Το διάταγμα, που προήλθε από την εργασία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας υπό την επίβλεψη του συμβούλου Μάικ Βαλτς, συνδυάζει στοχευμένες πολιτικές με έναν ξεκάθαρο στόχο: την ενίσχυση της εθνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας και την προστασία της αμερικανικής ναυτιλίας από τις παγκόσμιες εξελίξεις, ιδιαίτερα από την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας.
Οι βασικοί άξονες του “Maritime Action Plan”
Α. Δημιουργία Ταμείου Θαλάσσιας Ασφάλειας: Ένα από τα πιο καινοτόμα μέτρα του σχεδίου είναι η ίδρυση ενός νέου Ταμείου Θαλάσσιας Ασφάλειας, το οποίο θα χρηματοδοτεί την εγχώρια ναυπηγική δραστηριότητα, χρησιμοποιώντας έσοδα από δασμούς και πρόστιμα. Το εν λόγω ταμείο στοχεύει στην ενίσχυση της αμερικανικής ναυπηγικής ικανότητας και στη δημιουργία ενός ισχυρού ναυτικού τομέα που θα μπορούσε να αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ.
Β. Φορολογικά Κίνητρα γύρω από τα λιμάνια: Στο πλαίσιο της οικονομικής αναγέννησης της αμερικανικής ναυτιλίας, το διάταγμα προβλέπει τη δημιουργία ειδικών φορολογικών ζωνών γύρω από στρατηγικά λιμάνια, με στόχο την τόνωση των επενδύσεων και την αναβάθμιση των τοπικών υποδομών. Τα φορολογικά κίνητρα και οι ζώνες αυτές αναμένεται να ενισχύσουν την παραγωγική δυνατότητα των λιμενικών υποδομών και να προσελκύσουν νέες επιχειρηματικές επενδύσεις στον ναυτιλιακό τομέα.
Γ. Ναυτιλιακή Εκπαίδευση και Υποτροφίες: Μια άλλη καινοτομία του σχεδίου είναι η δημιουργία ενός νέου συστήματος υποτροφιών για τη ναυτιλιακή εκπαίδευση, το οποίο στοχεύει στην ανάπτυξη ενός νέου κύματος Αμερικανών αξιωματικών του εμπορικού ναυτικού. Στόχος είναι η παραγωγή υψηλού επιπέδου επαγγελματιών για να υποστηρίξουν την αναγέννηση της αμερικανικής ναυτιλίας και να ενισχύσουν τη θέση των ΗΠΑ στον παγκόσμιο ναυτιλιακό χάρτη.
Δ. Αναθεώρηση των ομοσπονδιακών διαδικασιών για τις ναυπηγικές προμήθειες: Το σχέδιο περιλαμβάνει και αναθεώρηση των διαδικασιών για τις ναυπηγικές προμήθειες και τις προτεραιότητες στην κατανομή φορτίων υπό αμερικανική σημαία, προκειμένου να ενισχυθεί η αμερικανική ναυτιλία και να διασφαλιστεί ότι τα αμερικανικά εμπορεύματα θα μεταφέρονται κατά προτεραιότητα με αμερικανικά πλοία.
Στρατηγική αποσύνδεσης από την Κίνα
Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα στοιχεία του διατάγματος είναι η στρατηγική αποσύνδεσης από την Κίνα. Η αμερικανική κυβέρνηση μέσω της Εμπορικής Αντιπροσωπείας (USTR) καλείται να εξετάσει τις κρατικές ενισχύσεις που παρέχονται στα κινεζικά ναυπηγεία και να προτείνει μέτρα εμπορικής άμυνας, περιλαμβανομένων ειδικών δασμών σε γερανούς κινεζικής κατασκευής που χρησιμοποιούνται σε αμερικανικά λιμάνια. Η στρατηγική αυτή στοχεύει στην απομόνωση των αμερικανικών λιμανιών και ναυπηγείων από τις κινεζικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, με τη δημιουργία εμπορικών φραγμάτων που θα περιορίσουν την επιρροή της Κίνας στην αμερικανική ναυτιλία.
Επιπλέον, το διάταγμα εισάγει ένα ειδικό τέλος στα φορτία που φτάνουν στις ΗΠΑ μέσω καναδικών ή μεξικανικών λιμανιών, με σκοπό να αποτραπεί η εκμετάλλευση «παραθύρων» στους όρους του εμπορίου, προστατεύοντας τη ναυτιλιακή αγορά των ΗΠΑ από παρακάμψεις μέσω άλλων εθνών.
Διεθνείς Αντιδράσεις και Πολιτικές Επιπτώσεις
Το εκτελεστικό διάταγμα έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις σε διεθνές επίπεδο. Το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών κατήγγειλε την «επαναφορά πρακτικών προστατευτισμού», επισημαίνοντας ότι τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αντιμετωπίζει την πρωτοβουλία με σκεπτικισμό, ανησυχώντας για μια νέα φάση «εθνικοποίησης της ναυτιλίας», ενώ διεθνείς ναυτιλιακοί οργανισμοί όπως το Διεθνές Ναυτιλιακό Επιμελητήριο (ICS) και η BIMCO προειδοποιούν για τις επικίνδυνες συνέπειες της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης και για την πιθανότητα αντίμετρων που θα μπορούσαν να πλήξουν το παγκόσμιο ναυτιλιακό σύστημα.
Η Ευρώπη, ειδικά, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πολιτικό δίλημμα: ενώ η ενίσχυση της αμερικανικής ναυτιλιακής ισχύος μέσω στρατηγικών κρατικών παρεμβάσεων μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για άλλες χώρες, η ενδεχόμενη διάσπαση του διεθνούς ναυτιλιακού συστήματος ενδέχεται να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις και να διαταράξει την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων.
Η Θάλασσα ως Πολιτικό Αφήγημα και Νέο Πεδίο Αντιπαράθεσης
Η επιλογή του Τραμπ να δώσει τόσο μεγάλη βαρύτητα στη ναυτιλία δεν είναι μόνο μια στρατηγική απόφαση που συνδέεται με την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, αλλά και μια κίνηση πολιτικής ταυτοποίησης. Η ρητορική περί «θαλάσσιας κυριαρχίας» ενισχύει το εθνικό αφήγημα περί οικονομικής ανεξαρτησίας και ασφάλειας, καθιστώντας τη ναυτιλία πυλώνα της αμερικανικής στρατηγικής.
Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα την ένταση των πολιτικών διαχωρισμών, καθώς η αντιπολίτευση κατηγορεί την κυβέρνηση για μονομερείς και απομονωτικές πολιτικές, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν αύξηση του κόστους των μεταφορών και να επηρεάσουν αρνητικά τους καταναλωτές.
Η στρατηγική αυτή δεν είναι απλώς ένα μέτρο για τη ναυτιλία, αλλά επίσης δείχνει την τάση ενός νέου εμπορικού εθνικισμού που συνδέει την αναγέννηση της ναυτιλίας με την εθνική επιβίωση των ΗΠΑ. Η θάλασσα δεν είναι πλέον μόνο το μέσο διεθνούς εμπορίου, αλλά και το πεδίο ενός εντεινόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων, με την Κίνα και τις ΗΠΑ να βρίσκονται σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση για την κυριαρχία των θαλάσσιων οδών.
Το Μέλλον της Αμερικανικής Ναυτιλίας και η Διεθνής Αντίδραση
Με την υπογραφή του διατάγματος για το “Maritime Action Plan”, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ανοίξει έναν νέο κύκλο γεωπολιτικών και οικονομικών αμφισβητήσεων που ενδέχεται να καθορίσουν το μέλλον της παγκόσμιας ναυτιλίας.
Το διακύβευμα είναι ξεκάθαρο: η αμερικανική ναυτιλία θα επανέλθει ως ηγετική δύναμη στον κόσμο ή θα οδηγηθούμε σε έναν επικίνδυνο δρόμο διαίρεσης της διεθνούς ναυτιλιακής κοινότητας; Ανεξαρτήτως της πολιτικής απόφασης, το σίγουρο είναι ότι η θάλασσα παραμένει το νέο πεδίο αντιπαράθεσης για τις μεγάλες δυνάμεις.
Γιώργος Σκορδίλης
Πηγή: Reporter.gr