Όταν φταίει το γήπεδο και η διαιτησία, τότε η ομάδα δεν έπαιξε καλά. Και ο ισχυρισμός του Ντόναλντ Τραμπ ότι στο debate με την Κάμαλα Χάρις ήταν “ένας εναντίον τριών”, επιβεβαιώνει ότι, ασχέτως του αν οι συντονιστές υπήρξαν όντως μεροληπτικοί, ο ίδιος δεν βρέθηκε σε φόρμα.
Το ότι επίσης η καμπάνια της νυν αντιπροέδρου των ΗΠΑ ήδη ζητά να υπάρξει και δεύτερη τηλεμαχία, συνηγορεί υπέρ του ότι η εκλεκτή των Δημοκρατικών κέρδισε τις εντυπώσεις, όπως το θέλουν και οι σφυγμομετρήσεις.
Ένα δεύτερο debate θα χρησίμευε στο να εμπεδωθεί η καλή εικόνα μιας τηλεοπτικής εμφάνισης σε κάτι με μονιμότερο αντίκτυπο, που να αποτυπώνεται και στις μετρήσεις πρόθεσης ψήφου εφεξής. Διότι στο επιτελείο της Χάρις γνωρίζουν καλά ότι οι εκλογές δεν κερδίζονται με ένα debate.
Το γιατί ο Τραμπ ανακηρύχθηκε χαμένος της βραδιάς έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει με τους λόγους για τους οποίους βρέθηκε απέναντί του η Χάρις, μετά τις καταστροφικές επιδόσεις του Τζο Μπάιντεν στο debate του καλοκαιριού. Πλέον είναι ο 78χρονος υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών ο οποίος φαντάζει φθαρμένος, απέναντι σε μία αντίπαλο κατά είκοσι χρόνια νεότερή του.
Η φθορά, ωστόσο, είναι στην πραγματικότητα πολιτικό και όχι επικοινωνιακό μέγεθος. Το στρατόπεδο του Τραμπ και ο ίδιος προσωπικά δεν είχαν την ετοιμότητα να αναπροσαρμοστούν μετά τις καταιγιστικές εξελίξεις στους κόλπους των Δημοκρατικών. Ο Νεοϋορκέζος μεγιστάνας επιχείρησε κατά το debate επανειλημμένα να μεταφέρει τη συζήτηση στα πεπραγμένα του Λευκού Οίκου την προηγούμενη τετραετία, για να λάβει από την Χάρις την απάντηση ότι δεν διεκδικεί την ψήφο ο Τζο Μπάιντεν, αλλά η ίδια.
Παρά τις δικές της ευθύνες ως αντιπροέδρου, η “επανεκκίνηση” που συνιστά ο υποψηφιότητά της την καθιστά ικανή να εμφανίζεται ως έχουσα λευκό πολιτικό μητρώο. Θα φανταζόταν κανείς ότι ο incumbent που βρίσκεται στην άβολη θέση να υπερασπίζεται τα πεπραγμένα του είναι ο Τραμπ.
Το αποτέλεσμα είναι ο πρώην πρόεδρος να αναδιπλώνεται σε μία λογική απεύθυνσης στο πιο στενό του ακροατήριο, σαν να ήταν το debate, όπου διεκδικείται η εύνοια ανεξάρτητων ή αναποφάσιστών ψηφοφόρων, ίδια διαδικασία με το συνέδριο των Ρεπουμπλικανών. Βρέθηκε έτσι ο Τραμπ, όπως ήδη το κάνει εδώ και μέρες στην προεκλογική του εκστρατεία, να ξεδιπλώνει μια “πολιτική του φόβου”, επισείοντας κάθε είδους απειλές: η Χάρις είναι “μαρξίστρια”, υπό την ευθύνη της η χώρα πλημμύρισε με παράνομους αλλοδαπούς, όπως οι Αϊτινοί οι οποίοι φέρεται ότι τρώνε γάτες και σκύλους (!) στο Σπρίνγκφιλντ του Οχάιο, η εκλογή της θα σημάνει το τέλος του Ισραήλ, ενώ το δικαίωμα στην άμβλωση θα επεκταθεί μέχρι τη δυνατότητα θανάτωσης νεογέννητων, όπως έχει υποστηρίξει (;) ο υποψήφιος αντιπρόεδρος της Χάρις, Ουόλζ.
Το πεδίο το οποίο είναι πραγματικά ευνοϊκό για αυτόν, ήτοι η κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας, ο Τραμπ μπόρεσε να το κρατήσει μόνο κατά το πρώτο δεκάλεπτο της τηλεμαχίας (που όμως αποτυπώνεται ισχυρότερα στη συνείδηση των τηλεθεατών). Κατόπιν άρχισε να απεραντολογεί, “τσιμπώντας” όλα τα δολώματα που του πέταγε η Χάρις, με κυριότερο το ζήτημα των αμβλώσεων (όπου η τοποθέτηση των Δημοκρατικών δεν έχει αντιφάσεις) και υφιστάμενος προσωπικές προσβολές, από αυτές που εκτροχιάζουν τον ναρκισσισμό του, όπως ότι οι παρόντες στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις “βαριούνται και φεύγουν σύντομα” ή ότι “για τους ξένους ηγέτες αποτελεί περίγελο”.
Πρόκειται ασφαλώς για κατόρθωμα εκείνης που οι Ρεπουμπλικανοί έχουν χαρακτηρίσει “Κάμαλα που κακαρίζει”, υποστηρίζοντας ότι δεν είναι σε θέση να αρθρώσει συγκροτημένο επιχείρημα εκτός κειμένου. Όμως το υποτιθέμενο “λευκό πολιτικό μητρώο”, το ταυτοτικό πλεονέκτημα της έγχρωμης γυναίκας, η ευρεία απεύθυνση (του τύπου “ήρθα να ενώσω και όχι να διχάσω”) και βέβαια η αοριστολογία αποτελούν αποτελεσματικά όπλα για την Χάρις.
Με την υπόμνηση, πάντοτε, ότι από ένα debate δεν κερδίζονται οι εκλογές.