Η συνέχιση της εργασίας μετά τη συνταξιοδότηση είναι μια ευκαιρία μη βίαιου επαγγελματικού αποκλεισμού, αλλά και βελτίωσης των οικονομικών του ασφαλισμένου.
Η λήψη της σύνταξης δεν συνεπάγεται και αυτόματα την «έξοδο» από τον εργασιακό – επαγγελματικό βίο. Ιδίως μετά το 2020 οπότε και προβλέπεται η περικοπή «μόνο» κατά 30% της σύνταξης σε περίπτωση συνέχισης της εργασίας ή ανάληψης νέας. Άρα γίνεται πράξη, έστω για μια περιορισμένη ομάδα άκρως εξειδικευμένων εργαζομένων και επιστημόνων, η περίφημη «ενεργός γήρανση».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο και εμμέσως οι αποδοχές αυξάνονται κατά το 70% της σύνταξης, αλλά είναι στην διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης η διατήρηση της σχέσης εργασίας. Εκτός ίσως από το δημόσιο όπου καθοριστικό ρόλο παίζει το κομματικό «μέσο» (μετακλητοί υπάλληλοι κ.ά.).
Αντιθέτως, η εργασία των επιστημόνων (γιατροί κ.α.) μοιάζει επιβεβλημένη, στο βαθμό που οι γνώσεις και η εμπειρία τους είναι πολύτιμες. Βεβαίως, από τον «κανόνα του -30%» υπάρχουν εξαιρέσεις και ιδιαιτερότητες.
- Ο εργαζόμενος στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (όπου το κράτος διατηρεί τον μετοχικό έλεγχο τουλάχιστον στο 51%), μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται και μετά τη συνταξιοδότησή του και έως του 67ου έτους της ηλικίας (οπότε και απολύεται αυτοδικαίως).
Ωστόσο, για να συνεχίσει να λαμβάνει το 70% της σύνταξης θα πρέπει να έχει συμπληρώσει το 62ο έτος της ηλικίας. Σε διαφορετική περίπτωση χάνει το σύνολο της σύνταξής του.
Η σύνταξη επανέρχεται στο 62ο έτος (ή νωρίτερα όταν σταματήσει να απασχολείται).
Σε κάθε περίπτωση, τα έτη που ασφαλίστηκε μετά την (πρώτη) συνταξιοδότηση θα προσμετρηθούν και θα βελτιωθούν ανάλογα οι αποδοχές του συνταξιούχου.
- Όσοι συνταξιούχοι, όχι μόνο του αγροτικού, αλλά και του αστικού τομέα (μισθωτοί, ελεύθεροι επαγγελματίες κ.α.) γίνουν καλλιεργητές (αγρότες, κτηνοτρόφοι, ψαράδες κ.λπ.) και έχουν καθαρό ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ (τζίρος μείον οι δαπάνες) ή λαμβάνουν κοινοτικές επιδοτήσεις μέχρι του συγκεκριμένου ύψους, η σύνταξή τους ΔΕΝ μειώνεται στο παραμικρό.
Παραμένει ωστόσο η υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ (αγροτικός τομείς-πρώην ΟΓΑ). Και όταν διακοπεί πλήρως η απασχόληση, οι τελικές αποδοχές θα αναπροσαρμοστούν κατά το ποσό που αποδίδεται από τις πρόσθετες εισφορές.
- Για τους συνταξιοδοτηθέντες που συνεχίζουν να εργάζονται δεν υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση συνταξιοδότησης (ίση με το 40% της αποζημίωσης απόλυσης όταν υπάρχει επικουρικό ταμείο και 50% χωρίς επικουρικό). Αποζημίωση που οφείλει όταν ο μισθωτός λαμβάνει πλήρη σύνταξη.
Ωστόσο, ο εργαζόμενος συνταξιούχος θα λάβει το εφάπαξ (αποζημίωση κ.λπ.) με την οριστική απόσυρση από τον εργασιακό βίο.
Αντιθέτως, εάν ο εργαζόμενος συνταξιοδοτηθεί παραιτούμενος και μετά αναλάβει εργασία (στον ίδιο εργοδότη ή σε άλλον), τότε καταβάλλεται κανονικά η αποζημίωση συνταξιοδότησης.
- Ίσως το μεγαλύτερο αντικίνητρο της εργασίας του συνταξιούχου είναι η φορολογία. Με εισόδημα από σύνταξη και απασχόληση αυξάνεται το ετήσιο εισόδημα και επιβάλλεται μεγαλύτερη φορολογία. Για παράδειγμα φόρος 32% για ποσά άνω των 22.000 ευρώ, συν την εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχου (ΕΑΣ) για μηνιαίο ποσό σύνταξης άνω των 1.300 ευρώ. Ιδίως φέτος μετά την αναπροσαρμογή των συντάξεων κατά 7,75% λόγω ακρίβειας (επίσημος πληθωρισμός 9,6%), χωρίς ωστόσο να αναπροσαρμοστεί και η φορολογική κλίμακα.