Τα αδιάσειστα στοιχεία και το νομικό οπλοστάσιο που έχει στα χέρια της η Ελλάδα για το κατοχικό δάνειο και τις γερμανικές αποζημιώσεις.
Των Π. ΓΑΛΙΑΤΣΑΤΟΥ, ΑΛ. ΚΟΝΤΗ – ΠΗΓΗ: Realnews
«Νομικά λήξαν» χαρακτήρισε ο Γερμανός Πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ το ζήτημα των επανορθώσεων, όταν του το έθεσε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Ωστόσο, ο Γερμανός Πρόεδρος και η χώρα του κάνουν λάθος. Για την Ελλάδα το ζήτημα των επανορθώσεων δεν θεωρείται διόλου λήξαν, ούτε η χώρα μας έχει παραιτηθεί από τις αξιώσεις της. Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράμμισε, μάλιστα, «τη μεγάλη σημασία που έχει για τον ελληνικό λαό το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου το οποίο παραμένει εκκρεμές». Στο ίδιο μήκος κύματος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που όταν συναντήθηκε με τον Γερμανό Πρόεδρο λίγο αργότερα είπε ότι «για την Ελλάδα το ζήτημα των επανορθώσεων και ειδικά το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, αυτά τα ζητήματα είναι ακόμα πολύ ζωντανά και ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα τα επιλύσουμε».
Η Ελλάδα διατηρεί στο ακέραιο τις αξιώσεις της απέναντι στη Γερμανία για τις πολεμικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο. Στην Ελλάδα, άλλωστε, είχαν επιδικαστεί μεγάλες αποζημιώσεις από τη Διάσκεψη των Παρισίων το 1947, ωστόσο η διευθέτηση του ζητήματος των επανορθώσεων πήρε αναστολή μετά την ίδρυση της Ανατολικής Γερμανίας. Ενεργό έγινε πάλι το ζήτημα μετά τη συνθήκη για την επανένωση της χώρας, στις 12 Σεπτεμβρίου του 1990.
Στις 14 Νοεμβρίου 1995, επί Ανδρέα Παπανδρέου και με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια, ο Ελληνας πρέσβης στη Γερμανία Ιωάννης Μπουρλογιάννης επέδωσε στον τότε υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Πέτερ Χάρτμαν ρηματική διακοίνωση, με την οποία ζητούσε να αρχίσουν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών για το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων και ειδικότερα για το κατοχικό δάνειο. Τη ρηματική αυτή διακοίνωση απέρριψε με δήλωση του κ. Χάρτμαν η γερμανική κυβέρνηση.
Η επόμενη κίνηση στο θέμα αυτό ήρθε από την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Με πρωτοβουλία της αναπληρώτριας υπουργού Εξωτερικών Σίας Αναγνωστοπούλου, η Ελλάδα προχώρησε σε νέα ρηματική διακοίνωση προς τη Γερμανία, με την οποία καλούσε τη γερμανική πλευρά να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις. Η διπλωματική αυτή ενέργεια αναφέρεται στη σχετική συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών στην Ολομέλεια της Βουλής, στις 17 Απριλίου 2019, και αποτελεί εκτέλεση της απόφασης που ελήφθη με ευρεία πλειοψηφία για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς τη χώρα μας.
Οπως αναφερόταν στη σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών, οι ελληνικές αξιώσεις αφορούν αποζημιώσεις και επανορθώσεις για ζημίες που υπέστησαν η Ελλάδα και οι πολίτες της κατά τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για πολεμικές αποζημιώσεις για τα θύματα και τους απογόνους των θυμάτων της γερμανικής κατοχής, την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου και την επιστροφή των λεηλατηθέντων αρχαιολογικών και άλλων πολιτιστικών αγαθών. Ωστόσο, η Γερμανία απέρριψε και αυτό το ελληνικό αίτημα.
Οι αποκαλύψεις
Για την αποκατάσταση της ιστορικής αδικίας σε βάρος της χώρας μας, η Ελλάδα έχει στη διάθεσή της έγγραφα που αποδεικνύουν ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις μπορούν να διεκδικήσουν τις πολεμικές επανορθώσεις από τη Γερμανία και ότι το περιβόητο κατοχικό δάνειο όχι μόνο είχε συναφθεί, αλλά και είχε ξεκινήσει μάλιστα να αποπληρώνεται μέχρι το 1944!
Από το 2013, η Realnews είχε προχωρήσει σε αποκαλύψεις των εγγράφων που αφορούν το κατοχικό δάνειο. Σύμφωνα με τα ντοκουμέντα που είχαν δει το φως της δημοσιότητας, η σύμβαση του κατοχικού δανείου υπεγράφη στις 14 Μαρτίου του 1942. Εννέα ημέρες μετά, η ελληνική κατοχική κυβέρνηση απλώς ενημερώθηκε, με επιστολή του πληρεξούσιου της ναζιστικής Γερμανίας στην Ελλάδα, για τις υποχρεώσεις της απέναντι στα κατοχικά στρατεύματα. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, η Ελλάδα υποχρεωνόταν να πληρώνει μηνιαίως έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δραχμών, ένα ποσό που στη συνέχεια αναπροσαρμόστηκε λόγω του ραγδαίου πληθωρισμού και αυξήθηκε σε δυσθεώρητα ύψη. Ακόμη, στην ίδια σύμβαση αναφερόταν ότι πέραν του 1,5 δισ. δρχ., οι δυνάμεις κατοχής είχαν το δικαίωμα να αντλούν, βάσει των αναγκών τους κάθε φορά, επιπλέον χρήματα από τα ταμεία του ελληνικού κράτους και αυτά να πιστώνονται στο αναγκαστικό δάνειο.
Στην ίδια σύμβαση προβλεπόταν πως το κατοχικό δάνειο είχε αναδρομική ισχύ από την 1η Ιανουαρίου του 1942, καθώς και ότι οι αναλήψεις των ποσών θα γίνονταν από ειδικό λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος. Οσον αφορά την αποπληρωμή του δανείου, οριζόταν ότι θα γίνει χωρίς τόκους. Ετσι, στις 2 Απριλίου 1942, ο τότε υπουργός Οικονομικών Σωτήρης Γκοτζαμάνης έδωσε εντολή στην Τράπεζα της Ελλάδος να ανοίξει δύο ειδικούς λογαριασμούς, ώστε να γίνονται οι αναλήψεις από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Σύμφωνα με τα αρχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εκπρόσωποι των δυνάμεων κατοχής προχώρησαν σε σχετικές αναλήψεις από αυτούς τους λογαριασμούς έως και τον Μάρτιο του 1943.
Σημειώνεται ότι οι όροι του κατοχικού δανείου αναπροσαρμόστηκαν αρκετές φορές, ανάλογα πάντα με τις ανάγκες των κατοχικών στρατευμάτων, αλλά και με τις εξελίξεις κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην τροποποίηση που έγινε τον Δεκέμβριο του 1942, προβλεπόταν ότι το δάνειο θα αρχίσει να αποπληρώνεται από τον Απρίλιο του 1943. Το ίδιο έτος και τους μήνες Μάιο και Οκτώβριο, έγιναν δύο ακόμα τροποποιήσεις. Στην τελευταία, που έγινε στις 25/10/1943, σημειωνόταν πως η ναζιστική Γερμανία θα οικειοποιηθεί το μερίδιο που αντιστοιχούσε στα ιταλικά κατοχικά στρατεύματα, καθώς η Ιταλία είχε ήδη συνθηκολογήσει από τον Σεπτέμβριο του 1943. Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι σε αυτή την τρίτη τροποποίηση, η Γερμανία δεσμευόταν να επιταχύνει την εξόφληση του δανείου!
Αποπληρωμή 19 δόσεων
Πράγματι, τον Απρίλιο του 1943 η ναζιστική Γερμανία πλήρωσε την πρώτη δόση του δανείου. Μάλιστα, όπως είχε αποκαλύψει η «R», μέχρι τα τέλη του 1944 είχαν ήδη καταβληθεί 19 δόσεις. Το πρώτο έγγραφο, που είχε φέρει στο φως της δημοσιότητας η έρευνα της «R», είχε ημερομηνία τη 16η Μαΐου του 1944. Φέρει την υπογραφή του τότε υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης των δωσίλογων, Εκτορα Τσιρόνικου, και απευθύνεται προς την Τράπεζα της Ελλάδος. «Εχομεν την τιμήν να σας διαβιβάσουμε δεόντος οπισθογεγραμμένην παρ’ ημών την υπ’ αριθ. 58825/13-5-44 επιταγήν του ειδικού πληρεξουσίου του υπουργείου των Εξωτερικών του Ράιχ διά την Νότιον Ανατολήν εκ δραχμών οκτακοσίων δισεκατομμυρίων (800.000.000.000) και να παρακαλέσωμεν όπως το ποσόν τούτον φέρητε εις πίστωσιν του παρ’ υμίν λογαριασμού “Ελληνικόν Δημόσιον – Επιστροφή παρά Γερμανικών Υπηρεσιών διά τους ειδικούς λογαριασμούς Βγ1 και Βγ2”», αναφέρεται στο έγγραφο.
Με αντίστοιχο έγγραφο, την 31η Ιουλίου του 1944, ο Τσιρόνικος ζητά να κατατεθούν στους σχετικούς δύο λογαριασμούς της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλη επιταγή του ειδικού πληρεξούσιου του Ράιχ. Σύμφωνα με την έρευνα της «R», οι Γερμανοί κατέβαλαν τη 19η και τελευταία δόση στις 16 Σεπτεμβρίου του 1944, δηλαδή περίπου έναν μήνα πριν αποχωρήσουν από την Ελλάδα. Τα έγγραφα αυτά αποτελούν τις αποδείξεις για τη μεγάλη ληστεία που συντελέστηκε στη χώρα μας και για την οποία δεν έχει υπάρξει ακόμα δικαίωση.
Το πόρισμα
Εβδομήντα δύο χρόνια μετά, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ) έστελνε την έκθεσή του προς τη Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών. Σε αυτό το πόρισμά του, με ημερομηνία 19 Απριλίου του 2016, το οποίο είχε επίσης αποκαλύψει η «R», το ΝΣΚ ουσιαστικά παρουσίαζε τον οδικό χάρτη που μπορεί να ακολουθήσει η χώρα μας σε νομικό επίπεδο, ώστε να επιτευχθεί η πλήρης ικανοποίηση της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο και τις γερμανικές επανορθώσεις. Αυτό που προτείνεται στην ελληνική πολιτεία είναι να θέσει το θέμα μέσω της διπλωματίας και στη συνέχεια να προχωρήσει σε νομική διεκδίκηση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Στο πόρισμα του ΝΣΚ γίνεται μια μακρά ιστορική αναφορά στα γεγονότα που σημάδεψαν την ατυχή για τη χώρα μας διεκδίκηση των αποζημιώσεων από τη Γερμανία, αρχής γενομένης από τη Συμφωνία των Παρισίων του 1946. «Βάσει αυτής της Συμφωνίας, η Ελλάδα δικαιούται μερίδιο 2,7% από τη γενική κατηγορία περί γερμανικών επανορθώσεων και μερίδιο 4,35% από την ειδικότερη κατηγορία βιομηχανικού εξοπλισμού κ.λπ.», σημειώνει το πόρισμα του ΝΣΚ, αναφερόμενο στην προηγούμενη Συμφωνία του Πότσνταμ (1945), η οποία καθόριζε τα μερίδια των επανορθώσεων από το σύνολο των αγαθών που ήταν τότε διαθέσιμα στη Γερμανία.
Στη συνέχεια, με τη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953 αποφασίστηκε η αναβολή της εξέτασης των απαιτήσεων έναντι της Γερμανίας μέχρι τον οριστικό διακανονισμό του ζητήματος των επανορθώσεων. «Η ελληνική πλευρά ουδέποτε παραιτήθηκε των οποιωνδήποτε αξιώσεών της. Αντιθέτως, και μετά την ανωτέρω Συμφωνία του Λονδίνου προέβαλε και επικαιροποίησε τις απαιτήσεις της με τη διατύπωση ρητών επιφυλάξεων σε διεθνείς διασκέψεις ή στα κείμενα συνθηκών ή με ρηματικές διακοινώσεις. Παρά ταύτα, η Γερμανία αρνείτο οποιαδήποτε συζήτηση για τα ζητήματα των εν γένει οφειλών της, επικαλούμενη την αναβλητική ρήτρα της Συμφωνίας του Λονδίνου το 1953», αναφέρεται στην έκθεση του ΝΣΚ.
Στο ίδιο πόρισμα αναφέρεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει την πλήρη ικανοποίηση των αξιώσεων των υπηκόων της, ικανοποιώντας και τις αξιώσεις των πολιτών που έχασαν την περιουσία τους ή συγγενείς τους από τις γερμανικές θηριωδίες.