Στις μέρες μας όλο και περισσότερο γίνεται λόγος για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος και τη βιώσιμη χρήση των θαλάσσιων πόρων. Η ρύπανση των θαλασσών, η επιδείνωση της κατάστασης των υδάτινων οικοσυστημάτων, η εξάντληση των ιχθυαποθεμάτων, η απώλεια ειδών της θαλάσσιας βιοποικιλότητας αποτελούν μείζονα ζητήματα που καλούνται τα κράτη να αντιμετωπίσουν άμεσα και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος, στην έκθεσή του με τίτλο «Marine Messages II», υπογράμμισε πως η αλιεία ασκεί μία από τις σημαντικότερες μορφές πίεσης στο θαλάσσιο περιβάλλον. Μάλιστα, η εντατικοποίηση της εκβιομηχανισμένης εμπορικής αλιείας και η υπεραλίευση έχουν περιγραφεί ως οι ενέργειες με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στα θαλάσσια οικοσυστήματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός, όμως, πως ήδη από τον 19ο αιώνα το ζήτημα της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και των πόρων του απασχόλησε το ελληνικό κράτος.
Τα βότανα
Για το νεοσύστατο κράτος η προστασία των ιχθυοτροφικών μονάδων αποτελούσε ένα βασικό ζητούμενο. Οι μονάδες αυτές συγκαταλέγονταν στα εθνικά ακίνητα τα οποία εκμισθώνονταν, μέσω πλειστηριασμού, και αποτελούσαν δημόσιες προσόδους για τα κρατικά ταμεία. Ο νόμος για τα ιχθυοτροφεία που θεσπίστηκε το 1839 αποτέλεσε τη ραχοκοκαλιά του θεσμικού πλαισίου για την εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία τους. Μέσα στο συγκεκριμένο νομοθετικό κείμενο ξεχωριστή θέση κατείχαν δύο άρθρα τα οποία αναφέρονταν στις απαγορευτικές μεθόδους αλιείας, με σκοπό την προστασία της βιοποικιλότητας. Ειδικότερα, το άρθρο 10 απαγόρευε τα δηλητηριώδη βότανα τα οποία χρησιμοποιούνταν ευρέως στην αλιευτική διαδικασία της εποχής, με ονομαστική αναφορά στον φλόμο. Σε ορισμένες περιοχές αποκαλούνταν σπλόνος ή γαλατσίδα, ενώ η επιστημονική ονομασία είναι ευφορβία (Euphorbia). Τα είδη του φλόμου που εκμεταλλεύονταν οι αλιείς φύονταν, κατά κύριο λόγο, πάνω σε βράχους ή κοντά στις ακτές. Αφού τα επεξεργάζονταν και τα μετέτρεπαν συνήθως σε σκόνη, τα έρριπταν στη θάλασσα με σκοπό να εκμεταλλευτούν την επίδρασή τους στα ψάρια καθώς τα ζάλιζε, τους θόλωνε τα μάτια ή ακόμα και τα νάρκωνε. Έτσι, λοιπόν, η σύλληψή τους γινόταν ευκολότερη και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες. Σήμερα ο φλόμος είναι κυρίως γνωστός από την παροιμιώδη έκφραση «με φλόμωσες». Επίσης, το ψαροβότανο που συνήθως ήταν το βερμπάσκο (Verbascum sinuatum) το αποκαλούσαν και αυτό φλόμο ή φλομόχορτο και αποτελούσε εναλλακτική επιλογή φυτού που χρησιμοποιούσαν οι αλιείς με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και για τον ίδιο σκοπό.
Τις περιοριστικές διατάξεις συμπλήρωνε το άρθρο 11 υπογραμμίζοντας πως απαγορεύεται… η χρήσις εκτάκτων αλιευτικών μέσων άλλων, παρά τα συνήθως εν χρήσει […] είτε δι’ υπερμέτρου και εκβεβιασμένης αλιεύσεως, είτε διά της χρήσεως αλιευτικών οργάνων, τα οποία θεωρούνται ως καταστρεπτικά του γόνου των ιχθύων. Αν και η διατύπωση του άρθρου είναι γενική, καθώς δεν καθορίζει το επιτρεπόμενο όριο των αλιευμάτων και δεν προσδιορίζει ονομαστικά τις μεθόδους οι οποίες κατέστρεφαν τον γόνο των ιχθύων, το θεωρούμε εξαιρετικά σημαντικό διότι αποτελεί ένα σημείο αναφοράς στη δημιουργία μιας αντίληψης για την προστασία του θαλάσσιου πλούτου. Από την άλλη μεριά, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία καθώς είναι η πρώτη φορά που εντοπίζεται σε επίσημο κείμενο του κράτους αποτύπωση του νοήματος της υπεραλίευσης. Η εκτός ορίων, υπέρμετρη εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων οδηγούσε στην καταστροφή του οικοσυστήματος. Οι παραβάτες-αλιείς που δεν θα συμμορφώνονταν συμμορφώνονταν με τις διατάξεις του νόμου όχι μόνο θα πλήρωναν χρηματικά πρόστιμα αλλά θα κατέβαλαν κατέβαλαν και αποζημιώσεις στο κράτος για τη φθορά που θα είχε υποστεί το θαλάσσιο περιβάλλον. Σημαντικό επίσης είναι το γεγονός πως τα ίδια μέτρα θα ίσχυαν και για τις ιχθυοτροφικές μονάδες που βρίσκονταν στους ποταμούς και στις λίμνες. Έτσι, λοιπόν, η πολιτεία προσπάθησε να προστατεύσει ένα μεγάλο μέρος από το σύνολο του φυσικού υδάτινου κόσμου της επικράτειάς της.
Οι ανεμότρατες
Λίγες μόνο μέρες μετά την ψήφιση του ιχθυοτροφικού νόμου θα άνοιγε μια δημόσια και ευρύτατη συζήτηση στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Αφορμή είχαν σταθεί οι ιταλικές ανεμότρατες οι οποίες δρούσαν στον ελληνικό χώρο. Οι ανεμότρατες, σχεδόν από τη στιγμή της εμφάνισής, κατηγορήθηκαν πως χρησιμοποιούσαν μια επιβλαβή μέθοδο η οποία κατέστρεφε τα θαλάσσια είδη. Μάλιστα, η αναφορά του υπουργού των Οικονομικών στον ίδιο τον Όθωνα έκανε λόγο για… καταστρεπτικά αποτελέσματα εις την κατάστασιν των ιχθύων ώστε πολλοί προβλέπουν, ευλογώτατα, ότι εάν η τοιαύτη κατάχρηση της αλιείας παραμεληθεί, δεν θέλει παρέλθει πολύ και τα διάφορα είδη των αγελαίων ιχθύων, οίον η Σαρδέλα, θέλουν εκλείψουν από τας ελληνικάς θαλάσσας. Πίστευαν πως η συγκεκριμένη μορφή αλιείας ευθυνόταν όχι μόνο για την άμεση μείωση των ποσοτήτων των ιχθύων και των οστρακόδερμων αλλά θα οδηγούσε γρήγορα και στην μελλοντική εξαφάνισή εξαφάνισή τους. Η άποψη αυτή τεκμηριωνόταν από το γεγονός πως η δραστηριότητα λάμβανε χώρα όχι ανοιχτά στη θάλασσα αλλά ως επί το πλείστον στους κόλπους, στα παράλια και στις ακτές. Στις φυσικές δηλαδή διαμορφώσεις, όπου συγκεντρώνονταν μεγάλοι αριθμοί ψαριών είτε για να τραφούν είτε για να εναποθέσουν τους γόνους τους. Επίσης, σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι ανεμότρατες συσχετίστηκαν και με το στοιχείο του μολύβδου, καθώς χρησιμοποιούσαν το συγκεκριμένο χημικό στοιχείο ως μονωτικό υλικό για τα δίχτυα τους. Το γεγονός αυτό, όπως αναφερόταν στις εκθέσεις των Λιμενικών Υπηρεσιών, είχε ως συνέπεια τη μόλυνση των θαλάσσιων υδάτων με την οσμή του μολύβδου να απομακρύνει τους θαλάσσιους πληθυσμούς, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην ερημοποίηση των θαλάσσιων κόλπων κυρίως της ακτογραμμής.
Το Διάταγμα του 1878
Ο γιατρός και συγγραφέας Λάζαρος ντε Μόρδο ήδη από το 1808 αναφερόταν σε δύο μεθόδους αλιείας, οι οποίες ήταν καταστρεπτικές για το θαλάσσιο οικοσύστημα. Η αλιεία των ανεμότρατων εξομοιωνόταν με τις εκρηκτικές ύλες που χρησιμοποιούσαν οι αλιείς στη θαλάσσια δραστηριότητά τους και τις ενοχοποιούσε και τις δύο για τη μείωση των ποσοτήτων των ψαριών. Ως εκρηκτική ύλη ορίζεται οποιαδήποτε χημική ουσία, ή μείγμα χημικών ουσιών, μπορεί να ενεργοποιηθεί θερμικά μέσω της φλόγας και να προκληθεί έκρηξη. Μέχρι την ανακάλυψη της νιτρογλυκερίνης και της εμπορικής κατασκευής της δυναμίτιδας, που πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1860, η χρήση της μαύρης πυρίτιδας ή άλλων χημικών ουσιών αποτελούσαν επιλογές που χρησιμοποιούνταν για το ψάρεμα και στον ελληνικό χώρο.
Τον Ιανουάριο του 1878 το ελληνικό κράτος προχώρησε στην έκδοση του Βασιλικού Διατάγματος περί αλιείας. Αφορμή για τη σύνταξή του ήταν ο περιορισμός της αλιείας των ανεμότρατων και της χρήσης των εκρηκτικών υλών. Το σκεπτικό του διατάγματος, όπως διατυπωνόταν, κινούνταν στη σωστή κατεύθυνση, αφού κύριο στόχο είχε την προφύλαξη του γόνου των ψαριών ώστε να μην καταστρέφεται η αναπαραγωγική θαλάσσια αλυσίδα και διαταράσσεται ο πολλαπλασιασμός τους. Ωστόσο, η συγκεκριμένη απαγόρευση αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τα παράλια του κράτους και στην πραγματικότητα το διάταγμα επέτρεπε τη χρήση των εκρηκτικών στο θαλάσσιο περιβάλλον, πέραν όμως του ορίου των τριών ναυτικών μιλίων από τις ακτές.
Ο Νόμος του 1882
Τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1882, ψηφίστηκε νόμος με τον οποίο, αυτή τη φορά, απαγορευόταν καθολικά η χρήση του δυναμίτη και οποιουδήποτε άλλου αλιευτικού εργαλείου κατέστρεφε τον γόνο των ιχθύων ή τον πυθμένα της θάλασσας. Γινόταν μάλιστα ονομαστική αναφορά στην γκαγκάβα, ενός διχτυού που χρησιμοποιούνταν κυρίως στη σπογγαλιεία και συρόταν πάνω στην επιφάνεια του βυθού. Τα άρθρα του νόμου εξειδίκευαν τις ποινές τόσο για τους αλιείς όσο και για τους πωλητές των παράνομων αλιευμάτων. Οι ιχθυοπώλες και οι έμποροι που θα προμηθεύονταν ιχθείς, όστρακα ή σφουγγάρια που ήταν προϊόντα κάποιου απαγορευμένου τρόπου αλιείας θα θεωρούνταν συναυτουργοί και θα τιμωρούνταν όχι μόνο με χρηματικό πρόστιμο αλλά και με φυλάκιση. Ο Τύπος της εποχής αναφέρθηκε θερμά στη συγκεκριμένη νομοθετική προσπάθεια, καθώς οι απαγορεύσεις αφορούσαν την προστασία και τη βιωσιμότητα των ιχθυοπληθυσμών οι οποίοι αποτελούσαν κοινά αγαθά για όλους: Η κατάχρησις είναι, λέγουσι, δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Όταν όμως, ως επί της θαλάσσης και των προϊόντων αυτής, η ιδιοκτησία ανήκει εις όλην την κοινωνίαν, η κατάχρησις των ολίγων είναι έγκλημα κατά των πολλών.
Παρά το αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο, οι διαστάσεις που έλαβε η χρήση του δυναμίτη ήταν τόσο εκτεταμένες που πρέπει να τη θεωρήσουμε ως μια σταθερή μέθοδο αλιείας όχι μόνο σε όλη τη διάρκεια του 19ου αλλά τουλάχιστον μέχρι και τα μισά του επόμενου αιώνα. Τα υπουργεία Εσωτερικών, Οικονομικών και Ναυτικών λάμβαναν συνεχόμενα αναφορές παραπόνων για την ανεμπόδιστη χρήση της δυναμίτιδας στις ελληνικές θάλασσες. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή των ιχθυοπωλών της Αθήνας το 1889 προς το υπουργείο Εσωτερικών: …όπως μεριμνήσει και εμποδισθεί η νυν όλως ελευθέρως ενεργουμένη αλιεία των ιχθύων διά δυναμίτιδος. Ένεκα της παρανόμου ταύτης αλιείας εντός ουχί μακρού χρονικού διαστήματος, θέλει επέλθει η εντελώς εξαφάνιση των ιχθύων. Στα αιτήματα διαμαρτυρίας, βασική διαπίστωση ήταν πάντα η θαλάσσια καταστροφή της ιχθυοπανίδας και των βυθών που επερχόταν με τη χρήση του δυναμίτη και είχε τόσο οικονομικές συνέπειες καθώς οδηγούσε στην επαγγελματική εξαφάνιση των ψαράδων και των ιχθυοπωλών όσο και κοινωνικές, δεδομένου ότι η μελλοντική έλλειψη ενός βασικού διατροφικού αγαθού όπως τα αλιεύματα θα άγγιζε και θα έπληττε οριζόντια όλη την κοινωνία. Οι δημοσιεύσεις στις εφημερίδες της εποχής έκαναν λόγο για χρήση εκρηκτικών υλών ακόμη και στα κεντρικά λιμάνια των νησιών ή των μεγάλων παραθαλάσσιων πόλεων της επικράτειας. Το 1891 ο πρόεδρος της Αδελφότητας των Ιχθυοπωλών της Αθήνας, Δ. Πιττακός, διατύπωνε πως το κυριότερο πρόβλημα για τον κλάδο του αλλά και γενικότερα για την αλιεία αποτελούσε η μη εφαρμογή του νόμου για τη χρήση του δυναμίτη. Η παράνομη αλιεία είχε λάβει τόσο εκτεταμένη μορφή που τροφοδοτούσε, όπως υποστήριζε, τις περισσότερες οικογένειες της πρωτεύουσας, με την αστυνομία και το λιμεναρχείον Πειραιώς να κάμνουν τα στραβά μάτια.
(*) Γράφει ο κ. Νικ. Ελ. Αλεβυζάκης, Ιστορικός, υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου