Αν δεν συμβεί κάτι έκτακτο, θα μπορέσω να μιλήσουμε». Σχεδόν αυτολεξεί, η φράση αυτή προηγήθηκε όλων των συνομιλιών που είχε η «Κ» με τρία από τα μέλη του Πυροσβεστικού Σώματος που ήταν παρόντα στις μεγάλες φυσικές καταστροφές της χρονιάς που πέρασε. Ακόμα και σε περιόδους που όλα μοιάζουν να κυλούν με ανακουφιστική προβλεψιμότητα, οι Έλληνες διασώστες βρίσκονται σε μόνιμη επιφυλακή.
Πρωταγωνιστές στους μεγάλους σεισμούς που έπληξαν την Τουρκία, στην πυρκαγιά που αφάνισε μεγάλο μέρος του δάσους της Δαδιάς και στις καταστροφικές πλημμύρες της Θεσσαλίας, οι διασώστες αφηγούνται το χρονικό του θανάτου και της επιβίωσης, όταν μόνο οι άνθρωποι μπορούν να σώσουν τους ανθρώπους.
Υπαρχυπυροσβέστης Χριστόφορος Κοσμίδης, 1η ΕΜΑΚ, για τον «σεισμό του αιώνα»
Ήδη την τρίτη ημέρα μετά τους σεισμούς των 7,7 και 7,8 της κλίμακας Ρίχτερ, η οσμή της αποσύνθεσης ήταν έντονα αισθητή στο Χατάι. Το Χατάι, το σύγχρονο κέλυφος της αρχαίας Αντιόχειας, σείστηκε τα ξημερώματα της 6ης Φεβρουαρίου 2023 από τον «σεισμό του αιώνα», όπως ονομάστηκε το διπλό σεισμικό φαινόμενο που ισοπέδωσε ολόκληρες πόλεις από τα Άδανα της Τουρκίας ως τη Συρία, σε έκταση συνολικά 350.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων -όσο το μέγεθος σχεδόν της Γερμανίας.
Καταπλακωμένοι από τα συντρίμμια, έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι στις δύο χώρες και εκατομμύρια επιζώντες ήρθαν αντιμέτωποι με το τραύμα, την οικονομική κατάρρευση και την αστεγία πριν το ξημέρωμα εκείνης της Δευτέρας.
«Είναι ευτύχημα όταν άνθρωποι που δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, μόνο με τη γλώσσα του σώματος και κάποια εργαλεία, καταφέρνουν να ανασύρουν ανθρώπους από τον βέβαιο θάνατο».
Το Χατάι υπήρξε για μία εβδομάδα η βάση των επιχειρήσεων της 1ης ΕΜΑΚ, που αναχώρησε εσπευσμένα από την Ελλάδα για την Τουρκία με στρατιωτικό αεροσκάφος το απόγευμα της 6ης Φεβρουαρίου, για να μετέχει στις επιχειρήσεις διάσωσης -τρεις ημέρες μετά θα ακολουθούσε και η 2η ΕΜΑΚ. Σκυμμένοι για συνεχόμενα 24ωρα πάνω από τα συντρίμμια πολυώροφων οικοδομών που ανέδυαν τη διαπεραστική οσμή του θανάτου, οι Έλληνες διασώστες κατάφεραν συνολικά δέκα ανασύρσεις ανθρώπων -πέντε νεκρών και πέντε ζωντανών.
«Είναι ευτύχημα όταν άνθρωποι που δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, μόνο με τη γλώσσα του σώματος και κάποια εργαλεία, καταφέρνουν να ανασύρουν ανθρώπους από τον βέβαιο θάνατο», λέει στην «Κ» ο υπαρχυπυροσβέστης της 1ης ΕΜΑΚ, Χριστόφορος Κοσμίδης.
«Το μισό κράτος κάτω από τα χαλάσματα»
Με την άφιξή τους στο πεδίο, -πρώτοι από όλες τις διεθνείς αποστολές στο Χατάι- οι διασώστες της ΕΜΑΚ ήρθαν αντιμέτωποι με την πλήρη κατάρρευση. «Είχαν πέσει τα πάντα, οι δρόμοι είχαν καταστραφεί και δυσκόλευαν τις μετακινήσεις, το ίδιο και οι τηλεπικοινωνίες, δεν υπήρχαν καύσιμα, δεν υπήρχε επιτελικό κράτος», λέει ο διασώστης περιγράφοντας την αποδιοργάνωση που επικρατούσε στον τουρκικό νότο τις πρώτες ώρες μετά τους σεισμούς. «Σε τέτοιες μεγάλες καταστροφές οι πολίτες θεωρούν ότι όλοι οι διασώστες είναι ζωντανοί. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, αυτοί που οργάνωναν το κράτος ήταν οι μισοί κάτω από τα χαλάσματα».
Ακολουθώντας αυστηρά τα διεθνή πρωτόκολλα των επιχειρήσεων διάσωσης, οι διασώστες της ΕΜΑΚ ξεκίνησαν την αποστολή τους με τη συλλογή πληροφοριών από τους ντόπιους για τον εντοπισμό των αγνοουμένων. Ο Χριστόφορος Κοσμίδης έστησε ένα τραπεζάκι με τα διακριτικά της Ελλάδας και του Πυροσβεστικού Σώματος και με έναν Τούρκο εθελοντή που γνώριζε λίγα αγγλικά, έφτιαξε ένα αρχείο με διευθύνσεις και σημεία στον χάρτη όπου πιθανώς βρίσκονταν εγκλωβισμένοι. «Σκεφτείτε έναν άνθρωπο που έρχεται σχεδόν ξυπόλητος, με ρούχα από αυτά με τα οποία κοιμόταν, να σου λέει “στην τάδε πολυκατοικία ήταν οι συγγενείς μου”. Πηγαίναμε μετά σε αυτά τα κτίρια, -ολόκληρα μεγαθήρια και δεν είχε μείνει τίποτα. Ήταν μακάβριο το θέαμα».
«Δεν έχω υπάρξει σε εμπόλεμη κατάσταση αλλά οι βόμβες δεν μπορούν να κάνουν τόσο μεγάλη καταστροφή».
Ο Χριστόφορος Κοσμίδης περιγράφει την καταστροφή που αντίκρισε, ως τη μεγαλύτερη της καριέρας του ως διασώστη, δίνοντας στατιστικά λίγες πιθανότητες να ξαναδεί κάτι παρόμοιας έκτασης στα χρόνια που θα συνεχίσει να επιχειρεί. «Δεν έχω υπάρξει σε εμπόλεμη κατάσταση αλλά οι βόμβες δεν μπορούν να κάνουν τόσο μεγάλη καταστροφή», λέει.
«Οι καταστροφές γεννούν την αλληλεγγύη στους λαούς»
Ακόμα και οι εικόνες των μέσων ενημέρωσης αδυνατούσαν να αποδώσουν τη μαζική ισοπέδωση των πάντων και τη φρίκη που ακολούθησε. «Ηταν πάρα πολλοί οι ντόπιοι που με πρωτόγονα μέσα προσπαθούσαν να βγάλουν ανθρώπους. Ήταν με την προσπάθεια της ανθρωπιάς, με τα χέρια τους έσκαβαν κάποιοι που μας βοηθούσαν με λίγα αγγλικά και έλεγαν παρηγορητικά λόγια στους ανθρώπους που ήταν θαμμένοι».
Εκείνες τις ώρες, την αντοχή των διασωστών για να συνεχίσουν τροφοδοτούσε και η αλληλεγγύη. «Λέγαμε τη λέξη “γιουνάν” (σ.σ. «ελληνικό») και μας ευχαριστούσαν. Ήταν τόσο μεγάλη η καταστροφή που κανείς δεν κοίταγε ότι είμαστε από την Ελλάδα, με την οποία έχουν τεταμένες σχέσεις. Έβλεπαν μόνο ότι ήρθαν κάποιοι άνθρωποι και σκάβουν μαζί τους να βγάλουν τους συνανθρώπους τους. Μοίραζαν φαγητό και τσάι και μας τα έδιναν εγκάρδια όταν καταλάβαιναν ότι είμαστε Έλληνες. Αυτό για εμάς ήταν αγχολυτικό. Εκεί καταλαβαίνεις ότι οι καταστροφές γεννούν την αλληλεγγύη στους λαούς, τίποτα άλλο».
«Ήταν τόσο μεγάλη η καταστροφή που κανείς δεν κοίταγε ότι είμαστε από την Ελλάδα, με την οποία έχουν τεταμένες σχέσεις».
«Οι νεκροί με τους νεκρούς, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς»
Η μυρωδιά του ανθρώπου αναδύεται πιο εύκολα από τη φωνή του, λέει ο διασώστης, περιγράφοντας τις διαδικασίες κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων επιχειρήσεων, όπου τα ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά αλλά και όλος ο εξοπλισμός που διαθέτει η ΕΜΑΚ τέθηκαν σε χρήση, προκειμένου να φανερωθεί η ζωή που πάλευε με τον χρόνο καταπλακωμένη από τα συντρίμμια.
«Ήταν πολύ δύσκολο να διαχωριστεί το ζωντανό παιδί από τη νεκρή μητέρα του. Αλλά το ζήτημα είναι να βγουν οι ζωντανοί».
Μια εβδομάδα μετά τους σεισμούς, κόσμος πλησίαζε ακόμα την ελληνική αποστολή επιμένοντας ότι άκουγε τις φωνές των αγνοουμένων. «Αντιλαμβανόμασταν ότι απλά ήθελαν να βρούμε τους δικούς τους για να τους δουν μια τελευταία φορά και να μπορέσουν να τους θάψουν με τον θρησκευτικό σεβασμό που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο. Όμως παρότι είχε περάσει μια εβδομάδα, όταν υπάρχει μια υπόνοια, δεν μπορείς να την αγνοήσεις. Δεν μπορείς να φύγεις με την πιθανότητα ότι δεν προσπάθησες».
Οι εξαντλητικές προσπάθειες των διασωστών απέφεραν, όμως, και μερικά θαύματα. Ο απεγκλωβισμός ενός 6χρονου κοριτσιού έφερε δάκρυα ανακούφισης στην ελληνική αποστολή. Όσοι επιχειρούσαν στο σημείο είδαν πράγματα που δεν μπορούν να περιγραφούν. «Η μητέρα προστάτευσε το παιδί της, αλλά αποτελούσε και ένα “εμπόδιο” για να βγει το παιδί», λέει ο Χριστόφορος Κοσμίδης, περιγράφοντας την αμείλικτη πραγματικότητα της διάσωσης. «Το δυστύχημα είναι ότι υπήρχαν πολλές οικογένειες έτσι κάτω. Αγκαλιασμένοι όλοι μαζί… Αυτό ήταν πολύ δύσκολο για τον συνάδελφο που έκανε αυτές τις κινήσεις (και έπρεπε να διαχωρίσει το ζωντανό παιδί από τη νεκρή μητέρα του). Αλλά το ζήτημα είναι να βγουν οι ζωντανοί», λέει ο διασώστης και προσθέτει με επίγνωση της τραγωδίας, αλλά και την αποφασιστικότητα που απαιτεί η φύση της δουλειάς του: «Οι νεκροί με τους νεκρούς, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς».
Αρχιπυροσβέστης Αλέξανδρος Σαρμουσάλας, για τη μεγαλύτερη δασική πυρκαγιά που καταγράφηκε ποτέ στην Ε.Ε.
Οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή στα τέλη του Αυγούστου προμήνυαν δύσκολες μέρες. Στον βορρά της χώρας, το θερμόμετρο έδειχνε 40 βαθμούς Κελσίου, που σε συνδυασμό με την ανομβρία και τους δυνατούς ανέμους, δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ολοένα και περισσότερων μετώπων πυρκαγιάς.
«Είχαμε επί δύο εβδομάδες “40άρια”. Φαντάζεστε τι είχε γίνει στο βουνό. Ήταν μπαρούτι, όπως λέμε εμείς».
Το πεζοπόρο τμήμα Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, όπου υπάγεται ο αρχιπυροσβέστης Αλέξανδρος Σαρμουσάλας επιχειρούσε στην κατάσβεση της φωτιάς του Ιάσμου, όταν κλήθηκε να μεταβεί στη φωτιά της Μελίας, εν μέσω ήδη πολλών συμβάντων που κρατούσαν απασχολημένο όλο το δυναμικό του Σώματος εκείνες τις ημέρες. «Φέτος ήταν το κάτι άλλο», λέει στην «Κ» ο κ. Σαρμουσάλας. «Είχαμε επί δύο εβδομάδες “40άρια”. Φαντάζεστε τι είχε γίνει στο βουνό. Ήταν μπαρούτι, όπως λέμε εμείς».
Η μεγάλη φωτιά της Μελίας που απείλησε ζωές και περιουσίες αλλά τέθηκε υπό έλεγχο χάρη στις αδιάκοπες προσπάθειες των πυροσβεστικών δυνάμεων, προηγήθηκε λίγες μόνο μέρες της φωτιάς που ξέσπασε στη Δαδιά και έμελλε να στοιχίσει τη ζωή σε 18 ανθρώπους, που κρύβονταν στο δάσος, στην προσπάθειά τους να ολοκληρώσουν το μεταναστευτικό τους ταξίδι.
«Δεν γνώριζε κανένας ότι ήταν εκεί. Εάν το ξέραμε θα κάναμε τα πάντα να τους γλιτώσουμε», λέει ο πυροσβέστης. Δεν ήταν, όμως, οι μόνοι που βρίσκονταν εκεί. «Είδα πάρα πολλούς να μπαίνουν προς το μέρος που ήταν οι φλόγες για να ξεφύγουν», λέει ο ίδιος περιγράφοντας στιγμιότυπα από τις επιχειρήσεις κατάσβεσης.
Η φωτιά έκαψε το προστατευόμενο δάσος της Δαδιάς για 17 συνεχόμενες ημέρες και λόγω του εύρους της χαρακτηρίστηκε ήδη από πολύ νωρίς ως «μεγα-πυρκαγιά». Συγκεκριμένα, ήταν η μεγαλύτερη δασική πυρκαγιά που συνέβη ποτέ στην επικράτεια της Ε.Ε., σύμφωνα με την Κομισιόν.
«Κάθε μέρα που έφευγα η κόρη μου έκλαιγε»
Εξαιτίας των πολλών και σφοδρών μετώπων -όπως αυτό της Μελίας- οι πυροσβεστικές δυνάμεις βρίσκονταν σύσσωμες σε άλλες επιχειρήσεις όταν η πρώτη σπίθα άναψε στη Δαδιά. Ο Αλέξανδρος Σαρμουσάλας έφτασε στο δάσος την τέταρτη ημέρα για να αντικρίσει το δυσκολότερο μέτωπο της επαγγελματικής του διαδρομής. «Στα 25 χρόνια ήταν η χειρότερη φωτιά που έχω πάει και η χειρότερη καταστροφή που έχει γίνει στην περιοχή μας». Η καταστροφή της Δαδιάς, όμως, είχε ήδη ξεκινήσει από πέρυσι -«Φέτος, η φωτιά βρήκε το άκαφτο μέρος του δάσους», λέει.
Καλός γνώστης της περιοχής καθώς έχει εκεί σπίτι και δικά του ζώα, ο Αλέξανδρος Σαρμουσάλας πήγε την πρώτη μέρα που σχόλασε τα παιδιά του να δουν, από μακριά, τι συμβαίνει. «Τα παιδιά μου κλαίγανε. Κάθε μέρα που έφευγα η κόρη μου που είναι πιο μεγάλη έκλαιγε από φόβο για εκεί που πάω», λέει. Η επιχείρηση κατάσβεσης της φωτιάς της Δαδιάς ήταν από τις πιο ριψοκίνδυνες αλλά και πιο εξαντλητικές για τους πυροσβέστες. «Δουλεύαμε 36 ώρες. Έφτανες το μεσημέρι σπίτι για να ξεκουραστείς και το επόμενο πρωί ξαναπήγαινες στο μέτωπο».
«Στα 25 χρόνια ήταν η χειρότερη φωτιά που έχω πάει και η χειρότερη καταστροφή που έχει γίνει στην περιοχή μας».
Οι άνθρωποι της πρώτης γραμμής, όμως, έχουν συνηθίσει την κούραση. Αυτό που δεν συνηθίζεται, λένε, είναι η ματαίωση, όταν παρά τις τιτάνιες προσπάθειες, η φωτιά επιμένει. «Φέτος κινδυνέψαμε να καούμε. Οταν δίνεις τα πάντα, όλες τις δυνάμεις για να σβήσεις μια φωτιά και δεν τα καταφέρνεις, πέφτεις ψυχολογικά λες “όλη η δουλειά που έκανα πήγε στράφι”».
«Όταν δίνεις τα πάντα, όλες τις δυνάμεις για να σβήσεις μια φωτιά και δεν τα καταφέρνεις, πέφτεις ψυχολογικά λες “όλη η δουλειά που έκανα πήγε στράφι”».
Όταν, μετά 17 ημέρες, δεν υπήρχε πια καμία νέα εστία, ο Αλέξανδρος Σαρμουσάλας πήρε και πάλι την οικογένειά του να τους δείξει από κοντά τι έγινε αλλά και να δει ο ίδιος, με περισσότερη ψυχραιμία πια. «Πήγαν όλοι οι συνάδελφοι και το είδαν. Δεν υπάρχει πιο άσχημο πράγμα από το να βλέπεις μια περιοχή να γίνεται κάρβουνο. Πρέπει να είσαι απάνθρωπος για να μην σπαράζει η καρδιά σου. Δεν ξέρω αν θα ζήσω τέτοια μεγάλη καταστροφή ξανά», λέει.
Επιπυραγός Χρήστος Αντωνίου, για τις βιβλικές πλημμύρες της Θεσσαλίας
Στις 6 Σεπτεμβρίου, τα πρώτα συμβάντα που προέκυψαν από το πέρασμα της κακοκαιρίας Daniel εντοπίζονταν στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου. Η μονάδα του Χρήστου Αντωνίου ειδοποιήθηκε νωρίς το πρωί για να κατευθυνθεί στην Αργαλαστή Μαγνησίας ενώ μαινόταν ακόμα η καταιγίδα και οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες. Θα συναντούσε τα πρώτα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα λίγο έξω από τον Βόλο, σαν προοικονομία για τον κατακλυσμό που θα ακολουθούσε. Από τις πλημμύρες στη Θεσσαλία έχασαν τη ζωή τους 17 άνθρωποι, ενώ οι ζημιές σε περιουσίες και ζωϊκό κεφάλαιο είναι ανυπολόγιστες.
«Δεν μας επιτρέπεται να φοβόμαστε, να κάνουμε πίσω σε κάτι».
Δεν ήταν η πρώτη μεγάλη πλημμύρα που ο πυροσβέστης Χρήστος Αντωνίου καλούνταν να διαχειριστεί. Ο Ιανός είχε περάσει από την περιοχή λίγα χρόνια πριν, ωστόσο η σφοδρότητα του νέου φαινομένου, που το διαδέχθηκε και η κακοκαιρία Elias, τον ξεπερνούσε κατά πολύ. «Θα έλεγα ότι κάτι τέτοιο δεν το είχαμε δει ως τώρα», λέει ο κ. Αντωνίου, που επιχείρησε δύο ημέρες στην Αργαλαστή, δύο στον Παλαμά Καρδίτσας, έπειτα στη Γιάννουλη και με το ξέσπασμα της δεύτερης κακοκαιρίας, ξανά, στον Βόλο.
«Δεν μας επιτρέπεται να φοβόμαστε, να κάνουμε πίσω σε κάτι», λέει καθώς ερωτάται για τις σκέψεις που διατρέχουν το ανθρώπινο μυαλό κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων διάσωσης. «Απλά προσπαθούμε να είμαστε ψύχραιμοι και να εφαρμόσουμε όλα αυτά που έχουμε πάρει με την εκπαίδευσή μας».
«Μεγαλύτερη αποζημίωση το ευχαριστώ των ανθρώπων»
Η στιγμή που θυμάται εντονότερα ο Χρήστος Αντωνίου είναι η δύσκολη διάσωση έξι εγκλωβισμένων ατόμων στην Αργαλαστή Μαγνησίας, στις 6 Σεπτεμβρίου, όπου υπήρχαν ήδη αρκετά περιστατικά διασώσεων.
«Η προσέγγιση του σημείου με σωστικό μέσο ήταν αδύνατη, τα φερτά υλικά του χειμάρρου που είχε καταπιεί τους δρόμους, απέτρεπαν την επιχείρηση και έτσι οι διασώστες πήραν τη ριψοκίνδυνη απόφαση να αφήσουν πίσω τις λέμβους».
«Βρισκόμασταν λίγο έξω από την Αργαλαστή, όταν ο δήμαρχος της περιοχής ανέφερε ότι στην παραλία Ποτιστικών βρίσκονταν έξι εγκλωβισμένοι. Όταν φτάσαμε εκεί διαπιστώσαμε ότι ήταν εγκλωβισμένοι σε ένα κτίριο που λειτουργούσε ως νησίδα καθώς δεξιά και αριστερά του διέρχονταν ορμητικά νερά», περιγράφει.
Η προσέγγιση του σημείου με σωστικό μέσο ήταν αδύνατη, τα φερτά υλικά του χειμάρρου που είχε καταπιεί τους δρόμους, απέτρεπαν την επιχείρηση και έτσι οι διασώστες πήραν τη ριψοκίνδυνη απόφαση να αφήσουν πίσω τις λέμβους. Δεν έχασαν ποτέ οπτική επαφή με τους εγκλωβισμένους. «Τους δίναμε κουράγιο και μας είπαν πως αισθάνθηκαν ασφαλείς και μόνο με την παρουσία μας», λέει ο κ. Αντωνίου.
Μία ώρα μετά και μη έχοντας άλλο τρόπο, οι διασώστες αποφάσισαν να περάσουν οι ίδιοι μέσα από τα νερά, «με ό,τι συνεπάγεται αυτό», λέει χαρακτηριστικά. Με τη χρήση διασωστικού σχοινιού έβγαλαν έναν-έναν τους εγκλωβισμένους από τη λάσπη και τους πέρασαν απέναντι. «Ήταν μια αρκετά δύσκολη διάσωση, στην οποία χρειάστηκε να προσεγγίσουμε μέσα από ένα χώρο που υπήρχαν πολλά ανοίγματα, πηγάδια και πολλά φερτά υλικά, αλλά όλα πήγαν καλά. Η μεγαλύτερη αποζημίωση για εμάς ήταν το ευχαριστώ αυτών των ανθρώπων».
«Το κρατάω στο μυαλό μου γιατί λίγο αργότερα σε αυτή την περιοχή ανέβηκε πολύ η ένταση της βροχής και προκάλεσε πολλές ζημιές. Όταν πια φύγαμε από εκεί έπεσε η γέφυρα πίσω μας. Βάζω στο μυαλό μου, τι θα μπορούσε να είχε συμβεί…», λέει ο κ. Αντωνίου.
«Είναι αυτό που με κρατάει στο Σώμα»
Οι διασώσεις της Θεσσαλίας είναι ιστορίες αυτοθυσίας. Τα μέλη του Πυροσβεστικού Σώματος κινδύνευσαν μαζί με τους εγκλωβισμένους πολλές φορές, όπως στην περίπτωση μίας επιχείρησης στη Γιάννουλη, όπου ο κ. Αντωνίου περιγράφει τον αγώνα των συναδέλφων του να συγκρατήσουν τους πολίτες όταν η διασωστική λέμβος ανετράπη και βρέθηκαν όλοι μαζί μέσα στα ορμητικά νερά. Κατάφεραν να αγκιστρωθούν από σημεία και να βγουν τελικά χάρη στις συντονισμένες προσπάθειες όλων.
Το επάγγελμα του πυροσβέστη δεν είναι ένα οποιοδήποτε επάγγελμα, λέει ο Χρήστος Αντωνίου. «Τις περισσότερες φορές ξεπερνάει τα όρια του καθήκοντος και το ρίσκο είναι παρόν σε κάθε επέμβαση. Συχνά σκέφτομαι τους ανθρώπους αυτούς με την απόγνωση στα μάτια τους. Ολο αυτό δεν μπορεί να μη σε επηρεάσει. Αλλά αναγκάζεσαι να το αφήσεις πίσω σου για να συνεχίσεις», λέει.
Οι άνθρωποι της πρώτης γραμμής που μίλησαν στην «Κ» θα συνεχίσουν να βρίσκονται εκεί και στις αναπόφευκτες κρίσεις του μέλλοντος. «Μου αρέσει που είμαι στην πρώτη γραμμή και είναι αυτό που με κρατάει στο Σώμα», λέει ο επιπυραγός Χρήστος Αντωνίου, συνοψίζοντας πιθανώς τις σκέψεις και των υπόλοιπων συναδέλφων του.