Στη μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης, όταν αναφερόμαστε σε ισχυρές κυρίες της πολιτικής, δύο ονόματα έρχονται στον νου. Η Μάργκαρετ Θάτσερ και η Άνγκελα Μέρκελ. Αν και πολλοί επισημαίνουν τα κοινά τους στοιχεία, η κληρονομιά που αφήνουν είναι πολύ διαφορετική, σχολιάζει ο Economist σε ένα άκρως επικριτικό άρθρο για την πρώην καγκελάριο της Γερμανίας.
Πέρα από το φύλο τους, η Άνγκελα Μέρκελ και η Μάργκαρετ Θάτσερ συχνά παρουσιάζονται ως «στρατιώτες» της κεντροδεξιάς με ταλέντο στην πολιτική επιβίωση. Κυβέρνησαν πολύ διαφορετικά – η μία κρατούσε απειλητικά την τσάντα της, η άλλη αντιμετώπιζε υπομονετικά τους εταίρους του συνασπισμού – αλλά για τόσο καιρό που μέχρι να παραιτηθούν ακόμη και οι έφηβοι δεν μπορούσαν να θυμηθούν κάποιον άλλο στο τιμόνι της χώρας τους.
Η θητεία τους έληξε με πολύ διαφορετικό τρόπο, θυμίζει ο Economist. H Θάτσερ αναγκάστηκε σε παραίτηση το 1990 καθώς τα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις ολίσθαιναν, αλλά σήμερα βρίσκεται στην κορυφή μιας δημοσκόπησης με τους καλύτερους μεταπολεμικούς ηγέτες της Βρετανίας. Ο Σερ Κιρ Στάρμερ, ο σημερινός πρωθυπουργός, τον περασμένο μήνα ήρθε αντιμέτωπος με κατακραυγή επειδή απλώς μετακόμισε το πορτρέτο της σε διαφορετικό σημείο της Downing Street. Η Μέρκελ από την άλλη επέλεξε να συνταξιοδοτηθεί μετά από τέσσερις θητείες, τόσο δημοφιλής ακόμα που τόσο ο υποψήφιος του κόμματός της όσο και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης (σημερινός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς) προσπάθησαν να διεκδικήσουν τον μανδύα της.
«Ωστόσο, κάθε μήνας που περνά φέρνει μια υπενθύμιση του πώς η βασιλεία της ώθησε τη Γερμανία στο βούρκο», επισημαίνει καυστικά ο Economist. Η κληρονομιά της Iron Frau θα έρθει στο επίκεντρο στις 26 Νοεμβρίου καθώς θα κυκλοφορήσουν τα απομνημονεύματά της 736 σελίδων. Αυτό που κάποτε θα ήταν ένας γύρος τιμής (μαζί με μερικές υποχρεωτικές αναφορές σε πρώην πολιτικούς εχθρούς) θα χρειαστεί να υιοθετήσει έναν μάλλον πιο αμυντικό τόνο. «Σχεδόν κάθε μεγάλη απόφαση που έλαβε η κυρία Μέρκελ φαίνεται τώρα να είχε ως αποτέλεσμα τη Γερμανία – και συχνά ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση – να καταλήξει σε χειρότερη θέση», υποστηρίζει ο Economist.
Η τριπλή εξάρτηση
«Γεωπολιτικά άφησε τη χώρα με μια διάσημη πλέον τριάδα επικίνδυνων εξαρτήσεων: ανίκανη να υπερασπιστεί στρατιωτικά τον εαυτό της χωρίς την Αμερική, ανίκανη να αναπτυχθεί χωρίς εξαγωγές στην Κίνα ή να συντηρήσει τη βιομηχανία της χωρίς ρωσικό αέριο», εξηγεί το βρετανικό περιοδικό. Παράλληλα, «16 χρόνια χωρίς μεταρρυθμίσεις άφησαν τη Γερμανία για άλλη μια φορά στον ρόλο του μεγάλου ασθενή της Ευρώπης».
Τι πήγε στραβά; «Ο Βλαντίμιρ Πούτιν» είναι μια εύστοχη απάντηση, σημειώνει ο Economist. Η απόφαση του Ρώσου προέδρου να εξαπολύσει μια πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία το 2022 έδειξε ότι η απουσία ετοιμότητας της Γερμανίας δεν ήταν απλώς μια θεωρητική παγίδα. Η κυρία Μέρκελ κρατούσε κοντά τον κ. Πούτιν, μιλώντας του τακτικά (το ότι μιλούσαν ο ένας τη γλώσσα του άλλου βοηθούσε). Αναμφίβολα θα επαναλάβει στα απομνημονεύματά της ότι ποτέ δεν τον εμπιστεύτηκε πραγματικά και στη συνέχεια θα υπενθυμίσει στον κόσμο πώς επέβαλε κυρώσεις στη Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία το 2014. Δεν θα απαντήσει, ωστόσο, γιατί οι γερμανικές αμυντικές δαπάνες παρέμειναν στο 1,3% περίπου του ΑΕΠ καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας της. Ακόμη χειρότερα, γιατί επέτρεψε στο ρωσικό αέριο να αποτελέσει ένα ολοένα μεγαλύτερο κομμάτι της γερμανικής κατανάλωσης – ακόμη και να επιτρέψει την κατασκευή ενός νέου αγωγού από τη Ρωσία μετά το 2014.
Πυρά εξαπολύει ο Economist ακόμη και για την απόφαση της Μέρκελ να κλείσει τους εναπομείναντες σταθμούς πυρηνικής ενέργειας της Γερμανίας μετά την καταστροφή της Φουκουσίμα το 2011, καθώς αυτή «άφησε τη χώρα ακόμα πιο κολλημένη στη Ρωσία». Γιατί κανείς δεν αμφισβητούσε τότε εκείνες τις αποφάσεις; Γιατί η Γερμανία έμοιαζε να λειτουργεί σαν μια καλά λαδωμένη μηχανή όσο η Κίνα απορροφούσε ευχαρίστως τις εξαγωγές της.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της στήλης Charlemagne του Εconomist η Μέρκελ ήταν παρούσα σε πάνω από 100 Συνόδους Κορυφής, περνώντας τόσες ώρες σε αίθουσες συνεδριάσεων χωρίς παράθυρα όσες εργάζεται ο μέσος Γερμανός σε έναν ολόκληρο χρόνο. Και κάπου εδώ φτάνουμε στο ρήμα… merkeln, που «δημιουργήθηκε» για να εκφράσει την ικανότητα της καγκελαρίου να αναβάλει μεγάλες αποφάσεις για όσο το δυνατόν περισσότερο. «Οποιαδήποτε άμεση κρίση αντιμετωπίστηκε ως επί το πλείστον συνετά, όχι βέβαια αν το δει κανείς από την οπτική της Ελλάδας, αλλά μόνο αφού είχε επιδεινωθεί από μήνες αδράνειας», τονίζει ο Economist και προσθέτει: «Η εστίαση στο σβήσιμο των πυρκαγιών σήμαινε ότι κανείς δεν εστίασε αρκετά στο μέλλον. Ναι, η ΕΕ κρατήθηκε ενωμένη (μείον τη Βρετανία). Αλλά σε τι σχήμα;».
Οι 3 παγίδες
Τρεις μεγάλες παγίδες έχουν γίνει εμφανείς, σύμφωνα με το βρετανικό περιοδικό.
- Η ΕΕ έχει γίνει πιο εύθραυστη λόγω της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης ορισμένων από τα μέλη της, κυρίως της Ουγγαρίας. Η κυρία Μέρκελ βαρύνεται με την ευθύνη εδώ, καθώς προστάτεψε τον Όρμπαν από την κριτική για λόγους ευκολίας (η Ουγγαρία είναι συνδεδεμένη με τις γερμανικές βιομηχανικές αλυσίδες εφοδιασμού).
- Η Ευρώπη είναι σε λάθος τροχιά οικονομικά: Μια πρόσφατη έκθεση του Μάριο Ντράγκι αποδοκίμασε την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, επισημαίνοντας πόσο πολύ η ήπειρος είχε μείνει πίσω από την Αμερική.
- Στο μεταναστευτικό η Μέρκελ προσκάλεσε το 2015 πάνω από ένα εκατομμύριο Σύρους και άλλους πρόσφυγες στη Γερμανία. «Αν και αξιέπαινη, οδήγησε σε μια πολιτική αντίδραση που βοήθησε στην άνοδο της σκληρής δεξιάς στη χώρα και αλλού», σχολιάζει ο Economist και καταλήγει:
«Υπάρχει μια ειρωνεία στο πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα. Η Γερμανία παρότρυνε τους νότιους Ευρωπαίους στη λιτότητα, αλλά τώρα οι δικές της πολιτικές φαίνονται άστοχες. Μια συνταγματική τροποποίηση που περιορίζει τα δημοσιονομικά ελλείμματα, που χρονολογείται από την εποχή της κυρίας Μέρκελ το 2009, έχει οδηγήσει σε χρόνια υποεπένδυση στις δημόσιες υπηρεσίες. Δαπάνες που θα μπορούσαν να γίνουν με επιτόκιο 0% μπορεί να είχαν κάνει τη Γερμανία κατάλληλη για τον 21ο αιώνα. Αντίθετα, οι γέφυρες κυριολεκτικά καταρρέουν και το σιδηροδρομικό σύστημα καταρρέει λόγω προηγούμενης αμέλειας».