Με αυτή την πρόσθετη ατομική επιλογή κάθε άτομο μπορεί να διαμορφώσει ένα ολιστικό σύστημα για το μελλοντικό συνταξιοδοτικό του εισόδημα
Πληθαίνουν οι αναλύσεις που σημειώνουν ότι η γήρανση του πληθυσμού, η δημογραφική γήρανση, αποτελεί τη σημαντικότερη κοινωνικοοικονομική και πολιτιστική πρόκληση για τους πολίτες, τις οικογένειες και γενικά τις σύγχρονες κοινωνίες και οικονομίες. Εχει εξελιχθεί σε ένα παγκόσμιο πιεστικό φαινόμενο που θέτει σοβαρές προκλήσεις για τις κοινωνίες και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Προκύπτει συνεχώς με ένταση μια οικονομική πίεση στα συνταξιοδοτικά συστήματα των χωρών, καθώς διευρύνεται σημαντικά η διαφορά ανάμεσα στις υποχρεώσεις των συνταξιοδοτικών ταμείων και των διαθέσιμων περιουσιακών τους στοιχείων.
Η χώρα μας όχι μόνο δεν αποτελεί εξαίρεση αυτής της εξέλιξης, αλλά εμφανίζει έντονο δημογραφικό πρόβλημα, καθώς η μείωση του πληθυσμού της, ιδίως τα τελευταία χρόνια, την τοποθετεί στην τρίτη χειρότερη θέση σε επίπεδο ΕΕ.
Αυτή η δημογραφική καθίζηση επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις σε πολλές πτυχές της ελληνικής οικονομίας. Στην αγορά εργασίας, η κάλυψη των αναγκών θα γίνεται από ένα ανθρώπινο δυναμικό η μέση ηλικία του οποίου θα είναι ολοένα μεγαλύτερη. Επίδραση θα ασκηθεί και στη δημοσιονομική διαχείριση, καθώς θα επέλθει συρρίκνωση των δημοσιονομικών εσόδων λόγω μείωσης του αριθμού των εργαζομένων και έτσι της φορολογητέας ύλης, αλλά και στην παραγωγικότητα της οικονομίας και στην ανάπτυξη, στην οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ιδιαίτερα αναφέρονται οι επιπτώσεις για το Ασφαλιστικό, καθώς η δαπάνη του κρατικού προϋπολογισμού διογκώνεται συνεχώς μέσω της γήρανσης, κατ’ επέκταση μειώνονται τα έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές λόγω της μείωσης του εργατικού δυναμικού, με εύλογη την επίδραση στις συντάξεις. Γενικά, η γήρανση του πληθυσμού ασκεί σημαντικό αντίκτυπο στις συνταξιοδοτικές δαπάνες, στις δαπάνες για υγειονομική περίθαλψη, στη μακροχρόνια φροντίδα υγείας του πληθυσμού.
Στα πιο πάνω αξίζει να προστεθεί ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα, καθώς μια άκρως ενδιαφέρουσα μελέτη αναφέρει γιατί η χώρα μας υστερεί σημαντικά σε αυξήσεις μισθών, όπου η χαμηλή ποιότητα ανάπτυξης στην Ελλάδα εμποδίζει την αύξηση των αμοιβών. Εχουμε 7% αύξηση των αμοιβών στην Ελλάδα έναντι του μέσου 19% της ΕΕ των «27» για την περίοδο 2018-2023, με στοιχεία Eurostat, με την Ελλάδα να τοποθετείται στην τρίτη θέση από το τέλος.
Ας θυμίσουμε ακόμα ότι ο μέσος μισθός στη χώρα μας το 2018 βρέθηκε στο κατώτερο σημείο του μετά από αλλεπάλληλες μειώσεις κατά την περίοδο των μνημονίων, με πολύ χαμηλή την πρόοδο που σημειώθηκε στη συνέχεια, έχοντας πέσει στο 45% του ευρωπαϊκού μέσου το 2023. Το ερώτημα είναι γιατί διαιωνίζεται αυτή η εικόνα σε μια πρόσφατη περίοδο, όπου η χώρα μας αναπτύχθηκε με υψηλούς ρυθμούς. Αυτό, λοιπόν, οφείλεται στην ποιότητα της ανάπτυξης, η οποία ως τώρα εστιάζεται σε δραστηριότητες περιορισμένης προστιθέμενης αξίας (όπως τουρισμός, εστίαση, ακίνητα, κατασκευές και εμπορική δραστηριότητα), με αποτέλεσμα να διατηρείται χαμηλή η παραγωγικότητα της εργασίας, χωρίς σημαντικά περιθώρια αύξησης των αμοιβών.
Η χώρα χρειάζεται, με αυξημένη ένταση, να επενδύσει σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενώ η πρόοδος που επιτελείται προς την κατεύθυνση αυτή παραμένει μη ικανοποιητική. Ολοι οι πιο πάνω λόγοι καταλήγουν σε ένα γενικό συμπέρασμα που δεν είναι άλλο από μια αναμενόμενη σταδιακή μείωση των συντάξεων, ιδιαίτερα για τις σημερινές παραγωγικές ηλικίες, οι οποίες θα δυσκολευτούν στην επιβίωσή τους ως συνταξιούχοι στο μέλλον.
Το ερώτημα είναι τι προκύπτει από τα πιο πάνω για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Συμφωνούμε σε αυτό που τονίζεται, για την ανάγκη ενός ευνοϊκού επενδυτικού περιβάλλοντος στη χώρα μας μέσω ενίσχυσης των μεταρρυθμίσεων, μείωσης αντικινήτρων στην επιχειρηματικότητα, προαγωγής τεχνολογιών αιχμής, ανθρώπινων δεξιοτήτων, μείωσης παραγόντων που εμποδίζουν τη μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας, καθώς και ταχύτερης αξιοποίησης των επενδυτικών κεφαλαίων που είναι ήδη διαθέσιμα στη χώρα μας, επιτυγχάνοντας συνολικά μια δυναμική, νέας μορφής ανάπτυξη. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η ανάγκη αύξησης της εθνικής αποταμίευσης, η οποία από τα πρώτα χρόνια της κρίσης έως σήμερα παραμένει αρνητική ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος, μια εξέλιξη που δεν ευνοεί ούτε την αναπτυξιακή μας πορεία ούτε το κύριο θέμα αυτού του άρθρου, δηλαδή τη συνταξιοδότηση και την κοινωνική ασφάλιση.
Ταυτόχρονα, η προσωπική αποταμίευση αναδεικνύεται ως ζωτικής σημασίας για κάθε άτομο, ώστε να δημιουργήσει ένα επαρκές χρηματικό απόθεμα για τα χρόνια της συνταξιοδότησής του, όπου πέραν των προγραμμάτων κοινωνικής ασφάλισης που χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, με προβληματική τη δυναμική τους πορεία, να τοποθετεί τις αποταμιεύσεις του σε κεφαλαιοποιητικά αποταμιευτικά σχήματα, όπως είναι αυτά που συνθέτουν τον δεύτερο και τον τρίτο πυλώνα, και έτσι να επιδιώξει μια μακροπρόθεσμη χρηματοοικονομική ασφάλεια.
Τα κεφαλαιοποιητικά αυτά σχήματα διαχειρίζονται τους πόρους εισφορών και αποταμιεύσεων τοποθετώντας τους σε χρηματοοικονομικές και εναλλακτικές επενδύσεις τόσο εντός Ελλάδας όσο και διεθνώς, επιδιώκοντας θετικές αποδόσεις και μακροπρόθεσμα δημιουργώντας ένα επιθυμητό χρηματικό απόθεμα σε κάθε άτομο. Στον βαθμό δε που αυτοί οι αποταμιευτικοί πόροι κατευθύνονται σε επενδυτικά στοιχεία στο εσωτερικό της χώρας, αυξάνουν τον ενάρετο κύκλο της εθνικής οικονομίας, οδηγώντας σε ανάπτυξη και τελικά δρώντας ευεργετικά σε κάθε άτομο και στους τρεις πυλώνες κοινωνικής ασφάλισης.
Με αυτό το πολυεπίπεδο υπόδειγμα των τριών πυλώνων, θα μπορούσε να προκύψει ένα χρηματικό απόθεμα για κάθε άτομο, συνδυασμός του πρώτου δημόσιου – κρατικού, του δεύτερου πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης και του τρίτου πυλώνα της ιδιωτικής ασφάλισης. Μάλιστα, ο δεύτερος πυλώνας ως αποταμιευτικό σχήμα επαγγελματικής ασφάλισης, μέσα από χρηματοδοτικές συμφωνίες εργοδοτών και εργαζομένων, μπορεί να οδηγήσει σε μια ικανοποιητική συμπληρωματική συνταξιοδοτική παροχή προς τους ασφαλισμένους.
Επιπρόσθετα, ο τρίτος πυλώνας, αυτός της ιδιωτικής ασφάλισης, αφορά ιδιωτικά ατομικά ή ομαδικά προγράμματα συνταξιοδοτικής προστασίας και υγείας, όπου οι πάροχοι ιδιωτικής ασφάλισης επενδύουν τις τακτικές εισφορές των πελατών τους, εξασφαλίζοντάς τους πρόσθετο εισόδημα στο τέλος του εργασιακού τους βίου. Το παρακάτω διάγραμμα (στοιχεία 2022) δείχνει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά επενδύσεων σε συνταξιοδοτικά ταμεία.
Γίνεται κατανοητό από όλα όσα αναφέρθηκαν ότι, κάτω από τους προκύπτοντες περιορισμούς των δημόσιων αναδιανεμητικών συστημάτων ασφάλισης, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα της πολυδιάστατης προσέγγισης των τριών πυλώνων. Και ενώ οι δύο πρώτοι πυλώνες είναι υποχρεωτικής φύσεως, ο δεύτερος όπου υπάρχουν οι δυνατότητες εφαρμογής του στον χώρο των επιχειρήσεων, είναι ο τρίτος πυλώνας στον οποίο ο κάθε ιδιώτης μπορεί να εφαρμόσει ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα συνταξιοδοτικής αποταμίευσης, ένα πρόγραμμα μακροπρόθεσμης επενδυτικής αποταμίευσης, εφόσον έχει την εισοδηματική δυνατότητα, για ένα αποταμιευτικό πρόγραμμα το οποίο λειτουργεί κεφαλαιοποιητικά, κάτω από την ενεργή διαχείριση επαγγελματιών διαχειριστών, όπως είναι οι ΑΧΕΠΕΥ και οι ΑΕΔΑΚ.
Με αυτή την πρόσθετη ατομική επιλογή κάθε άτομο μπορεί να διαμορφώσει ένα ολιστικό σύστημα για το μελλοντικό συνταξιοδοτικό του εισόδημα, επιδιώκοντας τη διαμόρφωση μιας βιώσιμης, με διατήρηση της ποιότητας, ζωής του.
Οι κ.κ. Παναγιώτης Αλεξάκης και Γιώργος Δότσης είναι καθηγητές στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.