Μεταξύ άλλων, η Ντάνφι ισχυρίζεται ότι ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης την υποχρέωνε να έχει σεξουαλικές επαφές μαζί του, εκβιάζοντάς την με απόλυση, αλλά και ότι είχε συζητήσει μαζί της το σχέδιό του να βγάλουν λεφτά με τον Τραμπ, απονέμοντας χάρες σε καταδίκους με αντάλλαγμα 2 εκατ. δολάρια.
«Απαιτούσε συχνά στοματικό σεξ όταν δεχόταν κλήσεις σε ανοιχτή ακρόαση από φίλους και πελάτες υψηλού προφίλ, συμπεριλαμβανομένου του τότε προέδρου Τραμπ… ο Τζουλιάνι είχε πει στην κυρία Ντάνφι ότι του άρεσε να συμβαίνει αυτό ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο επειδή τον έκανε να “αισθάνεται σαν τον Μπιλ Κλίντον”», αναφέρεται στη μήνυση της γυναίκας, που ζητά 10 εκατομμύρια δολάρια για απλήρωτους μισθούς και αποζημιώσεις.
Η Ντάνφι προσελήφθη από τον Τζουλιάνι τον Ιανουάριο του 2019 ως διευθύντρια επιχειρηματικής ανάπτυξης και παρέμεινε 2 χρόνια σε αυτό το πόστο. Η ίδια υποστηρίζει ότι το διάστημα της απασχόλησής της στις εταιρείες του Τζουλιάνι ήταν εξαιρετικά ευάλωτη συναισθηματικά, εξαιτίας ενδοοικογενειακής βίας που είχε βιώσει, γεγονός που έδωσε περιθώριο στον δικηγόρο να την εκμεταλλευτεί.
Σύμφωνα με την ίδια, λίγο καιρό μετά την πρόσληψή της ο Τζουλιάνι της ζήτησε να μείνει ένα βράδυ μαζί του στο διαμέρισμά του στο Άπερ Ιστ Σάιντ, λέγοντάς της ότι θα διανυκτέρευε μόνη της στον ξενώνα. Ο εργοδότης της εκείνο το βράδυ απαίτησε να πιει ουίσκι μαζί του, με αποτέλεσμα εκείνη να μεθύσει. Στη συνέχεια εισέβαλε στο δωμάτιό της ενώ εκείνη έβγαινε από το ντους. «Κάθισε στο κρεβάτι και κατέβασε το παντελόνι του» αναφέρει η περιγραφή της, παραπέμποντας στη σκηνή από το σίκουελ της ταινίας «Μπόρατ», όπου ο δικηγόρος καταγράφηκε κρυφά να αγγίζει το μπροστινό μέρος του παντελονιού του ξαπλωμένος μπροστά σε μια νεαρή γυναίκα. Η συγκεκριμένη σκηνή είναι ενδεικτική της συμπεριφοράς που είχε ο Τζουλιάνι απέναντι στην κυρία Ντάνφι εκείνο το βράδυ, αναφέρει η μήνυση.
Ο Τζουλιάνι άρπαξε τη σαστισμένη γυναίκα και την εξανάγκασε σε στοματικό σεξ, ενώ κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης τη χτύπησε και στο πρόσωπο, λέγοντάς της ότι ήταν «χαριτωμένο», προστίθεται στο νομικό έγγραφο. «Οι υποχρεώσεις της εκείνο το σαββατοκύριακο ήταν να του φέρνει ουίσκι όποτε της το ζητούσε, και να συζητούν μαζί ιδέες για συνεντεύξεις, εκπομπές και σειρές στο Netflix».
Η ενάγουσα περιγράφει στη μήνυσή της ένα εργασιακό περιβάλλον γεμάτο εξευτελισμούς και πιέσεις από τον Τζουλιάνι, ο οποίος κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και χαπιών βιάγκρα: «Συχνά απαιτούσε από εκείνη να εργάζεται γυμνή, με μπικίνι, ή με ένα κοντό σορτσάκι με στάμπα την αμερικανική σημαία, το οποίο της είχε αγοράσει ο ίδιος. Όταν ήταν μακριά και εργάζονταν μαζί σε τηλεδιάσκεψη, ο Τζουλιάνι της ζητούσε σχεδόν πάντα να γδυθεί μπροστά στην κάμερα. Την καλούσε συχνά από το κρεβάτι του, και φαινόταν στην κάμερα να αγγίζει τον εαυτό του κάτω από το λευκό σεντόνι».
«Σε σκέφτομαι σαν κόρη μου» φέρεται να της είχε πει κάποτε ο εργοδότης της κατά τη διάρκεια σεξουαλικής τους επαφής, ρωτώντας τη στη συνέχεια εάν «το έβρισκε αυτό παράξενο».
Η Ντάνφι υποστηρίζει ότι συνέχισε να εργάζεται για τον Τζουλιάνι παρά τον «αποτροπιασμό και τη θλίψη της για όσα συνέβαιναν» επειδή φοβόταν ότι θα έχανε τον ετήσιο μισθό του 1 εκατ. δολαρίων που της είχε υποσχεθεί, σε συνδυασμό με τη δωρεάν νομική εκπροσώπηση που είχε συμφωνήσει να της παρέχει σε προσωπικές της υποθέσεις. Τελικά, όπως αναφέρει στη μήνυση, το ποσό που εισέπραξε από τον τότε εργοδότη της δεν ξεπέρασε τα 12.000 δολάρια, αφού ο Τζουλιάνι ανέβαλε συνεχώς την καταβολή των δεδουλευμένων της. Το επιχείρημα δε που χρησιμοποιούσε ήταν πως «η τρελή σύζυγός του» (από την οποία έπαιρνε τότε διαζύγιο) και οι δικηγόροι της παρακολουθούσαν τα οικονομικά του και θα την «έβαζαν στο στόχαστρο» οποιαδήποτε γυναίκα υπάλληλο εμφανιζόταν να παίρνει χρήματα.
Με πληροφορίες από Business Insider