Ταξιδεύοντας σε μια θάλασσα κινδύνων

Η πολύνεκρη σύγκρουση δυο τρένων στα Τέμπη, αργά τη νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου 2023, θα είναι λάθος αν αντιμετωπιστεί σαν μια ατυχία, σαν ένα δυστύχημα που απλώς αρκεί να το προσπεράσουμε. Για να κατανοήσουμε την κοινωνική λειτουργία τέτοιας εμβέλειας δυστυχημάτων θα ανατρέξουμε, μέσω της κριτικής της Χαριτίνης Καρακωστάκη, στο πολύ σημαντικό βιβλίο του Παναγή Παναγιωτόπουλου, Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου. Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000, Πόλις, Αθήνα 2013, που είχε δημοσιευτεί στο Books’ Journal #29 του Μαρτίου 2013.  Ο Παναγιωτόπουλος προσεγγίζει δυστυχήματα που συντάραξαν την Ελλάδα, καθένα από τα οποία είναι μία στιγμή κατά την οποία τα άτομα και η ελληνική κοινωνία αναμετριούνται με τους κινδύνους και έρχονται αντιμέτωποι με οριακές συνθήκες της ανθρώπινης κατάστασης: τον αναπάντεχο θάνατο σε καιρό ειρήνης, τον αναίτιο τραυματισμό σε στιγμή σχόλης και την υπαρξιακή αγωνία σε ασφαλές και ελεγχόμενο περιβάλλον. Κάτι ανάλογο με το οδυνηρό δυστύχημα των τρένων, που εκτός από τους θανάτους και τους τραυματισμούς που επέφερε, θα έχει και οδυνηρές επιπτώσεις διαρκείας αφού η ελληνική κοινωνία ήδη το εισπράττει ως μείζον τραύμα. [TBJ]

Παναγής Παναγιωτόπουλος, Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου. Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947-2000, Πόλις, Αθήνα 2013, 483 σελ.

Τρία πολύκροτα ναυάγια. Το πρώτο, του πλοίου Χειμάρρα το 1947, εν μέσω εμφυλίου. Το δεύτερο, του πλοίου Ηράκλειον στη Φαλκονέρα, παραμονές Χριστουγέννων του 1966, μια περίοδο που τίποτα δεν φαίνεται ότιθα εμποδίσει τη χώρα να αναπτύσσεται. Το τρίτο, του Express Σάμινα, σε εποχή κυριαρχίας της κουλτούρας της ευμάρειας, το 2000. Πώς αντιμετωπίστηκαν στον καιρό τους οι τεχνολογικές καταστροφές; Και τι αξία έχει η ανάγνωση των συνθηκών της καταστροφής και της πρόσληψής της για τους σύγχρονους πολίτες; Το νέο βιβλίο του Παναγή Παναγιωτόπουλου αναμετριέται με τις ιδεολογίες της νεωτερικότητας με απροσδόκητους για την κοινωνική έρευνα, αλλά πολύ γόνιμους τρόπους. [ΤΒJ]

«Εμείς, οι μοντέρνοι, φαίνεται να έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας», παρατηρεί ο Μπρούνο Λατούρ στο δοκίμιό του, Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι, δημοσιευμένο το 1991, ενάμιση χρόνο, δηλαδή, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, που αποτύπωσε, εναργέστερα από οποιοδήποτε άλλο γεγονός, το θρίαμβο του φιλελευθερισμού, του καπιταλισμού και της δυτικής δημοκρατίας πάνω στο όνειρο της επικράτησης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αυτό που έκανε το φιλελευθερισμό να κερδίσει, ή καλύτερα αυτό που έκανε το λενινισμό να χάσει, ήταν η διάψευση των δύο σημαντικότερων υποσχέσεων της νεωτερικότητας: του τερματισμού της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και της μεγιστοποίησης της εκμετάλλευσης της φύσης από τον άνθρωπο. Πράγματι, στα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο όχι μόνο δεν περιορίστηκε, αλλά προσέλαβε δραματικές διαστάσεις, ενώ η τεχνική καθυπόταξη της φύσης, ελεγχόμενη από ένα κράτος-βιομήχανο και επιχειρηματία, παρέμεινε ατελής και περιορισμένη. Το δυστύχημα του Τσερνόμπιλ, τρία χρόνια νωρίτερα, συνέβη σε σοβιετικό έδαφος (ανεξάρτητα που οι επιπτώσεις του ξέφυγαν των εθνικών συνόρων) και η παραγωγή και διακίνηση των υλικών αγαθών ήταν ισχνή, απουσία ελεύθερης οικονομικής αγοράς.

Ωστόσο, η χαμένη εμπιστοσύνη των μοντέρνων στον εαυτό τους, για την οποία μιλάει ο Λατούρ, λαμβάνει χώρα σε δυτικό, φιλελεύθερο και καπιταλιστικό έδαφος. Γιατί, ήδη από το 1989, ήταν κοινός τόπος ότι ο νικητής καπιταλισμός αναμετριόταν πια ραγδαία με τη διάψευση των νεωτερικών προταγμάτων του. Ούτε αυτός κατάφερε να μειώσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μόνο την καμούφλαρε και βρήκε πλείστα νομιμοποιητικά ερείσματα. Αλλά και η εκμετάλλευση της φύσης μέσω της τεχνικής και της τεχνολογικής καινοτομίας δεν απέδωσε όσα περίμεναν οι σύγχρονοι πολίτες των δυτικών δημοκρατιών. Απόβλητα εργοστασίων, σπασμένοι πυρηνικοί αντιδραστήρες, κατεψυγμένα έμβρυα, ιοί που τρυπώνουν παντού και μεταφέρονται εκτός των εθνικών συνόρων, τρύπα του όζοντος, «έξυπνες» ηλεκτρονικές συσκευές, ανιχνευτικά φωτοκύτταρα, μεταγγίσεις μολυσμένου αίματος, ηλεκτρονικά εγκλήματα.

Μέχρι τώρα, η νεωτερικότητα επαιρόταν για τη διάκριση που έκανε ανάμεσα στους κανόνες της φύσης και τις συμβάσεις της κοινωνίας. Η επιστήμη αναλάμβανε να διαχειριστεί, να οργανώσει και να κυβερνήσει τη φύση και η πολιτική αναλάμβανε να διαχειριστεί, να οργανώσει και να κυβερνήσει την κοινωνία. Η νεωτερική όμως αυτή διάκριση, όσο ξεκάθαρη και αν ήθελε να είναι, ήταν καταδικασμένη να προσκρούσει πάνω σε ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό τεχνολογικών παρεκκλίσεων, παρενεργειών και ατυχημάτων. Τα ατυχήματά αυτά δεν μπορούν να καταταγούν ούτε μόνο στη μεριά της φύσης και της επιστήμης ούτε μόνο στη μεριά της κοινωνίας και της πολιτικής, γιατί ταυτοχρόνως προκύπτουν, επηρεάζουν και διαμορφώνουν και τις δύο. Ποιος οφείλει να διαχειριστεί αυτά τα νέα ατυχήματα; Και κυρίως, πώς οφείλει να τα διαχειριστεί;

Στο βιβλίο του Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου. Παλινδρομήσεις του κοινωνικού εκσυγχρονισμού στην Ελλάδα 1947- 2000, ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, λέκτορας Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, καταπιάνεται με τα νέα αυτά ατυχήματα και την αμηχανία που γεννά η διαχείρισή τους στους σύγχρονους Έλληνες. Μέσα από την κοινωνιολογική ιστορία των τεχνολογικών κρίσεων που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα σε μία περίοδο πενήντα χρόνων, στόχος του είναι να αναδείξει τις κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές που υπέστη η έννοια του ατόμου και της κοινωνικής αλληλεγγύης και να καταγράψει τη διπλή τάση των κοινωνικών υποκειμένων για αυτονόμηση από τη μία, και επανατοποθέτηση σε νέες συλλογικότητες από την άλλη.

Ο Παναγιωτόπουλος έχει διαβάσει Λατούρ, παραπέμπει σε αυτόν και δανείζεται μάλιστα από εκείνον τον τίτλο που δίνει στις συμπερασματικές του παρατηρήσεις («Ούτε αρχαϊκοί, ούτε μοντέρνοι»). Ωστόσο, στόχος του είναι να γράψει ένα βιβλίο που να αφορά την ελληνική πραγματικότητα και να συνεισφέρει στη συζήτηση της κοινωνιολογίας του ρίσκου και της ανακλαστικής νεωτερικότητας μέσα από τη μελέτη του συγκεκριμένου ελληνικού παραδείγματος. Γι’ αυτό, παρ’ όλο που νιώθει άνετα να κινείται μέσα στη διεθνή βιβλιογραφία, δεν αρκείται να μεταφέρει αυτούσια ξένα ερμηνευτικά εργαλεία στην ανάλυσή του. Η πλούσια και επίπονη έρευνά του είναι πρωτογενής και εμπλουτίζει τις κοινωνικές επιστήμες στην Ελλάδα με μία νέα θεματολογία και εκλεπτυσμένα ερμηνευτικά εργαλεία.

Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να καταγράψει την ιστορία των παλινδρομικών κινήσεων του ελληνικού κοινωνικού εκσυγχρονισμού, εγχείρημα φιλόδοξο και δύσκολο, τόσο λόγω του χρονικού του ανύσματος όσο και λόγω των ποιοτικών του απαιτήσεων. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι οι κοινωνικές επιστήμες που αναλαμβάνουν το καθήκον να μελετήσουν τις κανονικότητες της κοινωνικής πραγματικότητας, αναμετριούνται πάντα με τη δυσκολία του σημείου εκκίνησής τους. Ο Παναγιωτόπουλος καταφέρνει να εισχωρήσει κάτω από το φλοιό της κοινωνικής πραγματικότητας χρησιμοποιώντας ως σημεία εισόδου τις στιγμες εκείνες που το κέλυφός της έχει διαρραγεί.

Τέτοιες μη κανονικές στιγμές, συνιστούν τα τρία ναυάγια, του πλοίου Χειμάρρα το 1947, της Φαλκονέρας το 1966 και του Σάμινα το 2000, όπως έχουν επικρατήσει να αποκαλούνται, αλλά συμπληρωματικά και ο σεισμός της Αθήνας του 1981, το δυστύχημα της θύρας 7 την ίδια χρονιά, οι καύσωνες καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η πολιτική διαχείριση και η πρόσληψη του ατυχήματος του Τσερνόμπιλ, διάφορες τρομοκρατικές επιθέσεις όπως η υπόθεση City of Poros και η δολοφονία Σώντερς από τη 17 Νοέμβρη, ο σεισμός της Αθήνας του 1999 με το πολύνεκρο δυστύχημα της Ρικομέξ, και η ραγδαία άνοδος και πτώση του Χρηματιστηρίου στην αλλαγή της χιλιετίας. Το καθένα από τα γεγονότα αυτά είναι μία στιγμή κατά την οποία τα άτομα και η ελληνική κοινωνία αναμετριούνται με τους κινδύνους και έρχονται αντιμέτωποι με οριακές συνθήκες της ανθρώπινης κατάστασης: τον αναπάντεχο θάνατο σε καιρό ειρήνης, τον αναίτιο τραυματισμό σε στιγμή σχόλης και την υπαρξιακή αγωνία σε ασφαλές και ελεγχόμενο περιβάλλον.

Με αυτό τον τρόπο ο συγγραφέας επανέρχεται σε μία θεματική που του είναι διπλά οικεία: το 2003 είχε αφιερώσει ένα βιβλίο στην πλέον εμβληματική συνθήκη διακινδύνευσης, το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου (Το Γεγονός, Βιβλιόραμα – [σσ. επανακυκλοφόρησε το 2021 με τίτλο Το γεγονός: Γιατί η 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε τον κόσμο, Οξύ]) και το 2010 είχε συνεπιμεληθεί με τον Βασίλη Βαμβακά έναν πλούσιο και πρωτότυπο λεξικογραφικό συλλογικό τόμο (Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό λεξικό, Το Πέρασμα [επανακυκλοφόρησε το 2014 από το Επίκεντρο]) που χαρτογραφεί και ερμηνεύει τη δεκαετία του 1980 στην Ελλάδα, περίοδο κατά την οποία εκκολάφτηκαν, συντελέστηκαν και προοικονομήθηκαν τα περισσότερα από τα παραπάνω γεγονότα και οι υλικές και πολιτικές προϋποθέσεις της διαχείρισής τους.

Και τεχνολογία και πολιτική

Κάθε γεγονός που αναφέρεται στο παρόν βιβλίο αφορά μία ρευστή συνθήκη την οποία ούτε η επιστήμη ούτε η πολιτική μπόρεσαν να διαχειριστούν, να προλάβουν ή να αποτρέψουν σύμφωνα με τις προσδοκίες των ατόμων και της κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για συνθήκες που προκύπτουν από μία ανωμαλία ή αμέλεια της τεχνολογίας την οποία αυτή καλείται εκ των υστέρων να διορθώσει μαζί με την πολιτική, με μικρότερη ή μεγαλύτερη –πάντως σίγουρα με αμφίβολη– αποτελεσματικότητα. Ο συγγραφέας συλλαμβάνει πολύ καλά την ένταση ανάμεσα στην τεχνολογία (την επιστήμη) και την πολιτική και χτίζει την ανάλυσή του και τα επιχειρήματά του γύρω από αυτό τον άξονα. Η άβολη αντιδιαστολή τεχνολογίας και πολιτικής που χαρακτηρίζει τη νεωτερικότητα αποτυπώνεται ήδη στον τίτλο του πονήματος «Τεχνολογικές καταστροφές και πολιτικές του κινδύνου» (η υπογράμμιση δική μου). Ο διακριτικός και ευφυής τονισμός του συνδετικού –και επ’ ουδενί παρατακτικού– «και» του εξωφύλλου είναι ένα κλείσιμο ματιού στη θεωρία του ρίσκου του Μπεκ (Από την εποχή του «είτε-είτε» στην εποχή του «και», Βeck, 1986), που ο Παναγιωτόπουλος αξιοποιεί εύστοχα στο πρώτο θεωρητικό μέρος του βιβλίου του, αλλά και μία προοικονομία της ίδιας του της θέσης, όπως προκύπτει καθώς ξεδιπλώνεται η έρευνά του.

Οι νέες συνθήκες της διακινδύνευσης διαταράσσουν την αίσθηση ομαλότητας της καθημερινής ζωής και αναστατώνουν την προσδοκία για ευθύγραμμη και συνεχώς βελτιούμενη πορεία της ανθρώπινης κατάστασης σε περιόδους ευημερίας και ευμάρειας. Κυρίως όμως, διαλύουν την ψευδαίσθηση ότι η επιστήμη βρίσκεται κλεισμένη στο εργαστήριο και η πολιτική αναπαυμένη στα έδρανα της Βουλής. Σε στιγμές κινδύνου, επιστήμη και πολιτική καλούνται να βγουν στην κοινωνία και να συνεργαστούν από κοινού σε μία πολύπλοκη διαχείριση πληθώρας αντικειμένων, που ξεφεύγουν από την πρωτογενή τους υλική λειτουργία και ανάγονται σε φορείς αλήθειας: μαύρα κουτιά, συνομιλίες από vhF, γραφήματα, τηλεφωνικές κλήσεις, χάρτες, σωστικές λέμβοι· αλλά και σε μία πολύπλοκη διαχείριση ανθρώπων, που μετέρχονται πια νέες κοινωνικές ταυτότητες: θύματα, ήρωες, διασώστες, ναυαγοί, συγγενείς κ.ά. Και αυτό ο Παναγιωτόπουλος το δείχνει πολύ καλά μέσα από τη διπλή του καταβύθιση τόσο στις τεχνολογικές όψεις των ατυχημάτων όσο και στους πολιτικούς λόγους και τις κυβερνητικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν στη συνέχεια.

Οι περιγραφές των ναυαγίων γίνονται με επιδεξιότητα και μας πληροφορούν για το επίπεδο τεχνικής γνώσης και δημοσιότητας που επικρατούσε σε κάθε περίοδο. Γι’ αυτό και οι περιγραφές του ναυαγίου του πλοίου Ηράκλειον στη Φαλκονέρα και του Εξπρές Σάμινα στην Πάρο είναι εξαντλητικές ενώ η περιγραφή του ναυαγίου της Χειμάρρας καταδεικνύει ότι οι συνθήκες και οι αιτίες του δυστυχήματος παραμένουν ομιχλώδεις. Αντίθετα, όσον αφορά τα γεγονότα της μεταπολιτευτικής περιόδου, ο αναγνώστης δεν βρίσκει την ίδια περιγραφική ακρίβεια που είχε συναντήσει στα ναυάγια. Ειδικά στην περίπτωση του δυστυχήματος των θυμάτων της θύρας 7, η ανασύσταση του γεγονότος ουσιαστικά απουσιάζει, φτιάχνοντας μία πραγματολογική ανισορροπία μέσα στην αφήγηση.

Ο συγγραφέας δίνει μεγάλη έμφαση κάθε φορά στην πολιτική συγκυρία μέσα στην οποία συμβαίνει το κάθε δυστύχημα. Η Ελλάδα της γενικευμένης ευμάρειας του 2000 απέχει πολύ από την προδικτατορική αλλά σε πλήρη ανάπτυξη Ελλάδα του 1966 και διαφέρει ριζικά από την εμφυλιοπολεμική Ελλάδα του 1947. Αυτό αποτυπώνεται και στους λόγους που αρθρώνονται έπειτα από κάθε δυστύχημα, τόσο από τα άτομα που εμπλέκονται άμεσα –τα θύματα, τους συγγενείς τους και τα πολιτικά κόμματα– όσο και από την ευρύτερη δημόσια σφαίρα. Ωστόσο, παρ’ ότι η ερμηνεία και η ανάλυση βασίζονται σε αυτές, οι αφηγήσεις και οι μαρτυρίες δεν παρατίθενται αυτούσιες.

Ένα από τα βασικά και πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η έρευνα είναι ότι, ενώ ο εκδημοκρατισμός είναι προϋπόθεση για την άρθρωση των διεκδικήσεων των θυμάτων στη δημόσια σφαίρα, η υπέρμετρη πολιτικοποίηση έχει συνήθως το αντίθετο αποτέλεσμα. Πιο συγκεκριμένα, από τη διαδοχική εξέταση των τριών ναυαγίων, παρατηρούμε ότι το 1947 οι προσδοκίες ασφαλείας των ατόμων είναι μειωμένες, κυρίως επειδή η πολιτική έχει ουσιαστικά αντικατασταθεί από τον πόλεμο. Αυτό που υπερίσχυσε δεν ήταν η αναζήτηση της τεχνολογικής αστοχίας και των διοικητικών ευθυνών αλλά μία ρητορική που έψαχνε να βρει ποιος ήταν «προδότης του έθνους». Αντίθετα, το 1966, παρότι βρισκόμαστε σε περίοδο οξείας πολιτικής έντασης, τα άτομα δείχνουν απαξίωση προς τους πολιτικούς φορείς, παρακάμπτουν τις υπάρχουσες ιδεολογικές διαιρέσεις και επιδιώκουν να πάρουν τη διαχείριση της τεχνολογίας στα χέρια τους. Χαρακτηριστικός απότοκος του ναυαγίου είναι η σύσταση της ΑΝΕΚ, μίας νέας ακτοπλοϊκής επιχείρησης στο μοντέλο της αυτοοργάνωσης, η οποία σκόπευε να εξασφαλίσει την ασφάλεια των επιβατών της και να μείνει ανεξάρτητη από τη διαπλοκή εφοπλιστικού και πολιτικού κόσμου. Στο ναυάγιο του Σάμινα, τέλος, η έννοια του ατόμου εμφανίζεται στην πιο απαιτητική, παροξυστική και αποπολιτικοποιημένη της εκδοχή. Οι Έλληνες του Millenium, σκανδαλισμένοι από τη διακινδύνευση, εξακολουθούν να έχουν μεγάλες απαιτήσεις από την τεχνολογία αλλά δεν φτάνουν στο σημείο να διεκδικήσουν τον έλεγχο και τη διαχείρισή της ούτε καν να της ασκήσουν εμπεριστατωμένη και συνεκτική κριτική. Οι καταγγελίες που εξαπολύονται τόσο από τους εμπλεκόμενους όσο και από τον Τύπο συγκλίνουν στην αντίληψη ότι υπεύθυνη για το ναυάγιο ήταν τελικά η ιδιοτέλεια του κεφαλαίου. Το αποτέλεσμα είναι η κριτική και η καταγγελία να καταλήγουν να δομούνται γύρω από μια λαϊκιστική ρητορική.

Από τη θεομηνία στην καταστροφή

Κεντρικός όρος της προβληματικής και βασικό ερμηνευτικό εργαλείο στην ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων είναι αυτός της τεχνολογικής καταστροφής. Το επίθετο «τεχνολογικός» είναι πιθανόν να ξενίσει τον αμύητο αναγνώστη, ειδικά όταν χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστροφές που ίσως ο ίδιος να αποκαλούσε «φυσικές», όπως για παράδειγμα έναν σεισμό. Πράγματι, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ίσως μέχρι και το έτος που λαμβάνει χώρα το πρώτο ναυάγιο το οποίο καταγράφεται στο βιβλίο, το 1947, ένας θανατηφόρος σεισμός ή ένας τυφώνας θα προσλαμβάνονταν μάλλον ως φυσική καταστροφή. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για τη συνθήκη της ύστερης νεωτερικότητας.

Τεχνολογική αποκαλείται η καταστροφή που οφείλεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε ανθρώπινο χειρισμό, λάθος ή παράλειψη. Πρόκειται για μία καταστροφή που ανήκει είτε στην τάξη του φυσικού κόσμου (σεισμός, πλημμύρα, ακραίο καιρικό φαινόμενο, ηφαιστειακή έκρηξη) είτε προκύπτει αποκλειστικά από δυσλειτουργίες ενός συστήματος που έχει κατασκευαστεί από τον άνθρωπο και προκαλεί τραυματισμούς και θανάτους (πυρηνικό ατύχημα, αεροπορικό δυστύχημα, ναυάγιο). Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, η ευθύνη δεν αποδίδεται ποτέ σε ένα φυσικό γεγονός αλλά στον ανθρώπινο παράγοντα, από τον οποίο υπάρχει προσδοκία να μεγιστοποιεί τη χρήση της τεχνολογίας προς όφελός του. Η έννοια της τεχνολογικής καταστροφής είναι σύμφυτη με την ιδέα ότι η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν καταφέρει να ελέγξουν και να καθυποτάξουν τη φύση, σε τέτοιο βαθμό που οφείλουν να προλαβαίνουν και να θεραπεύουν οποιονδήποτε κίνδυνο. Η μετεωρολογία είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα επιστημονικής δραστηριότητας που τροφοδοτεί αυτή την προσδοκία.

Για να το πούμε με μία φράση, τεχνολογική είναι η καταστροφή που θεωρείται ότι θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί – είτε με την πρόληψη και την αποφυγή, είτε με την πρόβλεψη και την καλύτερη διαχείριση του αναπόφευκτου. Ο συγγραφέας αφιερώνει μεγάλο κομμάτι στο θεωρητικό μέρος του βιβλίου του, όπου εξηγεί το πέρασμα των σύγχρονων κοινωνιών από τη θεομηνία στην καταστροφή. Στον Μεσαίωνα αλλά και στην πρώιμη νεωτερικότητα, ο θάνατος από φυσικό κίνδυνο γίνεται αντιληπτός ως τιμωρία ή παραδειγματισμός μιας ανώτερης, υπερβατολογικής τάξης πραγμάτων, μίας κοσμικής αρχής, και δεν θεωρείται σε καμία περίπτωση ότι θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Η υποδοχή του είναι φαταλιστική και δημόσια και καταλαμβάνει μεγάλο χώρο μέσα στην κοινότητα των ζωντανών.

Αντίθετα, στην ύστερη νεωτερικότητα, όσο οι προσδοκίες από την επιστήμη και την τεχνολογία αυξάνουν, κάθε θάνατος, αλλά ακόμα περισσότερο αυτός που συμβαίνει αναπάντεχα και συλλογικά, διαταράσσοντας τον κύκλο της ζωής, σοκάρει, ματαιώνει και διαψεύδει την πεποίθηση της ανθρώπινης παντοδυναμίας. Η μεταφορά των νεκροταφείων από το κέντρο των πόλεων στην περιφέρεια, ο περιορισμός του πένθους στον ιδιωτικό χώρο, ακόμα και η απομάκρυνση των αρρώστων από τον δημόσιο, σε συνδυασμό με τη συνεχή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, την επέλαση της κουλτούρας της ευδαιμονίας και τη συνακόλουθη διάνοιξη του πεδίου της ατομικής δράσης, ανήγαγαν το θάνατο σε ταμπού, στίγμα και αφόρητη πιθανότητα.

Ο μοντέρνος άνθρωπος θα ήθελε πολύ να μπορούσε να είχε καταργήσει το θάνατο. Ελλείψει αυτής της δυνατότητας, το μόνο που του απομένει είναι να τον απωθεί, να τον κρύβει και να αναζητά μία σχέση αιτιότητας στον κόσμο των ζωντανών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας των σύγχρονων Ελλήνων να δεχτούν τη φυσικότητα του θανάτου είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνονται ακόμα και γενετικές ή γεροντικές ασθένειες όπως ο καρκίνος: η λανθασμένη χρήση της λέξης «κρούσμα» για την περιγραφή της εμφάνισης ενός καρκίνου, που παραπέμπει στη μόλυνση από έναν εξωτερικό παράγοντα –έναν ιό ας πούμε τον οποίο οι επιστήμονες «οφείλουν» να έχουν εντοπίσει στο εργαστήριο– και η συνακόλουθη αγωνία να αποδοθούν οι αιτίες αυτού του «κρούσματος» κάπου (συνηθέστερα στο εύκολο και προσφιλές δυστύχημα του Τσερνόμπιλ) καταδεικνύει το βαθμό της ψευδαίσθησης της ανθρώπινης κυριαρχίας, μέσω της τεχνολογίας, πάνω στο θάνατο.

Κοινωνικός εκσυγχρονισμός

Όσο γίνεται πιο σημαντικός ο ρόλος της τεχνολογίας τόσο αυξάνει ο ναρκισσισμός του ανθρώπου, η αίσθηση της παντοδυναμίας του και η πεποίθηση ότι «γράφει» ο ίδιος τη «βιογραφία» του. Το άτομο δεν χρειάζεται πλέον να παραμένει υποταγμένο στις παραδοσιακές του δεσμεύσεις για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του –προερχόμενες από την οικογένεια, την τάξη και την ευρύτερη κοινότητα στην οποία ζει– παρά έχει τη δυνατότητα να επιζητεί την ανεξαρτησία του διεκδικώντας το δικαίωμα να φτιάχνει το ίδιο τους όρους και τους τρόπους της ύπαρξής του. Η αυτονόμηση του κοινωνικού υποκειμένου από τις παραδοσιακές του δεσμεύσεις είναι αυτό που ο συγγραφέας περιγράφει ως κοινωνικό εκσυγχρονισμό.

Όσο αυξάνει, όμως, η τεχνολογία αυξάνουν και τα αντικείμενα εκείνα που παρεκκλίνουν από την αρχική τους λειτουργία και ξεφεύγουν από τον έλεγχό της, δημιουργώντας κρίσεις, στιγμές διακινδύνευσης και, τελικά, ένα νέο αίσθημα ανασφάλειας. Γιατί πλέον αυτά που διακυβεύονται στην ατομική ζωή του καθενός είναι πολύ περισσότερα, πρώτη και κύρια μάλιστα η νεωτερική υπόσχεση της αυτοπραγμάτωσής της. Αν ανακαλέσει κανείς στη μνήμη του ένα ρεπορτάζ έπειτα από κάποιο δυστύχημα θα θυμηθεί με πόση φροντίδα ανασυστήνονται τα κοινωνιολογικά πορτρέτα των θυμάτων, οι επαγγελματικές και συναισθηματικές τους επιλογές, το προσωπικό τους γούστο, τα επιτεύγματά τους στον επαγγελματικό ή ιδιωτικό χώρο. Η ζωή των σύγχρονων ανθρώπων γίνεται αντιληπτή, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό της, ως μία ζωή που αξίζει.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός στην ελληνική κοινωνία ακολουθεί μία παλινδρομική κίνηση. Η χρήση της «παλινδρόμησης» ως περιγραφικό σχήμα είναι επιτυχημένο, αν και δεν τον εξαιρεί από την ιστορικιστική παράδοση στην οποία φαίνεται να ανήκει. Ωστόσο, το μεγαλύτερο προτέρημα της προσέγγισής του είναι ότι είναι ταυτόχρονα και συγχρονική και διαχρονική. Είναι συγχρονική όταν μελετάει τη διαχείριση των ατυχημάτων τη Μεταπολίτευση, και διαχρονική όταν μελετάει την τριπλή επανάληψη του ίδιου δυστυχήματος σε διαφορετικές περιόδους.

χιμαρα

Αρχείο The Books’ Journal

Πρώτη σελίδα της εφημερίδας Ελευθερία του Πάνου Κόκκα, φύλλο της 21ης Ιανουαρίου 1947. Tο ναυάγιο της Χειμάρρας έχει εκτοπίσει από τη θέση του πρώτου θέματος την πολιτική κρίση στην Ελλάδα του εμφυλίου και «την εξεύρεσιν διαδοχής του κ. Tσαλδάρη διά συμβουλίου του στέμματος».

Όταν συντελείται το ναυάγιο της Χειμάρρας, το 1947, εν μέσω εμφυλίου πολέμου, ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Τα θύματα κατατάσσονται περισσότερο σε κατηγορίες σύμφωνα με την επαγγελματική τους ιδιότητα (μέλη της βασιλικής φρουράς) ή την ταξική και πολιτική τους ταυτότητα (αριστεροί κρατούμενοι) και ο θάνατος γίνεται αντιληπτός στην ευρύτερη συνθήκη του πολέμου. Αντίθετα, το 1966, το ναυάγιο του πλοίου Ηράκλειον συμβαίνει σε κλίμα πολιτικής αστάθειας (ενάμιση χρόνο μετά τα Ιουλιανά και ένα χρόνο πριν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών), αλλά σε περίοδο πλήρους ανάπτυξης και αστικοποίησης. Ξεπροβάλλουν τότε διεκδικήσεις και καταγγελίες που ακούγονται για πρώτη φορά στον ελληνικό χώρο, απέναντι στην επιστήμη (τους ειδήμονες και τους πραγματογνώμονες), περισσότερο όμως απέναντι στις δημόσιες εξουσίες όπως αποκαλεί ο Παναγιωτόπουλος συλλήβδην το κράτος και τους επιχειρηματίες. Η αδράνεια του μηχανισμού διάσωσης, η κακή διαχείριση των εφοπλιστών και η αμηχανία των πολιτικών φτιάχνουν ένα πλαίσιο οργής στο οποίο ο θάνατος σε ταξίδι και σε στιγμή σχόλης, δύο βδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα, είναι ανυπόφορος. Το πένθος είναι εθνικό και η αίσθηση ότι το συμβάν αφορά τους πάντες πολύ ισχυρή.

σαμινα

Αρχείο εφημερίδας Έθνος

Εφημερίδα Έθνος, Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2009. Η αισθητική του ταμπλόιντ, με την οποία αναπαρίσταται το ναυάγιο του Express Σάμινα, επιτρέπει να διατυπωθούν οι πρώτες αιχμές εναντίον του υπουργού Ναυτιλίας Χρήστου Παπουτσή και να γίνει η απαραίτητη επίκληση της αξιοπρέπειας της χώρας.

Από την άλλη, το ναυάγιο του Σάμινα το 2000 επιτρέπει να διαφανούν νέες διαιρέσεις. Η αλματώδης άνοδος του Χρηματιστηρίου έως και λίγους μήνες νωρίτερα, η επανεκλογή του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη, η είσοδος στην ΟΝΕ, η προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004 συνθέτουν το πλαίσιο μιας συγκυρίας συλλογικής ευδαιμονίας και ευμάρειας. Συνθέτουν, όμως, και το πλαίσιο μιας αλλαγής στο οικονομικό μοντέλο της χώρας, η οποία ετοιμάζεται να μπει οριστικά στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Το πολύνεκρο δυστύχημα του Σάμινα ανέσυρε έτσι μία σχιζοειδή ανασφάλεια του ατόμου. Αφ’ ενός επρόκειτο για την ανασφάλεια που γεννά η επιθυμία για περισσότερη τεχνολογία. Αφ’ ετέρου, όμως, επρόκειτο και για μία ανασφάλεια που γεννά η εξαφάνιση του παλαιότερου κοινωνικού μοντέλου, το οποίο μπορεί να είχε λιγότερη ευδαιμονία και μικρότερη δυνατότητα αυτονόμησης των ανθρώπων, αλλά γίνεται αντιληπτό ως περισσότερο προστατευτικό.

Βρισκόμαστε δηλαδή, στην αλλαγή του Millenium, σε μια συνθήκη όπου το άτομο έχει διαγράψει μια πορεία αυτονόμησης από τις παραδοσιακές του δεσμεύσεις, αλλά μπροστά στον κίνδυνο αναδιπλώνεται, αναπολεί τις δεσμεύσεις και ενδεχομένως τις ζητά πίσω στη μορφή μιας περισσότερο πατερναλιστικής οικογένειας ή ενός προστατευτικού κράτους. Για να το πούμε με μια φράση, τα άτομα επιζητούν την ευδαιμονία από την τεχνολογία χωρίς τη διακινδύνευση και ένα κράτος πατερναλιστικό στην κρίση και φιλελεύθερο στην κανονικότητα.

Η επέλαση του ατόμου και η ανάπτυξη της κουλτούρας του ατομικισμού δεν σημαίνει, όμως, για τον Παναγιωτόπουλο, διάρρηξη του κοινωνικού δεσμού. Σε αυτό το σημείο ο συγγραφέας είναι βαθιά ντυρκαϊμιανός. Ανήκει στη σχολή σκέψης εκείνη που αναγνωρίζει ως πρώτιστο καθήκον της κοινωνιολογίας να καταδείξει ότι ο ατομικισμός όχι μόνο δεν διαλύει αλλά μεταμορφώνει και αναδιατάσσει –και σε αυτό το βαθμό ενισχύει και εντατικοποιεί– τον κοινωνικό δεσμό (Durkheim, 1970). Στην περίπτωση των καταστροφών συγκεκριμένα, η διακινδύνευση λειτουργεί ως επιταχυντής δημιουργίας νέων συλλογικοτήτων στα όρια της ζωής, οι οποίες συστήνονται στη βάση της κοινής εμπειρίας στο όριο του θανάτου. Η κατ’ εξοχήν ταυτότητα που μετέρχονται αυτές οι νέες συλλογικότητες είναι εκείνη του θύματος.

Είμαστε όλοι (δυνάμει) θύματα

Η έννοια του θύματος της τεχνολογικής καταστροφής είναι μία πρόσφατη κατηγορία που επανεισάγει, κατά κάποιον τρόπο, το θάνατο στην κοινότητα των ζωντανών. Η ταυτότητα «θύμα» είναι ανώτερη από το νεκρό. Ωστόσο, θύμα δεν είναι μόνο ο νεκρός ή ο τραυματίας ενός μαζικού ατυχήματος αλλά και όλοι εκείνοι που υπέστησαν την αγωνία και την ψυχική οδύνη της διακινδύνευσης. Αυτό που καθιστά την ταυτότητα του θύματος τόσο ευρύχωρη, σημειώνει ο συγγραφέας, είναι η αρχή της εναλλαξιμότητας η οποία στην πράξη μεταφράζεται ως «αν δεν ήταν αυτός θα ήταν κάποιος άλλος και ίσως εγώ».

Οι όροι με τους οποίους κάποιος πέφτει θύμα τεχνολογικής καταστροφής καθιστά καθέναν και καθεμιά από εμάς δυνάμει θύμα. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τα θύματα των εργατικών ατυχημάτων, όπου τα υποκείμενα της διακινδύνευσης μοιράζονται κοινά κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά (ίδιο μισθό, διατροφικές συνήθειες, γαμήλιες συμπεριφορές, επαγγελματικό προσανατολισμό), τα θύματα των νέων τεχνολογικών καταστροφών δεν μοιράζονται απαραιτήτως τα ίδια ταξικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Ένας ιός που μεταφέρεται από κάποιο ζώο μέσω της τροφής στον άνθρωπο μπορεί να προσβάλλει άτομα διαφορετικής κοινωνικής τάξης, που κινούνται σε διαφορετικά μέρη, κατοικούν σε διαφορετικές χώρες, μιλούν άλλη γλώσσα, έχουν διαφορετικό οικογενειακό και επαγγελματικό πλάνο ζωής. Το ίδιο ισχύει και για όσους επιβαίνουν σε ένα πλοίο: κάποιος βρίσκεται εκεί ως εργαζόμενος, άλλος ταξιδεύει για επαγγελματικό σκοπό, άλλος για αναψυχή, άλλος γιατί πρέπει να μετακινηθεί. Η κοινή εμπειρία όμως της διακινδύνευσης, το γεγονός ότι βρέθηκαν στο ίδιο μέρος την ίδια στιγμή και εκτέθηκαν από κοινού και ο καθένας ατομικά στον κίνδυνο τους ενώνει σε μία νέα συλλογική κατηγορία.

Αυτό αποτυπώνεται εναργέστερα στις τελετουργίες μνήμης που συνοδεύουν απαραίτητα κάθε δυστύχημα και στις οποίες οι επιζώντες και οι συγγενείς των θυμάτων συναντιούνται όλοι μαζί και προσπαθούν να οικειοποιηθούν τον τόπο του δυστυχήματος και να συμμετάσχουν στην έκφραση ενός κοινού συναισθήματος. Η ανάγκη για μεταξύ τους κοινωνικοποίηση, που νιώθουν οι επιζώντες και οι οικείοι τους, μπορεί να περιγραφεί και με τον όρο της βιοκοινωνικότητας, όπως τον εισήγαγε ο αμερικανός ανθρωπολόγος Πωλ Ραμπίνοβ (Rabinow, 1996). Στο μοντέλο της βιοπολιτικής του Φουκώ, θέλοντας να περιγράψει τη συμπόρευση ατόμων που μοιράζονται κάποια γενετική ανωμαλία και που ενώνονται στον δημόσιο χώρο διεκδικώντας μια αντίληψη της ανθρώπινης ζωής, η οποία είναι διαφορετική από την κρατούσα. Όπως αυτοί αποστιγματοποιούνται κάνοντας κατά κάποιον τρόπο επίδειξη του «στίγματός» τους, έτσι και τα θύματα της τεχνολογικής καταστροφής ενώνονται στη βάση της οριακής εμπειρίας τους εκθέτοντας το βίωμα της κοινής διακινδύνευσης.

Οι νέες συλλογικότητες και η δυνάμει συμμετοχή όλων μας σε αυτές δημιουργούν μια νέα κουλτούρα ανθρωπισμού και συγκίνησης, η οποία βγαίνει από την ιδιωτική στη δημόσια σφαίρα και εκτείνεται πέρα από τα ταξικά, εθνικά και γλωσσικά σύνορα, συνιστώντας έναν νέο κοσμοπολιτισμό (truc, 2006). Όπως ενημερωνόμαστε για το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, τον καιρό στο Λονδίνο, τις νέες κυκλοφορίες των βιβλίων στη Γερμανία, με τον ίδιο τρόπο ενημερωνόμαστε και για τον τυφώνα Κατρίνα ή για ένα πυρηνικό δυστύχημα στην Κίνα και νιώθουμε οδύνη, συγκίνηση και αλληλεγγύη για τα θύματα και τους συγγενείς τους. Οι νέες αυτές συλλογικότητες είναι, όμως, και φορείς νέων διεκδικήσεων: πηγαίνουν στα δικαστήρια, ζητούν αποζημιώσεις, θέτουν σε δοκιμασία την τεχνολογία και την πολιτική και θέτουν τους όρους της συζήτησης στη δημόσια σφαίρα.

Η κουλτούρα του ατομικισμού βγαίνει έτσι ενισχυμένη από τις εμπειρίες της διακινδύνευσης, παρά τις όποιες παλινδρομήσεις. Η αίσθηση ότι με τη ζωή και της επιλογές μας «γράφουμε» μόνοι τη «βιογραφία» του εαυτού μας είναι πολύ ωραία για να την απαρνηθούμε εντελώς. Για να μπορούμε να εξακολουθήσουμε να το κάνουμε είμαστε αναγκασμένοι να συνεχίσουμε να ταξιδεύουμε σε μία θάλασσα κινδύνων. Μπορούμε, ωστόσο, ατομικά και συλλογικά να διεκδικούμε μεγαλύτερη υπευθυνότητα από τους θεσμούς, όπως και το κάνουμε. Να διεκδικούμε δηλαδή, μεγαλύτερη ευαισθησία και υπευθυνότητα από τους ανθρώπους εκείνους που επιλέγουν να υπηρετήσουν τον άνθρωπο από το χώρο της επιστήμης και της πολιτικής: τους επιστήμονες και τους πολιτικούς.

Τουλάχιστον μέχρι να μας πέσει ένας μετεωρίτης στο κεφάλι.

ΕΡΓΑ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Beck, U. (1986). Risikogesellschaft. Frankfurt: Suhrkamp Verlag

Durkheim, É. (1970). L’individualisme et les intellectuels. In É. Durkheim, La science sociale et l’action. Paris: Puf

Latour, B. (2000). Ουδέποτε υπήρξαμε μοντέρνοι. (μετάφραση: Φ. Τερζάκης) Αθήνα: Σύναλμα

Rabinow, P. (1996). Artificiality and Enlightenment : From Sociobiology to Biosociality, Essays on Anthropology of Reason, Princeton: Princeton University Press

Truc, G. (2006). Le cosmopolitisme sous le coup de l’émotion. Une lecture sociologique des messages de solidarité en réaction aux attentats du 11 mars 2004 à Madrid. Hermès (46), σελ. 189-199

Share:

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Με €611.500 στηρίζει η Βουλή τα τέκνα πεσόντων στελεχών των ΕΔ και των ΣΑ

«Στο πλευρό των οικογενειών στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, που έπεσαν εν ώρα καθήκοντος παραμένει για μια ακόμη χρονιά η Βουλή των Ελλήνων» σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση του κοινοβουλίου. Συγκεκριμένα, «…με απόφαση του Προέδρου της Βουλής κ.

Παρ’ ολίγον σύγκρουση αεροσκάφους που απογειώθηκε από το «Ελευθέριος Βενιζέλος» με drone

Αεροπλάνο της British Airways που απογειώθηκε από την Αθήνα με προορισμό το αεροδρόμιο Χίθροου στο Λονδίνο απέφυγε στο παρά πέντε σύγκρουση με ένα drone στα 9.600 πόδια. Το περιστατικό πιστεύεται ότι είναι ένα από τα πιο κοντινά ατυχήματα που έχουν

Συντάξεις: Κύμα εξόδου από το Δημόσιο για 40.000

Στην «ουρά» για σύνταξη βρίσκονται φέτος περίπου 40.000 δημόσιοι υπάλληλοι με θεμελιωμένα και κατοχυρωμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, χωρίς να έχουν συμπληρώσει το γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης των 62 ετών. Οι περισσότεροι αναμένεται να κάνουν χρήση των πλασματικών ετών. Την ίδια ώρα αναμένεται

Δημογραφικό: Προς «παγκόσμια συνταξιοδοτική κρίση» – «Τεράστια πίεση» από τη γήρανση του πληθυσμού

Η δραματική μείωση της παγκόσμιας γονιμότητας καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα αποδεικνύεται στις επικαιροποιημένες και ολοκληρωμένες δημογραφικές εκτιμήσεις των βασικών δεικτών. Η γήρανση του πληθυσμού οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Τα παγκόσμια «καμπανάκια» έχουν αρχίσει να

Μετάβαση στο περιεχόμενο