Oταν σχηματίστηκε η Γεωδαιτική Αποστολή (μετέπειτα Γεωδαιτικό Απόσπασμα και Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού), υπό τον Ερ. Χαρτλ, από τους πρώτους που συμμετείχαν στην υπηρεσία ήταν ο ανθυπολοχαγός Μηχανικού Ξενοφών Στρατηγός. Γεννημένος στις 7 Ιουλίου 1869 στην Κέρκυρα, ο Στρατηγός είχε μόλις αποφοιτήσει από τη Σχολή Ευελπίδων (1890).
Κατά τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897, υπηρέτησε στο Επιτελείο του διαδόχου Κωνσταντίνου, ο οποίος μετά τον πόλεμο τον έστειλε –μαζί με τους Μεταξά και Παπαβασιλείου– για μετεκπαίδευση στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου. Οταν επέστρεψε (1903), συμμετείχε στο Γενικό Επιτελείο Στρατού και ήταν ένας εκ των αξιωματικών στους οποίους ανατέθηκε η αναδιοργάνωση του στρατού.
Στέλεχος του Γενικού Επιτελείου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, μαζί με τους Δαγκλή, Μεταξά και Δούσμανη, το 1913 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη· αργότερα διετέλεσε υπαρχηγός του και από τον Αύγουστο του 1916 (μετά την απομάκρυνση των Δούσμανη και Μεταξά) αρχηγός.
Λίγους μήνες πριν (Μάιος 1916) είχε παραδοθεί αμαχητί στα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα το οχυρό Ρούπελ. Για την «υπόθεση Ρούπελ» παραπέμφθηκε σε δίκη (Δίκη πρώην Επιτελείου, Οκτώβριος 1919-Ιανουάριος 1920), μαζί με τους Δούσμανη, Μεταξά, Εξαδάκτυλο, στην οποία κηρύχθηκε αθώος. Στην απολογία του υποστήριξε ότι «αι Διαταγαί του Επιτελείου ήσαν απόρροιαι των αποφάσεων της Κυβερνήσεως» και δήλωσε: «Εξηγέρθην κατά της κατηγορίας ήτις μου απηυθύνθη επί γερμανοφιλία. Από του σημείου όμως αυτού μέχρι του να σχηματίσω την αντίληψιν ότι δεν ήτο δυνατόν να ζήσω υπό βενιζελικό καθεστώς και να διαπράξω προδοσίαν, κύριοι, είναι μεγάλη η απόστασις» («Η Καθημερινή», 30/1/1920). Την περίοδο που δικαζόταν ήταν εκτός στρατεύματος. Είχε παραιτηθεί μετά την επάνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πρωθυπουργία (Ιούνιος 1921), στη συνέχεια δε απεστάλη εξόριστος στην Κρήτη.
Στο βιβλίο του «Η Ελλάς εν Μικρά Ασία» (1925) χαρακτηρίζει τη Συνθήκη των Σεβρών «διπλωματικόν κομψοτέχνημα» και «φιλολογικόν κειμήλιον», που όμως «εν μόνον δεν προβλέπει και δεν κανονίζει: το πώς θα αναγκασθώσιν οι Τούρκοι να υποταχθώσιν εις τους απειροπληθείς όρους» της (σ. 133). Εξ αυτού συμπεραίνει ότι ήταν «θνησιγενής» και «πρόξενος πολέμου»: «θαμβώνει από απόψεως εξωτερικών φαινομένων […] πλην όμως υπό το απατηλόν περίβλημα χαίνουσι μυριάδες στομίων όπλων και πυροβόλων, ετοίμων να εξεμέσωσι πυρ και σίδηρον» (σ. 134).
Συμμαθητής και φίλος του Ιωάννη Μεταξά, στέλεχος του Γενικού Επιτελείου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, μέλος της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης και βουλευτής Κερκύρας το 1920.
Συμμετείχε στη συγκρότηση της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης –υπήρξε μέλος του συμβουλίου της– και στις νικηφόρες γι’ αυτήν εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 εξελέγη βουλευτής Κερκύρας.
Κατά τον Στρατηγό (σ. 143-147), οι μετέπειτα κυβερνήσεις βρέθηκαν προ ενός τραγικού διλήμματος: «Προ τοιαύτης καταστάσεως πραγμάτων δύο ήσαν αι οδοί ας ηδύναντο να ακολουθήσωσιν αι μετανοεμβριαναί Κυβερνήσεις: ή της συνεχίσεως της Μικρασιατικής πολιτικής ή της διακοπής αυτής δι’ αμέσου εγκαταλείψεως της Μ. Ασίας». Επελέγη η πρώτη οδός –«όπως το μετανοεμβριανόν Καθεστώς εγκολπωθή την συνέχισιν της μοιραίως κληροδοτηθείσης αυτώ Μικρασιατικής πολιτικής»– για τρεις, όπως υποστηρίζει, λόγους. Πρώτον, διότι έπρεπε να αντιμετωπιστεί «το φοβερόν και τραγικόν από πάσης απόψεως ζήτημα της τύχης τών εκεί Ελληνικών Πληθυσμών, οίτινες θα αφίνοντο εκτεθειμένοι και ανυπεράσπιστοι». Δεύτερον, διότι σε αντίθετη περίπτωση, «θα έπρεπεν η Ελλάς να αναιρέση τας υποσχέσεις ας επισήμως έδωκεν διά του κ. Βενιζέλου απέναντι των Δυνάμεων, του να επιβάλη δηλαδή τους όρους της Συνθήκης εις τον Κεμάλ». Και, τρίτον, διότι «ο εν Μ. Ασία Στρατός, έχων μέχρι της στιγμής εκείνης το συναίσθημα ότι είναι νικητής και κυρίαρχος εν Μ. Ασία, μη διαβλέπων άμεσον κίνδυνον ήττης ή εκδιώξεως […] θα ήτο δύσκολον να πεισθή, διά μόνων των επιχειρημάτων περί μελλοντικών κινδύνων, περί της ανάγκης της εκκενώσεως της Μ. Ασίας». Η εν λόγω επιχειρηματολογία έχει χαρακτηριστεί «συνονθύλευμα πραγματικών λόγων και εκλογικεύσεων» (Σωτ. Ριζάς, Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, Καστανιώτης, σ. 193).
Ο Στρατηγός υποστήριξε αυτή την επιλογή αρχικά ως βουλευτής. Ομως, τον Μάρτιο του 1921 ανακλήθηκε στο στράτευμα –«τη επιμόνω παρακλήσει του κ. Γούναρη», ανέφερε στην απολογία του στη Δίκη των Εξι– με τον βαθμό του υποστράτηγου, ως υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου (υπό τον Δούσμανη) και σύνδεσμος της κυβέρνησης με τη Στρατιά Μικράς Ασίας (σε ρόλο όχι θεσμικά προσδιορισμένο). Εκεί παρέμεινε έως και λίγο μετά τη μάχη στον Σαγγάριο. Στην ως άνω απολογία συνεχίζει: «Η υπηρεσία μου εις το Επιτελείον της Στρατιάς εξηκολούθησε μέχρι τέλους Σεπτεμβρίου. Επανελθών εις τας Αθήνας εζήτησα και ετέθην εις αποστρατείαν. Το Διάταγμα όμως τούτο ανεκλήθη μετά τριήμερον, τη παρακλήσει του κ. Γούναρη, επιμείναντος να τον ακολουθήσω εις Λονδίνον ως στρατιωτικός Σύμβουλος της αποστολής. Αι υπηρεσίαι μου εν Λονδίνω δεν υπήρξαν σοβαραί».
Οταν επέστρεψε από την αγγλική πρωτεύουσα, ανέλαβε υπουργός Συγκοινωνιών στην τελευταία κυβέρνηση Γούναρη (2/3/1922) και στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη (9/5/1922).
Μετά την καταστροφή της Σμύρνης και την επικράτηση του κινήματος της 11ης Σεπτεμβρίου 1922, συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και στρατιωτική καθαίρεση από το Εκτακτο Στρατοδικείο (Δίκη των Εξι). Στην απολογία του υποστήριξε ότι ήταν αντίθετος στην ανάθεση της αρχιστρατηγίας στον Χατζανέστη «λόγω της αποκλειστικότητος αυτού και της αυστηράς και μονοκομματικής μεθόδου που διοικεί», ενώ στη δευτερολογία του ότι «είχε το ατύχημα διότι έκαμε σπουδάς εν Γερμανία και διότι υπηρέτησε στο Επιτελείον να χαρακτηρίζεται ως γερμανόφιλος». Επιπλέον απέκρουσε την κατηγορία ότι ήταν «αυλόδουλος» και προσέθεσε ότι «αυτός κατά σύστημα αντετάχθη πάντοτε εις την ανάθεσιν οιασδήποτε υπηρεσίας εις τον Δούσμανην». Μετά την αμνηστία που χορηγήθηκε το 1924, μετέβη στην Ελβετία για να αντιμετωπίσει τη βαριάς μορφής φυματίωση από την οποία είχε προσβληθεί. Πέθανε στις 11 Μαρτίου του 1927 στο Νταβός.
Αριστος ισορροπιστής
«“Αι αντιλήψεις μου προς τον Κ. Δούσμανην ήσαν εκ διαμέτρου αντίθετοι. Εξεδηλώθη δε η αντίθεσις αύτη κατά την μετάβασιν του Βασιλέως εις το μέτωπον”. Εξηγών τα της μεταβάσεως του Βασιλέως εις το μέτωπον, λέγει ότι εφρόνει ότι λόγω της καταστάσεως της υγείας του Βασιλέως και άλλων διεθνών συνθηκών, δεν επετρέπετο αύτη να πραγματοποιηθή. Εν τούτοις, αποφασισθείσης της μεταβάσεώς του είχε την γνώμην ότι δεν έπρεπε να έχη άλλην ιδιότητα ή αρχηγού του στρατού. “Προς τας γνώμας μου ταύτας ήτο σύμφωνος η Κυβέρνησις. Διεφώνη όμως ο κ. Δούσμανης, θέλων τον Βασιλέα Αρχιστράτηγον και θέλων ύπαρξιν Γενικού Επιτελείου, ως κατά τους Βαλκανικούς πολέμους. Τούτο το έβλεπα μετά δέους. Διότι ήξευρα ότι η Στρατιά είχε καλώς μελετημένον σχέδιον επιχειρήσεων. Υπερίσχυσαν, κατά το πλείστον, αι γνώμαι του κ. Δούσμανη. Διά τούτο και από της πρώτης στιγμής ήρχισαν διενέξεις μεταξύ της διοικήσεως της Στρατιάς και του Επιτελείου. Εγώ ήμην εις μίαν τοιαύτην θέσιν, ώστε επροσπαθούσα να συμβιβάζω πάντοτε τα διεστώτα”» (Απολογία Στρατηγού στη Δίκη των Εξι, «Η Καθημερινή», 9/11/1921).
Υπέρμαχος της προέλασης του ελληνικού στρατού στην Αγκυρα
Την περίοδο που μετέβη ο Ξενοφών Στρατηγός στη Μικρά Ασία (Μάρτιος 1921), είχε τεθεί το θέμα της προέλασης προς τα ανατολικά, με τη διοίκηση της Στρατιάς Μικράς Ασίας να είναι επιφυλακτική, επειδή θεωρούσε ότι οι τουρκικές δυνάμεις είναι καλά οργανωμένες και με υψηλό ηθικό. Ο Στρατηγός δεν ασπαζόταν αυτή την άποψη: «Η σκέψις ότι η Ελλάς θα ηδύνατο, όσον και αν ωχυρούτο εν αυτή, να κρατήση την ζώνην των Σεβρών ή άλλην παραπλησίαν, με όλον τον Ασιατικόν όγκον επί της ράχεώς της, είναι τόσον επιπολαία και μωρά στρατιωτικώς, ώστε να καθίσταται ανιαρά η συζήτησις πράγματος τόσον ευκρινούς όσον το φως της ημέρας. Η Μ. Ασία δεν είναι γεωγραφικώς υποδιαιρέσιμος και ή πρέπει να κατέχη αυτήν τις ολόκληρον ή, αν θελήση να καθέξη τμήμα μόνον αυτής, να έχη την δύναμιν, εις πάσαν στιγμήν, όπως και το Ευρωπαϊκόν Κράτος του τηρή εν ασφαλεία και όπως πλήττη τον όπισθέν του Ασιατικόν όγκον εις την καρδίαν αυτού» (σ. 204). Ο Στρατηγός, δηλαδή, δικαιολογεί την προέλαση προς την Αγκυρα, αντιστρέφοντας το επιχείρημα που είχε χρησιμοποιήσει ο Μεταξάς, εκφράζοντας τις αντιρρήσεις του για τη στρατιωτική εμπλοκή στη Μικρασία (εξ ου και η άρνησή του να αναλάβει τον αρχιστρατηγία, όταν του προσφέρθηκε στα τέλη Μαρτίου του 1921).
Κι αυτό σε μια στιγμή που ξεκινάει μεν μια νέα φάση επιστράτευσης (που απέδωσε 58.000 άνδρες), ο ίδιος όμως διαπιστώνει ότι «ο σχηματισμός νέων μονάδων απήτη νέον πυροβολικόν, μετ’ αναλόγων πυρομαχικών, νέους όρχους μηχανικού και τεχνικών υπηρεσιών εν γένει, νέους σχηματισμούς με τα ανάλογα μεταφορικά μέσα, δηλαδή απήτη τεραστίαν νέαν οργάνωσιν ήτις, και αν υποτεθή ότι ήτο δυνατή και εύκολος η προμήθεια των εφοδίων, θα ήτο φυσικώς αδύνατον να πραγματοποιηθή προ της παρελεύσεως χρόνου μακρού, έτους ίσως και πλέον» (σ. 202-203). Στο ίδιο πνεύμα και την ίδια περίοδο, ο Μεταξάς είχε εκφράσει την απορία «πώς απεφασίσθη τόσο σπουδαία επιχείρησις –δηλ. η της καταλήψεως της Αγκύρας– με τόσον ασθενείς δυνάμεις». Οταν πραγματοποιήθηκε η σύσκεψη της Κιουτάχειας (15/7/1921), δεν είχαν παρέλθει παρά μόνον λιγοστοί μήνες – διάστημα κατά πολύ μικρότερο από αυτό που θεωρούσε αναγκαίο ο Στρατηγός για την επαρκή προετοιμασία της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Επιπλέον, ο ελληνικός στρατός είχε καταπονηθεί από την πρώτη φάση των θερινών επιχειρήσεων του 1921, οι οποίες άρχισαν στα τέλη Ιουνίου. Εντούτοις, ο ίδιος στη σύσκεψη τάχθηκε σαφέστατα υπέρ της προέλασης προς την Αγκυρα, μιας επιχείρησης που ξεκινούσε με στόχο την καταστροφή των κεμαλικών δυνάμεων ή ακόμη και την κατάληψη της Αγκυρας. Παρότι αναγνώριζε τις «δυσχέρειες» (κυρίως του εφοδιασμού), ακόμη και το 1925 υποστήριζε ότι η ανάγκη της «ήταν οφθαλμοφανής». Κατά πρώτον, αποτελούσε στρατιωτική ανάγκη: «Το παροδικόν της Στρατιωτικής αδυναμίας του Κεμάλ, η εν γένει δυσχερής εσωτερική αυτού κατάστασις και η επίτασις αυτής καθίστων την επιχείρησιν απολύτως αναγκαίαν Στρατιωτικώς!» Και δεύτερον, διότι «παρείχε μεγίστας πιθανότητας επιτυχίας», ήταν εκτελέσιμη: «Τα δύο ταύτα γεγονότα, της αρίστης δηλαδή παρ’ ημίν στρατιωτικής καταστάσεως και της άγαν μειονεκτικής παρά τω εχθρώ, παρείχον τας μεγαλυτέρας πιθανότητας υπέρ της επιτυχούς εκβάσεως
της επιχειρήσεως» (σ. 243-252).