεί «πιλότο» και για τα Δώρα των
συνταξιούχων.
Η διαφορά είναι ότι οι συνταξιούχοι μπορούν να διεκδικήσουν με το
ίδιο σκεπτικό την επαναφορά των 800 ευρώ ετησίως ως Δώρα κύριας σύνταξης
και την επαναφορά δυο επιπλέον επικουρικών συντάξεων με αναδρομικά
5ετίας και όχι 2ετίας.
Ηδη, οι προσφυγές συνταξιούχων είναι χιλιάδες και αναμένονται οι
αποφάσεις που θα κρίνουν και γι’ αυτούς την τύχη της επαναφοράς ή μη των
κομμένων από 1/1/2013 Δώρων και Επιδομάτων Αδείας σε κύριες και
επικουρικές συντάξεις.
Τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουν δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι
Οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να κάνουν αίτηση στο τμήμα
μισθοδοσίας της υπηρεσίας τους (σ.σ.: σύμφωνα με το υπόδειγμα αίτησης
της ΑΔΕΔΥ που δημοσιεύουμε), με την οποία θα ζητούν «να μου καταβληθούν
τα επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, για το χρονικό διάστημα
2013-2018, λόγω του ότι καταργήθηκαν αντισυνταγματικώς με τις διατάξεις
του ν. 4093/2012 και του ν. 4354/2015, επιφυλασσόμενος για την άσκηση
παντός νομίμου δικαιώματός μου».
Οι συνταξιούχοι θα πρέπει να συμπεριλάβουν την απαίτηση για επαναφορά
των Δώρων μέσα στην ηλεκτρονική αίτηση που είτε έχουν υποβάλει στον
ΕΦΚΑ είτε πρόκειται να υποβάλουν.
Στην περίπτωση που έκαναν την αίτηση μπορούν να την ανοίξουν εκ νέου
μέσα από την ιστοσελίδα του ΕΦΚΑ και να επιλέξουν «διόρθωση», ώστε αν
δεν συμπεριέλαβαν την απαίτηση για επαναφορά των Δώρων, να την
προσθέσουν στο σημείο «Β» στο τελευταίο κουτάκι, που δίνει τη δυνατότητα
να γράψουν τις παρατηρήσεις τους και το συμπληρωματικό τους αίτημα. Με
τη διόρθωση η αίτηση επανυποβάλλεται χωρίς να αλλάξει ο αρχικός αριθμός
του ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου.
Τα αναδρομικά από επιστροφή μειώσεων δώρων και συντάξεων
Κύρια σύνταξη σήμερα προ φόρου Επικουρική σύνταξη προ φόρου Μείωση ν. 4051 Μείωση ν. 4093 Καταργηθέντα Δώρα Αναδρομικά κατ’ έτος
στην κύρια σύνταξη στην επικουρική (*) στην κύρια σύνταξη στην επικουρική (*) κύριας σύνταξης επικουρικής σύνταξης
1.497 191 78 85 281 51 800 382 7.122
1.360 177 55 79 255 48 800 354 6.398
1.304 190 33 75 154 30 800 380 4.684
1.188 163 14 64 141 26 800 326 4.066
1.114 153 2 43 132 24 800 306 3.518
1.054 143 0 38 59 11 800 286 2.382
Από τι εξαρτάται η αναδρομικότητα και το ύψος των επιστροφών
Τα αναδρομικά καθώς και το ποσό των επιστροφών εξαρτώνται από το πώς
θα κρίνουν τα ανώτατα δικαστήρια (εν προκειμένω το Συμβούλιο της
Επικρατείας) το νόμο Κατρούγκαλου στο θέμα του επανυπολογισμού των
συντάξεων, τονίζει η δικηγόρος Μαρία-Μαδαληνή Τσίπρα στον «Ε.Τ.» της
Κυριακής.
Σε δήλωσή της αναφέρει: «Περικοπές στις συντάξεις, κύριες και
επικουρικές, έγιναν πολλές και με διάφορους νόμους από την αρχή της
οικονομικής κρίσης το 2010 μέχρι και σήμερα. Δεν κρίθηκαν, ωστόσο, όλες
αντισυνταγματικές από το Συμβούλιο της Επικρατείας εκτός των αποφάσεων
που εκδόθηκαν στις 10 Ιουνίου 2015 με τις οποίες κρίθηκαν
αντισυνταγματικοί οι νόμοι 4051/2012 και 4093/2012.
Από την ημερομηνία αυτή και μετά η κυβέρνηση όφειλε, σύμφωνα με το
άρ. 95 του Συντάγματος και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του
Ανθρώπου, να καταργήσει τις περικοπές και να επαναφέρει τις συντάξεις
στο ύψος που καταβάλλονταν την 1η Ιανουαρίου 2013.
Ο νόμος Κατρούγκαλου, που εκδόθηκε τον Μάιο του 2016, εισήγαγε έναν
εντελώς νέο τρόπο υπολογισμού των κύριων και επικουρικών συντάξεων, με
τη ρητή μάλιστα πρόβλεψη ότι οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις
υπολογίζονται ξανά με τα νέα δεδομένα, ενώ η τυχόν διαφορά μεταξύ της
σύνταξης που εξάγεται από τον επανυπολογισμό και της σύνταξης που
καταβάλλεται διατηρείται ως προσωπική διαφορά.
Για να είναι δίκαιος και έντιμος ο επανυπολογισμός και η διατήρηση
της προσωπικής διαφοράς, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά το έτος 2015
συντάξεις θα έπρεπε να έχουν καθοριστεί με τον τρόπο που όριζε η απόφαση
του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή χωρίς τις περικοπές που
εισήγαγαν οι ν. 4051/2012 και 4093/2012.
Ετσι, η προσωπική διαφορά, που θα αναλογούσε σε κάθε παλαιό
συνταξιούχο, θα ήταν προφανώς μεγαλύτερη αφού θα ενσωμάτωνε τις επιταγές
της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Τούτο με το νόμο Κατρούγκαλου δεν συνέβη. Αφενός η κυβέρνηση παρέλειψε
να εκτελέσει την απόφαση κατά το διάστημα από 10 Ιουνίου 2015 μέχρι και
την έκδοση του νόμου, στις 12 Μαΐου 2016 και αφετέρου, αντί να ληφθούν
ως βάση επανυπολογισμού οι καταβαλλόμενες συντάξεις πριν από τις
αντισυνταγματικές περικοπές, λήφθηκαν ως βάση οι καταβαλλόμενες
συντάξεις σε χρόνο που οι περικοπές είχαν ήδη λάβει χώρα.
Με αυτό το χειρισμό, ο νόμος Κατρούγκαλου εξαφάνισε τις αποφάσεις του
Συμβουλίου της Επικρατείας, συνεχίζοντας κανονικά να λαμβάνει υπόψη του
τις αντισυνταγματικές περικοπές, κατά παράβαση του έναντι όλων
ακυρωτικού αποτελέσματος των αποφάσεων της Ολομελείας του ΣτΕ και της
συνταγματικά κατοχυρωμένης υποχρέωσης της Διοικήσεως να συμμορφώνεται
προς τις δικαστικές αποφάσεις.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας κλήθηκε να κρίνει, λοιπόν, τη
συνταγματικότητα του νόμου Κατρούγκαλου. Απόφαση δεν έχει ακόμα εκδοθεί
επισήμως.
Σε κάθε περίπτωση, η κρίση του ΣτΕ θα επηρεάσει άμεσα και τις
διεκδικήσεις αναδρομικών μετά τη 12η Μαΐου 2016, αφού εάν ο νόμος
Κατρούγκαλου κριθεί συνταγματικός, η προσπάθεια για την αποκατάσταση των
συντάξεων θα δυσχερανθεί σημαντικά».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής