Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης ορθώς συνεχίζει το διάλογο με την Τουρκία (γιατί, διαφορετικά, ακόμα και η μικρότερη σπίθα έντασης ίσως οδηγούσε σε μέγιστη κρίση), αλλά, αν δεν μεταβάλλει σύντομα το πλαίσιο και τον τρόπο διεξαγωγής του, η ζυγαριά θα γείρει πανηγυρικά υπέρ της Άγκυρας.
Ήδη, η ζυγαριά έχει αρχίσει να γέρνει λόγω δύο εξόχως ανησυχητικών εξελίξεων στη σκιά της συνάντησης της Άγκυρας της 13ης Μαΐου 2024. Πρώτον, η τουρκική πλευρά -έστω με αργούς ρυθμούς- θα προχωρήσει στο σχεδιασμό-ανακήρυξη δικών της θαλάσσιων πάρκων στο Αιγαίο. Και , δεύτερον, ζητεί την απόσυρση της ναυτικής δύναμης του ΝΑΤΟ από το Αιγαίο, η οποία συνέβαλε, από το 2016, στην αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού.
Ασφαλώς, αμφότερες οι εξελίξεις δεν σημαίνουν ότι το διμερές κλίμα θα δυναμιτιστεί πολύ σύντομα. Μπορεί να μεσολαβήσουν κάποιοι μήνες, καθώς ο Τούρκος πρόεδρος Ρ.Τ. Ερντογάν αναμένει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και τις νέες ισορροπίες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να διαπιστώσει αν έχει λόγους να συνεχίσει ή όχι και για πόσο τη σχετικά ηπιότερη πολιτική του έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.
Σύγκριση με τις πρώτες επαφές Μητσοτάκη-Ερντογάν
Η ελληνική πλευρά, μέσω της συνάντησης του Βοσπόρου, το Μάρτιο του 2022, και της Διακήρυξης των Αθηνών, το Δεκέμβριο του 2023, έχει εγκλωβιστεί σε μια αντιφατική διαδικασία. Εκτός από το θετικό στοιχείο της προσωρινής ηρεμίας στο Αιγαίο, δεν κερδίζει τίποτα περισσότερο, ενώ η Άγκυρα προωθεί (διμερώς, στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ) πολλές επιλογές της, έχοντας εξασφαλίσει τη de facto ελληνική ανοχή στις πάγιες θέσεις της. Και, ως γνωστόν, η επί μακρόν ανοχή και αδράνεια δημιουργούν συνθήκες παραίτησης από την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων ως και νέα τετελεσμένα.
Ο πρόεδρος Ερντογάν και οι στενοί συνεργάτες του έχουν καταφέρει κάτι που δεν ίσχυε, κατά τις πρώτες συναντήσεις κορυφής, επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη (στον ΟΗΕ, το Σεπτέμβριο 2019, και στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, στο Λονδίνο, το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς). Έχουν πετύχει το Μέγαρο Μαξίμου να σιωπά ως προς το casus belli για τα 12 ν.μ., τα τρία παράνομα τουρκολιβυκά μνημόνια, την υπονομευτική δράση στη Θράκη, το Κυπριακό και, γενικότερα, για όλες τις κινήσεις επεκτατισμού της Άγκυρας. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά συζητεί (σχεδόν) τα πάντα. Ό,τι υπερβολικό και αν της τίθεται, χωρίς η ίδια να απαιτεί την έμπρακτη επιβεβαίωση αυτονόητων δικαιωμάτων της.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στην Άγκυρα, η τουρκική αντιπροσωπεία επιχείρησε να θέσει, μεταξύ άλλων, την επαναβεβαίωση της Διακήρυξης των Αθηνών και την επίσημη ανακοίνωση κάποιου από τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, ώστε να επιβραβευτεί το υφιστάμενο πλαίσιο διαλόγου. Ευτυχώς, η προηγηθείσα συνάντηση μεταξύ του πρέσβη Θ. Λαλάκου και του Τούρκου υφυπουργού Εξωτερικών Μπ. Ακσαπάρ είχε εξασφαλίσει ότι η διαδικασία θα προχωρούσε με τα «τυπικά» ΜΟΕ (ανταλλαγές επισκέψεων στρατιωτικών κλπ.). Έτσι, οι πρόσθετες συζητήσεις στην Άγκυρα δεν εξετράπησαν προς τη νόθευση του Μνημονίου Παπούλια-Γιλμάζ ή τον προληπτικό έλεγχο αεροναυτικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Άλλωστε η Αθήνα δεν έχει κανένα λόγο να παίζει το παιχνίδι του κ. Ερντογάν προς εντυπωσιασμό των Αμερικανών και Ευρωπαίων συμμάχων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, πέρυσι το Δεκέμβριο, ακριβώς την επομένη της Διακήρυξης των Αθηνών, ο υφυπουργός Εξωτερικών κ. Ακσαπάρ είχε επικαλεστεί το νέο, θετικό κλίμα σε συζητήσεις του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Και, βάσει αυτού, αξίωσε ταχεία αναθεώρηση των ρυθμίσεων Ε.Ε.-Τουρκίας σε θέματα άμυνας και ασφάλειας. Επομένως, αφού ο Τούρκος πρόεδρος έχει τόσες επείγουσες προτεραιότητες (οικονομική στήριξη και θέματα ασφάλειας στην Ε.Ε., ομαλή υλοποίηση της συμφωνίας F-16 με τις ΗΠΑ κ.λπ.) και θέλει να δείχνει ότι όλα βαίνουν καλώς με την Ελλάδα, ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι λογικό να τον διευκολύνει, χωρίς να αξιώνει χειροπιαστά ανταλλάγματα. Πολύ περισσότερο, όταν συνεχίζονται οι επανειλημμένες δηλώσεις περί «Γαλάζιας Πατρίδας», αποστρατιωτικοποίησης των νήσων και περιορισμού του ελληνικού εναέριου χώρου.
Το δεύτερο ζήτημα που αναμενόταν να θέσει η τουρκική πλευρά -όπως και συνέβη τελικά- είναι το πάγωμα της ελληνικής εξαγγελίας για την ανακήρυξη θαλάσσιου πάρκου στο Αιγαίο. Μετά την επίσημη ανακοίνωση από τον Πρωθυπουργό, στις 16 Απριλίου 2024, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών τόνιζε πως «συμβουλεύουμε την Ελλάδα να μην χρησιμοποιεί τα προβλήματα του Αιγαίου και τα ζητήματα που αφορούν το καθεστώς ορισμένων νησιών, βραχονησίδων και βράχων, των οποίων η κυριαρχία δεν έχει μεταβιβαστεί με διεθνείς συμφωνίες, για τη δική της ατζέντα».
Έκτοτε, επικρατεί δημόσια σιωπή (με εξαίρεση προειδοποιητικά δημοσιεύματα στον τουρκικό Τύπο), αλλά το πρόβλημα είναι ότι κάποιοι αρμόδιοι εν Αθήναις συζητούν παρασκηνιακά πως «θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί». Ειδικά, κατά την εφαρμογή του άρθρου 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της θάλασσας για το καθεστώς των νήσων και βράχων και την εκεί άσκηση πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας. Το πρόβλημα, βέβαια, είναι αν και ο Πρωθυπουργός υιοθετεί παρόμοιες αντιλήψεις.
ΝΑΤΟ και Μεταναστευτικό
Παράλληλα, η Τουρκία πρόκειται να υποβάλει, σύντομα, στις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της Ατλαντικής Συμμαχίας επίσημο αίτημα αναστολής ή και λήξης της -από το 2016- επιχείρησης του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο για την ανάσχεση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών
προς την Ελλάδα και, γενικότερα, τη Δυτική Ευρώπη.
Το αίτημα της Άγκυρας βασίζεται στο σκεπτικό ότι , λόγω της μείωσης του αριθμού των παράνομων εισόδων στην ελληνική επικράτεια, δεν υπάρχει πλέον ουσιαστικός λόγος απόσπασης ναυτικών μονάδων και προσωπικού. Ειδικά, στην τρέχουσα περίοδο κατά την οποία το ΝΑΤΟ
αντιμετωπίζει την κρίση στην Ουκρανία, την ανάφλεξη Ισραήλ-Παλαιστινίων-Ιράν και τη ρευστότητα στις χώρες της Βόρειας Αφρικής. Προς το παρόν, οι τουρκικές θέσεις γίνονται δεκτές -ανεπίσημα- μόνον από λίγες άλλες συμμαχικές χώρες, αλλά σταδιακά ο αριθμός τους φαίνεται ότι αυξάνεται ή θα αυξηθεί, καθιστώντας δύσκολη την αντίδραση της ελληνικής πλευράς.
Ωστόσο, όλα τα σχετικά τουρκικά επιχειρήματα είναι παραπλανητικά για πέντε λόγους:
α) τα πολεμικά πλοία των μελών του ΝΑΤΟ, που μέσω της μόνιμης ναυτικής δύναμης SNMG2 επιχειρούν στο Αιγαίο, δεν έχουν καμία σχέση με τη φύση των επιχειρήσεων υποστήριξης της Ουκρανίας.
β) η αυξομείωση του αριθμού των παράνομων μεταναστών έχει αποδειχθεί, επί σειρά ετών, ότι εξαρτάται από το σχεδιασμό του προέδρου Ρ.Τ. Ερντογάν ως προς την ανάλογη αυξομείωση της πίεσης προς την Ελλάδα και την Ε.Ε. για την εξασφάλιση ανταλλαγμάτων.
γ) είναι γνωστό ότι μεγάλος αριθμός μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική μεταβαίνουν (και θα συνεχίσουν να μεταβαίνουν) με ένα φθηνό αεροπορικό εισιτήριο στην Κωνσταντινούπολη και, από εκεί, στα μικρασιατικά παράλια .
δ) η επιχείρηση του ΝΑΤΟ στηρίζει, σε μεγάλο βαθμό, και την αεροναυτική δραστηριότητα της FRONTEX στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή, οπότε θα θιγούν και συμφέροντα της Ε.Ε. σε περίπτωση αποχώρησης των συμμαχικών πλοίων.
ε) Αν και όλοι γνωρίζουν το «διπλό παιχνίδι» του κ. Ερντογάν στην ουκρανική κρίση με την παραβίαση των κυρώσεων και την προνομιακή επικοινωνία με τον πρόεδρο Βλ. Πούτιν, υποτίθεται πως η Τουρκία, ως μέλος του ΝΑΤΟ, θα έπρεπε να ήταν υπέρ της συμμαχικής παρουσίας στο Αιγαίο που αποτελεί τη δίοδο πρόσβασης του Ρωσικού Στόλου στη Μεσόγειο.
Σε διπλωματικό επίπεδο, οι διαβουλεύσεις θα εξαρτηθούν, σε μεγάλο βαθμό, από το Βερολίνο, καθώς (πέραν της δεδομένης ισχύος του) η έγκριση της επιχείρησης από τη Σύνοδο Υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ, στις 11 Φεβρουαρίου 2016, είχε γίνει κατόπιν κοινού αιτήματος των κυβερνήσεων Ελλάδας, Τουρκίας και Γερμανίας. Από τη στιγμή που το ένα από τα τρία μέρη (η Τουρκία) κρίνει πως ικανοποιήθηκε πλέον το τότε αίτημά του, η στάση της Γερμανίας έχει μεγάλη βαρύτητα, επειδή πίσω από αυτήν θα στοιχηθούν -ειλικρινά ή προσχηματικά- και άλλα μέλη της Συμμαχίας.
Αν το τουρκικό αίτημα γίνει αποδεκτό τους προσεχείς μήνες, η επιβάρυνση, ειδικά του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πολεμικού Ναυτικού, θα είναι μεγάλη. Ακόμα και αν οι μεταναστευτικές-προσφυγικές ροές δεν είναι ιδιαίτερα αυξημένες, οι επιχειρήσεις επιτήρησης και αποτροπής, που σήμερα εκτελούνται από τις ναυτικές μονάδες της SNMG2, θα πρέπει να γίνονται με ελληνικά μέσα. Επίσης, η μεγάλη διαφορά, συγκριτικά με το 2016, είναι ότι τότε δεν είχαν ακόμα ανοίξει τα «μέτωπα» παράνομων εισόδων-διέλευσης νότια της Πελοποννήσου (π.χ. ναυάγιο της Πύλου, Ιούνιος 2023) και νότια της Κρήτης (Γαύδος από τις αρχές του 2024).
Άλλωστε, παρά την επίπλαστη εικόνα χαμόγελων των κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν στην Άγκυρα και την πραγματική μείωση των παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου και των παραβάσεων κανόνων στο FIR Αθηνών, η τουρκική πολιτική αμφισβητήσεων δεν έχει ανασταλεί πραγματικά. Έχει αλλάξει μόνο η μέθοδος με παράνομες τουρκικές κλήσεις ασυρμάτου προς αεροσκάφη της πολιτικής αεροπορίας, ενώ στη θάλασσα η παραβατική δραστηριότητα (στα Ίμια και αλλού) είναι αυξημένη.
(*) Άρθρο του κ. Αλέξανδρου Τάρκα (αρθρογράφου περιοδικού “Άμυνα και Διπλωματία”)