Την Παρασκευή, 1 Νοεμβρίου 2024, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Μυτιλήνης έκρινε ένοχους τέσσερις κατηγορούμενους, και με πρόταση Εισαγγελέα, αναγνωρίζοντας το ρατσιστικό κίνητρο για τα επεισόδια που σημειώθηκαν στις 1 Μαρτίου 2020 στο λιμανάκι της Θερμής, Λέσβου. Το περιστατικό είχε λάβει μεγάλη δημοσιότητα, καθώς περιλάμβανε την αποτροπή αποβίβασης προσφύγων γυναικών και παιδιών από τη βάρκα και επίθεση στον Γερμανό φωτορεπόρτερ, τον Μίκαελ Τράμερ, που κάλυπτε τα γεγονότα.
Ειδικότερα επιβλήθηκε ποινή 37 μηνών στον επιτιθέμενο με κλωτσιές κατά του φωτορεπόρτερ, χωρίς αναστολή αλλά με αναστέλλουσα ισχύ της έφεσής του, ενώ ποινές με αναστολή πήραν ο δεύτερος κατηγορούμενος (29 μήνες), ο τρίτος κατηγορούμενος (26 μήνες) και η τέταρτη κατηγορούμενη (28μήνες). Όλοι κρίθηκαν ένοχοι με βάση το κατηγορητήριο για επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά συναυτουργία και συνέργεια, φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατά συναυτουργία και συνέργεια, παράνομη βία κατά συναυτουργία και κατά συρροή με ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
Η δικηγόρος της υποστήριξης της κατηγορίας, Έλλη Κριωνά Σαράντη από την HIAS, δήλωσε ότι η απόφαση αποτελεί μια «σημαντική νίκη ενάντια στη ρατσιστική βία», ενώ τόνισε τη σημασία της καταδίκης των επιθέσεων κατά δημοσιογράφων και υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σύμφωνα με την κ. Κριωνά Σαράντη, οι κατηγορούμενοι δεν άφησαν τους πρόσφυγες να αποβιβαστούν στο λιμάνι, παρά την παρουσία του λιμενικού. Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, υπήρξε και επίθεση στον φωτορεπόρτερ Τράμερ, ο οποίος δέχθηκε χτυπήματα στο κεφάλι και υπέστη ζημιές στον εξοπλισμό του, αξίας άνω των 5.000 ευρώ.
Ο κ. Τράμερ, μέσω διερμηνέα, ανέφερε στο δικαστήριο τη βιαιότητα της επίθεσης που δέχθηκε, καταρρίπτοντας τον ισχυρισμό της υπεράσπισης ότι ο ίδιος είχε προκαλέσει την αντίδραση με την παρουσία του. Σημαντικό ρόλο στην τεκμηρίωση των κατηγοριών έπαιξαν οι φωτογραφίες και το οπτικοακουστικό υλικό από τη σκηνή των επεισοδίων, ενώ το «Ν» είχε καταγράψει ζωντανά τα γεγονότα μέσω livestream, ενώ ειδικός ερευνητής ανέλυσε όλο το υλικό που παραδόθηκε.
Οι κατηγορούμενοι και μέσω των συνηγόρων υπεράσπισής τους, μεταξύ άλλων των Στρατή Ηλιογραμμένου, Τάσου Χατζηγιάννη, Δημήτρη Κίνδερλη υποστήριξαν ότι είχαν δικαιολογημένη αγανάκτηση λόγω της κατάστασης του προσφυγικού στη Λέσβο και ότι είναι ευηπόληπτοι πολίτες.
Η υπόθεση αυτή αποτέλεσε σημείο αναφοράς για τη δικαιοσύνη, καθώς έδωσε ένα ισχυρό μήνυμα ενάντια στη ρατσιστική βία και στην αυτοδικία, επισημαίνοντας ότι κανείς δεν μπορεί να αναλαμβάνει την εφαρμογή του νόμου σε βάρος ευάλωτων ανθρώπων που αναζητούν προστασία.