Ο πρωθυπουργός παραχώρησε συνέντευξη στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt
«Δεν είμαστε εμείς που τρέφουμε φαντασιώσεις για αυτοκρατορίες του παρελθόντος. Ας κοιτάξουμε το μέλλον αντί για το παρελθόν». Αυτό είναι το μήνυμα, που επέλεξε να αποστείλει ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στο πλαίσιο συνέντευξης, που παρεχώρησε στην γερμανική εφημερίδα Handelsblatt και τους δημοσιογράφους, Nicole Bastian και Gerd Höhler, σημειώνοντας παράλληλα πως «Η Τουρκία πρέπει να καταλάβει ότι δεν μπορεί να απειλεί την Ελλάδα ή την Κύπρο».
Eρωτηθείς σχετικώς, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε σχετικά με την προσέγγιση της Αθήνας έναντι της ‘Αγκυρας ότι «δεν επιζητώ αντιπαράθεση με την Τουρκία. Είμαστε γείτονες. Συνομιλώ με τον Πρόεδρο Ερντογάν. Έχουμε κάθε συμφέρον να συνεργαστούμε. Εάν η Τουρκία βιώνει αυτή τη στιγμή οικονομική κρίση, αυτό δεν μας χαροποιεί. Γιατί θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιφερειακή αστάθεια».
Αναφορικά με τη στάση της Γερμανίας στο μέτωπο των Ελληνοτουρκικών, όπως τονίστηκε στο ΑΠΕ ΜΠΕ, ο πρωθυπουργός παρατήρησε πως η Γερμανία δεν είναι ένα μη εμπλεκόμενο, ουδέτερο, τρίτο μέρος και επεσήμανε πως «θέλουμε τη στήριξη της Γερμανίας, είμαστε στην ίδια ευρωπαϊκή οικογένεια».
Σχετικά με τη συζήτηση περί αλλαγής των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτήρισε τις πρόνοιες του Συμφώνου Σταθερότητας παρωχημένες και τάχθηκε υπέρ μιας μεγαλύτερης ευελιξίας, αλλά και υπέρ της εξεύρεσης ενός «μονοπατιού για τη σταδιακότερη μείωση του χρέους».
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη στην γερμανική εφημερίδα Handelsblatt
ΕΡ: Κύριε Πρωθυπουργέ, γνωρίσατε τον Olaf Scholz όταν ήταν Υπουργός Οικονομικών και τώρα θα τον συναντήσετε ξανά στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Τι περιμένετε από τον νέο Καγκελάριο της Γερμανίας;
ΑΠ: Τον γνωρίζω και είμαι βέβαιος ότι θα έχουμε καλή και ειλικρινή επικοινωνία. Πιστεύω ότι η γερμανική κυβέρνηση έχει θέσει φιλόδοξους στόχους, για παράδειγμα σε ό,τι αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, την ψηφιοποίηση και το κλίμα. Και γνωρίζω ότι ως Υπουργός Οικονομικών, εκείνη την εποχή, στήριξε ιδιαίτερα το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ.
ΕΡ: Αναφέρεστε στο Ταμείο της ΕΕ που προβλέπει 720 δισ. ευρώ σε επιδοτήσεις και δάνεια για τα κράτη-μέλη, το οποίο συμφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
ΑΠ: Πιστεύω ότι πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Τώρα εναπόκειται σε εμάς να αποδείξουμε σε όσους παραμένουν επιφυλακτικοί ότι αξιοποιούμε ορθά τα κεφάλαια αυτά για να ενισχύσουμε τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.
ΕΡ: Πώς βλέπετε το ρόλο του νέου Υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας Christian Lindner, ο οποίος είχε επικρίνει έντονα την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη;
ΑΠ: Τα όσα είπε προσφάτως για την ελληνική οικονομία ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Είναι θετικό το γεγονός ότι στη Γερμανία είναι πλέον σαφές ότι έχουν αλλάξει πολλά στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια. Έχουμε βάλει σε τάξη τα δημοσιονομικά μας και έχουμε υλοποιήσει πραγματικές μεταρρυθμίσεις για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ να βιώσουμε ξανά μια κρίση χρέους αντίστοιχη με αυτή που ζήσαμε. Χάρηκα που άκουσα τον κ. Lindner να το αναγνωρίζει αυτό. Αυτό είναι σημαντικό στο πλαίσιο της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ.
ΕΡ: Είναι ένα σημαντικό θέμα για εσάς.
ΑΠ: Πιστεύω ότι όλοι συμφωνούμε πως οι κανόνες πρέπει να αλλάξουν διότι ως έχουν είναι παρωχημένοι. Χρειαζόμαστε ένα νέο πλαίσιο που να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα σε δημοσιονομικό επίπεδο -είμαι ο πρώτος που επιμένει στο ζήτημα της βιωσιμότητας των δημοσιονομικών διότι ο λόγος του χρέους μας προς το ΑΕΠ παραμένει πολύ υψηλός. Αλλά από την άλλη πλευρά, ένα τέτοιο πλαίσιο πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι δεν θα επιβάλλουμε περιττή λιτότητα, σκοτώνοντας την ανάπτυξη που όλοι επιδιώκουμε.
ΕΡ: Ποιοι θα μπορούσαν να είναι αυτοί οι κανόνες για το έλλειμμα και το χρέος;
ΑΠ: Δεν θα αναφερθώ σε συγκεκριμένους αριθμούς. Αλλά μιλάμε για ένα σύνολο κανόνων που θα επιτρέπουν μεγαλύτερη ευελιξία και ένα μονοπάτι για τη σταδιακότερη μείωση του χρέους. Ίσως θα έπρεπε επίσης να αντιμετωπίζουμε με διαφορετικό τρόπο ορισμένα είδη δαπανών κατά τον υπολογισμό του ελλείμματος.
ΕΡ: Τι έχετε κατά νου;
ΑΠ: Όλοι γνωρίζουμε ότι θα υπάρξουν τεράστιες δαπάνες για τη χρηματοδότηση της μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα. Αυτό θα γίνει εν μέρει μέσω κοινοτικών και εν μέρει μέσω εθνικών κονδυλίων. Οι επενδύσεις αυτές θα αποφέρουν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα έσοδα. Για το λόγο αυτό θα πρέπει να επιτρέψουμε βραχυπρόθεσμα υψηλότερα ελλείμματα. Επίσης, δείτε για παράδειγμα την άμυνα. Συζητείται πολύ η στρατηγική αυτονομία. Και σε αυτό το πεδίο θα πρέπει να υπάρξουν επενδύσεις.
ΕΡ: Η Γαλλία προτείνει διαφορετικούς στόχους χρέους ανά κράτος μέλος. Εσείς τάσσεστε υπέρ αυτής της ιδέας;
ΑΠ: Αυτό ήδη υφίσταται. Οι συστάσεις της Επιτροπής ανά χώρα για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι ακριβώς αυτό -και είναι η σωστή προσέγγιση.
ΕΡ: Αλλά σε ό,τι αφορά τα κριτήρια σταθερότητας, έχουμε τους ίδιους κανόνες για όλα τα κράτη μέλη: 3% για το έλλειμμα και 60% για το χρέος -παρότι σχεδόν κανείς δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτά αυτή τη στιγμή.
ΑΠ: Αυτός είναι ο λόγος που οι στόχοι αυτοί δεν είναι πια επίκαιροι.
ΕΡ: Είναι ωστόσο οι κοινοί στόχοι. Ορισμένοι ειδικοί θέλουν να τους διατηρήσουν, αλλά η γαλλική κυβέρνηση προτείνει διαφορετικούς στόχους χρέους για κάθε χώρα. Εσείς;
ΑΠ: Η γαλλική προσέγγιση είναι επί της αρχής ένα καλό σημείο εκκίνησης για μια συζήτηση στην οποία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι παρότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ να είναι υψηλός, το χρέος μας έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: ένα μεγάλο μέρος είναι προς τον επίσημο τομέα με χαμηλό επιτόκιο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μας είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό που θα ήταν βάσει της αναλογίας χρέους-ΑΕΠ.
ΕΡ: Αν το κάθε κράτος-μέλος είχε τους δικούς του στόχους και ειδικούς κανόνες για τις επενδύσεις, την άμυνα, το περιβάλλον ή την ψηφιοποίηση, δεν θα οδηγούμασταν σε έναν κόσμο χωρίς σταθερούς στόχους;
ΑΠ: Αυτό ακριβώς πρέπει να συζητήσουμε. Πρέπει να διατηρήσουμε την απαραίτητη δημοσιονομική πειθαρχία που απαιτείται για να λειτουργήσει μία νομισματική ένωση. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι εκκινούμε από διαφορετικές αφετηρίες και πρέπει σταδιακά να συγκλίνουμε. Ασφαλώς δεν έχω την οριστική απάντηση για το θέμα αυτό. Θα είναι μια δύσκολη συζήτηση. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε έχοντας ως βάση την παραδοχή ότι πρέπει να υιοθετήσουμε μια έξυπνη προσέγγιση, ώστε να μπορούμε να βρούμε μια λύση που θα μας προσφέρει πολλές επιλογές.
ΕΡ: Μπορεί αυτό να καταστεί εφικτό χωρίς τροποποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας;
ΑΠ: Το ελπίζω, γιατί η τροποποίηση της συνθήκης είναι μια πολύ περίπλοκη υπόθεση. Θα πρέπει να προχωρήσουμε με δεδομένη την παραδοχή ότι οι όποιοι ελιγμοί θα γίνουν στο πλαίσιο των υφιστάμενων συνθηκών.
ΕΡ: Στη Γερμανία υπάρχει η υποψία ότι αυτή η συζήτηση αυτή θα οδηγήσει σε μια Συμμαχία του Νότου, μεταξύ Ελλάδας, Γαλλίας και Ιταλίας, χώρες που έχουν κοινά συμφέροντα λόγω των υψηλών ποσοστών χρέους, ή τουλάχιστον αυτή είναι η εκτίμηση. Αληθεύει κάτι τέτοιο;
ΑΠ: Μια συμμαχία για την προστασία εδραιωμένων επιμέρους συμφερόντων ή παρωχημένων αρνητικών πρακτικών θα ήταν μια κακή συμμαχία. Αλλά μια συμμαχία στη βάση μεταρρυθμίσεων που ωθεί την Ευρώπη να αδράξει τις ευκαιρίες του μέλλοντος, θα ήταν μια καλή συμμαχία.
ΕΡ: Εργάζεστε προς αυτή την κατεύθυνση;
ΑΠ: Συνομιλώ συχνά με τον Πρόεδρο Macron και τον Πρωθυπουργό Draghi. H δική μου οπτική είναι ότι είμαστε μια ομάδα χωρών που μοιράζονται κοινές αντιλήψεις. Χώρες -και τουλάχιστον για την Ελλάδα θα μπορούσα να το πω αυτό- που θεωρήθηκε ότι αδυνατούσαν να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις αλλά τώρα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των μεταρρυθμίσεων.
ΕΡ: Ωστόσο η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ακόμα με σκεπτικισμό.
ΑΠ: Το γνωρίζω. Το διαπιστώσαμε αυτό και στο πλαίσιο της συζήτησης για το Ταμείο Ανάκαμψης κατά την πανδημία. Πολλοί εκπρόσωποι των χωρών του Βορρά μπορεί να σκέφτηκαν τότε: «Γιατί να δώσουμε χρήματα σε αυτούς τους ανθρώπους; Οι πολιτικοί θα τα ξοδέψουν σε επιδοτήσεις για να εκλεγούν». Αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με αυτό κάνουμε. Αν χρησιμοποιήσουμε τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με σωστό τρόπο, τότε είμαι σίγουρος ότι θα εξελιχθεί σε μόνιμο θεσμό.
ΕΡ: Πιστεύετε ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα εξελιχθεί σε μόνιμο εργαλείο;
ΑΠ: Αυτή θα ήταν η εκτίμηση μου. Γιατί σε αυτή την περίπτωση, θα έχουμε τη δυνατότητα να δανειζόμαστε από κοινού σε ευρωπαϊκό επίπεδο για να χρηματοδοτούμε κρίσιμης σημασίας επενδύσεις για το μέλλον της ΕΕ με ευνοϊκούς όρους.
ΕΡ: Αυτό το βλέπουν διαφορετικά στη Γερμανία ή στις σκανδιναβικές χώρες. Το Ταμείο Ανάκαμψης θεωρείται ένα εφάπαξ εργαλείο για τη διαχείριση κρίσης. Γιατί να αλλάξει αυτό;
ΑΠ: Έχουμε μπροστά μας τρία με τέσσερα χρόνια, κατά τα οποία πρέπει να εργαστούμε σκληρά ώστε τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης να αξιοποιηθούν με τρόπο σοφό, ειδικά στις χώρες του Νότου στις οποίες αναλογούν σημαντικά ποσά. Αυτή είναι η λυδία λίθος. Στη συνέχεια θα είμαστε σε θέση να αρχίσουμε τη συζήτηση για ένα μόνιμο εργαλείο.
ΕΡ: Τι επενδύσεις έχετε κατά νου όσον αφορά ένα (ενδεχόμενο) μόνιμο κοινό ταμείο;
ΑΠ: Πρώτα από όλα, είναι αναγκαία η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει η γενιά μας. Οι απαραίτητες επενδύσεις σε επίπεδο υποδομών υπερβαίνουν τις οικονομικές δυνατότητες των επιμέρους κρατών.
ΕΡ: Όταν μιλάμε για ευρωπαϊκή συνεργασία, είναι επαρκής η συνεργασία για την καταπολέμηση της πανδημίας του Covid;
ΑΠ: Η κοινή προμήθεια του εμβολίου και η διανομή του αναλογικά με τον πληθυσμό ήταν μια θαρραλέα απόφαση και ένα σημαντικό δείγμα ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η Ελλάδα πρότεινε το ευρωπαϊκό ψηφιακό πιστοποιητικό εμβολιασμού, το οποίο λειτουργεί. Οι οδηγίες του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) είναι σημαντικές για εμάς. Αλλά ορισμένα πράγματα, όπως η στρατηγική εμβολιασμού, θα πρέπει να παραμείνουν ζητήματα που χειρίζεται το κάθε κράτος-μέλος.
ΕΡ: Αυτό ισχύει και για το ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού;
ΑΠ: Δεν πιστεύω ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός σε πανευρωπαϊκό επίπεδο θα ήταν εφικτός από νομική άποψη. Εφαρμόσαμε αυτό το μέτρο στην Ελλάδα αρχικά για τους υγειονομικούς και τους εργαζόμενους σε δομές φροντίδας και πρόνοιας και στη συνέχεια για όλους τους πολίτες άνω των 60 ετών. Ήταν ένα δύσκολο βήμα, απολύτως συνταγματικό στην περίπτωση της Ελλάδας. Κάτι τέτοιο ενδέχεται να μην ήταν δυνατό σε άλλες χώρες.
ΕΡ: Την τελευταία δεκαετία, οι σχέσεις της Ελλάδας – Γερμανίας δεν ήταν και οι καλύτερες. Αναμένετε βελτίωση του κλίματος προχωρώντας προς τα εμπρός;
ΑΠ: Ασφαλώς. Υπήρξε ήδη βελτίωση και επί των ημερών της Καγκελαρίου Merkel. Για εμάς είναι σημαντικό να αλλάξουμε το αφήγημα: δεν πρόκειται πια περί σχέσης οφειλέτη-πιστωτή. Είναι μια σχέση μεταξύ δύο κρατών-μελών της ΕΕ που μπορούν να ενισχύσουν τη συνεργασία τους τόσο εντός της ΕΕ όσο και σε διμερές επίπεδο, για να τονωθεί η ανάπτυξη και των δύο οικονομιών, να βελτιωθούν οι σχέσεις μεταξύ των δύο λαών και να ξεπεραστούν στερεότυπα και προκαταλήψεις.
ΕΡ: Η κα Merkel ήταν μία κυρίαρχη φυσιογνωμία στην ΕΕ. Πιστεύετε ότι θα αλλάξει αυτό με τον κ. Scholz και θα αυξηθεί ενδεχομένως η δύναμη των χωρών του Νότου στην ΕΕ;
ΑΠ: Δεν πιστεύω ότι πρόκειται για ζήτημα Βορρά εναντίον Νότου, Ανατολής εναντίον Δύσης. Τουλάχιστον, δεν πιστεύω ότι η συζήτηση πρέπει να διεξαχθεί σε αυτό το πλαίσιο. Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη χώρα στην Ευρώπη. Και η μεγαλύτερη χώρα έχει πάντα βάρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο είναι ανάλογο της συνεισφοράς της. Η Angela Merkel είχε τεράστια εμπειρία στην οικοδόμηση συναινέσεων, ακόμη και σε δύσκολες διαπραγματεύσεις.
ΕΡ: Θα υπάρξει αλλαγή σε αυτό το επίπεδο;
ΑΠ: Δεν αναμένω κάτι τέτοιο. Εν τέλει, η γερμανική πολιτική χαρακτηρίζεται από προβλεψιμότητα και συνέχεια. Ενδεχομένως ο Καγκελάριος Scholz να εμπλακεί πιο ενεργά στα οικονομικά ζητήματα, με δεδομένη την εμπειρία του. Και σε επίπεδο εγχώριας πολιτικής, διαπιστώνω ότι δίνεται μεγάλη έμφαση στις επενδύσεις σε υποδομές, στις θέσεις εργασίας, στην ψηφιοποίηση και στην πράσινη μετάβαση. Πρόκειται ακριβώς για τους τομείς όπου δίνουμε κι εμείς τη δική μας μάχη, για παράδειγμα για τη σταδιακή κατάργηση της χρήσης άνθρακα.
ΕΡ: Θα πρέπει η πυρηνική ενέργεια να αναγνωριστεί και να επιδοτηθεί ως πράσινη ενέργεια από την ΕΕ;
ΑΠ: Είμαι πεπεισμένος ότι δεν μπορούμε συνολικά ως ΕΕ να πετύχουμε τους κλιματικούς μας στόχους χωρίς φυσικό αέριο και πυρηνική ενέργεια. Η Ελλάδα ωστόσο δεν έχει πυρηνικές μονάδες και δεν θα αποκτήσουμε ποτέ. Καμία. Εξετάζοντας συνολικά το ενεργειακό μείγμα στην ΕΕ, δεν βλέπω ωστόσο πώς θα μπορέσουμε να φτάσουμε σε ουδέτερο ισοζύγιο εκπομπών άνθρακα χωρίς πυρηνική ενέργεια.
ΕΡ: Συναντήσατε τον Vladimir Putin στο Σότσι την περασμένη εβδομάδα. Υπάρχει κίνδυνος ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία;
ΑΠ: Η εκτίμησή μου είναι ότι όλες οι πλευρές ειλικρινώς επιθυμούν την αποκλιμάκωση. Αυτό είναι και το μήνυμα που μετέφερα στον Πρόεδρο Putin.
ΕΡ: Και αν όντως η κατάσταση φτάσει σε αυτό το σημείο; Πώς πρέπει να αντιδράσουν τότε η ΕΕ και το ΝΑΤΟ;
ΑΠ: Όλοι θα βγαίναμε χαμένοι από μία ενδεχόμενη εισβολή. Το αποτέλεσμα θα ήταν νέες, σκληρές κυρώσεις. Αυτό θα καθιστούσε μία λογική λύση ακόμα πιο δύσκολη. Έχω την ελπίδα, και αυτή είναι η αίσθησή μου, ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα αναγνωρίσουν τους μεγάλους κινδύνους της κλιμάκωσης και θα επιδιώξουν αποκλιμάκωση.
ΕΡ: Πώς θα πρέπει σε γενικές γραμμές η ΕΕ να αντιμετωπίζει αυταρχικά καθεστώτα όπως η Ρωσία, η Κίνα, ή η Σαουδική Αραβία;
ΑΠ: Η δύναμή μας έγκειται στις κοινές αξίες και αρχές μας. Αυτές διαμορφώνουν το πλαίσιο για τις σχέσεις μας με άλλες χώρες. Συνομιλούμε μαζί τους, διατηρούμε εμπορικές σχέσεις, ενώ ορισμένες είναι και στρατηγικοί μας εταίροι. Αλλά δεν κάνουμε συμβιβασμούς σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου. Αυτή άλλωστε είναι και η πεμπτουσία του οικοδομήματος της ΕΕ.
ΕΡ: Και τι γίνεται με προβληματικές χώρες εντός της ΕΕ, όπως η Πολωνία ή η Ουγγαρία;
ΑΠ: Τα ίδια υψηλά κριτήρια ισχύουν για όλα τα κράτη-μέλη. Πρέπει να καταστήσουμε απολύτως σαφές ότι αναμένουμε οι χώρες της ΕΕ να συμπεριφέρονται πιο δημοκρατικά από ό,τι αναμένουμε από χώρες που δεν αποτελούν μέλη. Διαφορετικά, δεν θα έχουμε μόνο πρόβλημα αξιοπιστίας στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου αλλά και πρόβλημα σε ό,τι αφορά τις δικές μας θεμελιώδεις αξίες. Στο ζήτημα της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου έναντι εθνικών νομοθεσιών δεν μπορούμε να δεχτούμε κανέναν συμβιβασμό.
ΕΡ: Υπάρχουν πιθανότητες επαναπροσέγγισης Ελλάδας-Τουρκίας; Μπορούν η ΕΕ και η Γερμανία να βοηθήσουν σε αυτό;
ΑΠ: Ως άνθρωπος είμαι πάντα αισιόδοξος και είμαι πάντα ανοιχτός στο διάλογο με την Τουρκία. Όμως η Τουρκία πρέπει να καταλάβει ότι δεν μπορεί να απειλεί την Ελλάδα ή την Κύπρο. Από το 1995 η Τουρκία έχει κηρύξει «casus belli», δηλαδή απειλή πολέμου, εάν επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στο Αιγαίο στα 12 ναυτικά μίλια, όπως μας επιτρέπει το διεθνές δίκαιο. Αυτή η απειλή είναι αδιανόητη.
ΕΡ: Τι λέει η ΕΕ σχετικά με αυτό;
ΑΠ: Σε αυτό το ζήτημα έχουμε την πλήρη στήριξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η συμπεριφορά της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο αφορά την Ευρώπη στο σύνολό της. Δείτε για παράδειγμα το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης. Ή το γεγονός ότι η Τουρκία μπλοκάρει, για παράδειγμα, σχέδια για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την Κύπρο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, στην Ευρώπη. Αυτό επηρεάζει την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
ΕΡ: Θα θέλατε να δείτε περισσότερη υποστήριξη από τη Γερμανία για αυτές τις διαφορές;
ΑΠ: Πιστεύω ότι η Καγκελάριος Merkel έκανε μία ειλικρινή προσπάθεια διαμεσολάβησης. Θέλουμε ωστόσο τη στήριξη της Γερμανίας. Η Γερμανία δεν είναι ένα μη εμπλεκόμενο, ουδέτερο τρίτο μέρος. Ανήκουμε στην ίδια ευρωπαϊκή οικογένεια.
ΕΡ: Τι μπορεί να κάνει η ίδια η Ελλάδα για να αποτρέψει μια κλιμάκωση;
ΑΠ: Δεν επιζητώ αντιπαράθεση με την Τουρκία. Είμαστε γείτονες. Συνομιλώ με τον Πρόεδρο Erdogan. Έχουμε κάθε συμφέρον να συνεργαστούμε. Εάν η Τουρκία βιώνει αυτή τη στιγμή οικονομική κρίση, αυτό δεν μας χαροποιεί. Γιατί θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιφερειακή αστάθεια.
ΕΡ: Ποιο είναι το μήνυμά σας στον Erdogan;
ΑΠ: Στηριζόμαστε στη λογική σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας. Δεν είμαστε εμείς που τρέφουμε φαντασιώσεις για αυτοκρατορίες του παρελθόντος. Ας κοιτάξουμε το μέλλον αντί για το παρελθόν.
ΕΡ: Κύριε Πρωθυπουργέ, σας ευχαριστούμε για τη συνέντευξη