Ένας νέος άνδρας πνίγεται γύρω στα 470 π.Χ. στη θάλασσα της Ποσειδωνίας, μιας ελληνιστικής πόλης της Νότιας Ιταλίας. Οι συγγενείς του τον τιμούν με έναν μεγαλοπρεπή τάφο, γνωστός ως «Τάφος του Δύτη» (La tomba del tuffatore ), ο οποίος στην εσωτερική πλάκα της οροφής του, απεικονίζεται, με την τεχνική του fresco, ο άτυχος νέος να βουτάει στη θάλασσα από ένα ψηλό βάθρο.
Ο νέος βουτάει στο νερό όχι από έναν βράχο αλλά από έναν υψηλό κατασκευασμένο βατήρα, σαν αυτούς που έχουμε σήμερα στις πισίνες, με απίστευτη τεχνική κατάδυσης, σαν να έχει εξασκηθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Η αρμονία του σώματός του συνδυάζεται απόλυτα με την ηρεμία της φύσης που τον περιβάλει. Είναι ένα από τα πολλά στοιχεία που πιστοποιούν τη στενή σχέση που έχει ο άνθρωπος με την κολύμβηση από την αρχαιότητα.
Βέβαια, οι ερμηνείες που έχουν διατυπωθεί για την εικονογραφία του διάσημου «Τάφου του Δύτη» δεν έχουν να κάνουν τόσο με τις κολυμβητικές ικανότητες του αρχαίου Έλληνα αλλά με τη σχέση του ανθρώπου με το υγρό στοιχείο. Το υγρό στοιχείο που σύμφωνα με τη μυθολογία είναι η πηγή της ζωής. Άλλωστε, όλοι μας σε ένα αμνιακό υγρό γεννιόμαστε.
Είναι όμως και το μέσο με το οποίο εξυγιαίνεται η ψυχή του ανθρώπου. Είναι το μυστήριο της βάπτισης, διαχρονικά. Αλλά και το μυστήριο του ταξιδιού με την βάρκα στον Κάτω Κόσμο. Σύμφωνα με τον Όμηρο η θάλασσα είναι «εἰς ἅλα δῖαν» δηλαδή «θεϊκή θάλασσα» (Ιλιάδα Α’,141).
Μήπως ο Δύτης, τελικά, δεν εξασκείται στις καταδύσεις ; Μήπως απογυμνωμένος από τα εγκόσμια καταδύεται στη ρευστή γειτονιά του Άδη;
Εικάζεται, σχεδόν αυτονόητα, ότι ο άνθρωπος από τη στιγμή που ξεκίνησε να περπατά, έμαθε και να κολυμπά. Στη διαδικασία αναζήτησης της τροφής, δειλά – δειλά στην αρχή και στη συνέχεια πιο αποφασιστικά, έμαθε να κολυμπά και στη συνέχεια να αλιεύει και να ταξιδεύει εν πλω στις θάλασσες του κόσμου. Οι κίνδυνοι πολλοί, αλλά η ευφυΐα του ανθρώπινου είδους σταδιακά υπερνικούσε κάθε δυσκολία. Άλλωστε, η ανάγκη του θαλάσσιου εμπορίου αλλά και των επεκτατικών – πολεμικών επιχειρήσεων, υποχρέωνε τους ναυτικούς και τους αλιείς να μάθουν να κολυμπούν για να σωθούν σε περίπτωση (των συχνών τότε) ναυαγίων.
Στην Αρχαία Ελλάδα ήταν υποχρεωτική η εξάσκηση στην κολύμβηση στη διαδικασία εκπαίδευσης των παιδιών και των νέων. «Ὁ μή ἐπιστάμενος μήτε νεῖν μήτε γράμματα, ἀπαίδευτος ἐστί καί βάρβαρος» (αυτός που δεν γνωρίζει κολύμπι και γράμματα είναι απαίδευτος και βάρβαρος) έλεγαν και σειρά αρχαίων κειμένων και παραστάσεων σε αγγεία και τοιχογραφίες αποδεικνύουν ότι οι αρχαίοι έδιναν μεγάλη σημασία στην κολύμβηση.
Με το πέρασμα του χρόνου η αρχέγονη μορφή της κολύμβησης ελάμβανε σιγά – σιγά και μια άλλη διάσταση: Αυτή του αθλητισμού αλλά και της διασκέδασης, της ευεξίας, της χαλάρωσης, της ευζωίας. Τα «μπάνια του λαού» έγιναν στο πέρασμα των αιώνων βασικό στοιχείο του κύκλου ζωής των ανθρώπινων κοινωνιών και σε πολλές περιπτώσεις (λόγω γεωγραφίας) απαραίτητη προϋπόθεση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Και σήμερα, μέχρι τις μέρες μας, το κολύμπι (είτε στη θάλασσα είτε σε πισίνες) αποτελεί μια βασική ανθρώπινη δραστηριότητα, για άλλους καθημερινή, για άλλους λιγότερο συχνή. Αρκεί, αυτή η δραστηριότητα να μην προκαλεί προβλήματα στην ίδια τη ζωή του ανθρώπου.
Δυστυχώς, οι πνιγμοί στις μέρες μας εξακολουθούν και είναι μια δυσάρεστη πραγματικότητα. Παγκοσμίως, ο πνιγμός αποτελεί την 3η κύρια αιτία ακούσιου τραυματισμού. Οι πνιγμοί στις ελληνικές θάλασσες κάθε καλοκαίρι (Ιουν-Σεπτ) φτάνουν τους 320-350. Οι πρωτοβουλίες του Υπουργείου Ναυτιλίας έχουν επιφέρει ριζική αλλαγή στο καθεστώς των ναυαγοσωστών και μείωση των θανατηφόρων περιστατικών. Η ναυαγοσωστική κάλυψη πέρυσι ήταν στο 91% των υπόχρεων παραλιών (ποσοστό για μια ακόμη χρονιά ρεκόρ). Οι ναυαγοσώστες έσωσαν και σώνουν πολλούς. Αμέτρητους. Δεν φτάνει όμως αυτό, από ότι αποδεικνύεται από τα νούμερα.
Βέβαια, η αύξηση του τουριστικού ρεύματος αυξάνει ταυτόχρονα και τους απόλυτους αριθμούς των πνιγμών. Οι ηλικιωμένοι κρατούν τα πρωτεία στους πνιγμούς καθώς δεν πείθονται ότι έχουν γεράσει και ότι πρέπει να μάθουν να κολυμπούν παράλληλα και κοντά στην ακτή και όχι να ξανοίγονται βαθιά μέσα στη θάλασσα. Πολλές φορές κολυμπούν μόνοι τους, νωρίς το πρωί, αχάραγα, με αποτέλεσμα να μην βρίσκεται κάποιος στην παραλία για να τους βοηθήσει. Τα μικρά παιδιά είναι επίσης ένα σοβαρό ζήτημα !!!. Εκεί οι γονείς, είτε στις θάλασσες είτε στις πισίνες, πρέπει να είναι άγρυπνοι φρουροί και να μην τα αφήνουν ποτέ από τα μάτια τους. Ανησυχητικό ζήτημα αποτελεί η μη ορθή χρήση των θαλάσσιων μέσων αναψυχής (jet ski, SUP κ.ά.). Υπάρχουν τέλος και οι κλασικές περιπτώσεις εκείνων που βουτούν πρώτα σε τραπέζι με φαγητά ή/και ποτά και μετά ακριβώς βουτούν στον πάτο της θάλασσας ή αυτών που έχουν πάθει ηλίαση και «ζαλισμένοι» μετά προσπαθούν να κολυμπήσουν.
Βασικός παράγοντας μείωσης των πνιγμών δεν είναι η αποφυγή της θάλασσας αλλά η κατάλληλη εκπαίδευση τόσο σε επίπεδο σωστής εκμάθησης της κολύμβησης όσο και σε επίπεδο κατανόησης των συνθηκών που προκαλούν τους πνιγμούς. Άλλωστε, δεν είναι λίγα τα παραδείγματα δεινών κολυμβητών που πνίγονται γιατί υπερεκτιμούν τις ικανότητές τους.
Στην Ελλάδα, μια χώρα θαλασσινή και νησιωτική, δεν αρμόζουν οι πνιγμοί.
Όπως έχω διατυπώσει και άλλες φορές οι σύγχρονοι Έλληνες, άποψή μου είναι ότι, απομακρύνονται σιγά – σιγά από τη θάλασσα. Μπορεί να θέλουν να φάνε το γεύμα τους μπροστά στη θάλασσα, μπορεί να θέλουν να κάνουν τον απογευματινό τους περίπατο στην ακροθαλασσιά, μπορεί να θέλουν να αγοράσουν ένα παραθαλάσσιο σπίτι ή να κάτσουν με τις ώρες σε μια ξαπλώστρα σε ένα μπιτσόμπαρο, αλλά όλο και λιγότερο έχουν πραγματική επαφή με τη θάλασσα.
Παρατηρήστε το !!! Όλο και λιγότερα άτομα κολυμπούν στις θάλασσες, στις κατάμεστες όμως από ξαπλώστρες παραλίες. Λίγα είναι (αναλογικά) τα ελληνόπουλα που συνεχίζουν την κολύμβηση πέρα του αρχικού σταδίου των βασικών γνώσεων, λιγότερα δε τα παιδιά ασχολούνται με τα αθλήματα της θάλασσας και φυσικά λιγότεροι οι νέοι που ακολουθούν τα ναυτικά επαγγέλματα κ.ο.κ. Στην Ελλάδα τρώμε ψάρι πολύ λιγότερο από ότι τρώνε άλλοι λαοί σε περιοχές που δεν βρέχονται από θάλασσα. Πρόσφατα (ελέω σούσι) η κατανάλωση των αλιευμάτων στην Ελλάδα από τα 14kg αυξήθηκε στα 19,5 kg κατ’ έτος κατά κεφαλή όταν ο μέσος όρος της Ευρώπης είναι τα 23-24kg ενώ ο Πορτογάλος τρώει 56,8 kg ψάρια και θαλασσινά ανά έτος.
Πρέπει να γίνει ριζικός επαναπροσδιορισμός της σχέσης του νεοέλληνα με τη θάλασσα καθώς η πυξίδα δείχνει λάθος ρότα.
Ο «Τάφος του Δύτη» ανακαλύφθηκε στην Ποσειδωνία από τους αρχαιολόγους το 1968. Πολλά χρόνια νωρίτερα μεταξύ 1877 και 1923 ο Κωνσταντίνος Καβάφης, γράφει για την πόλη της Πωσειδωνίας, ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του με τίτλο «Ποσειδωνιάται» :
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Με την κραυγή του αυτή, ως Έλληνας και αυτός της διασποράς, ο Καβάφης «επιπλήττει» τους αρχαίους πρόγονούς του που αποίκησαν στην Νότια Ιταλία, ότι ξέχασαν τη γλώσσα τους, τις ρίζες τους, τον πολιτισμό τους. Το μόνο που κάνουν μια φορά τον χρόνο, σχεδόν με το ζόρι, είναι να διοργανώνουν μια πατροπαράδοτη ελληνική εορτή …
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί• και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.
Η θλίψη του αλεξανδρινού ποιητή δεν πηγάζει μόνο από την εκτεταμένη αλλοτρίωση των Ελλήνων, ούτε επαίρεται – άνευ λόγου – για τη μοναδικότητα του ελληνικού πολιτισμού, ως ρομαντικός αρχαιολάτρης. Πάγιο ζητούμενό του είναι η «Αξία». Η αξία σε ότι έχει αντικειμενική αξία, όπως εν προκειμένω η ελληνική γλώσσα, η οποία έδωσε στην ανθρωπότητα μνημειώδη έργα. Μια γλώσσα που ταξίδευσε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, εμπλούτισε όλα τα λεξιλόγια των εθνών και έδωσε τις βάσεις σε όλες σχεδόν τις επιστήμες.
Βασικό στοιχείο αυτής της εξέλιξης του ελληνικού πολιτισμού, αναμφίβολα, αποτέλεσε η σχέση του Έλληνα με τη θάλασσα και το υγρό στοιχείο.
Αυτή η σχέση μας ταξίδευσε αιώνες. Πρέπει και σήμερα…
Και υπογραμμίζω: Όχι στην βάση επαναφοράς ενός αρχαίου ή/και παλαιο-ελληνορθόδοξου (κακέκτυπου) μοντέλου, που πωλείται με ευκολία στα τηλεπαράθυρα. Αλλά στη βάση της αξιοποίησης, με σύγχρονο ευρωπαϊκό τρόπο, με αξιοπιστία και σοβαρότητα, των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων που ήδη έχουμε, ως χώρα και ως έθνος, πάντοτε με γνώμονα το μέτρο και την κλίμακα.