Είναι κοινός τόπος ότι η δημογραφία μιας κοινωνίας είναι ένα από τα στοιχεία που σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν τη δυναμική της. Οι μεγάλοι ιστορικοί Pierre Renouvin και Jean-Baptiste Duroselle, στο βασικό μεθοδολογικό έργο τους, περιέλαβαν τη δημογραφία μαζί με τη γεωγραφία, το κλίμα, την οικονομία και τις ιδεολογικές ροπές στις “βαθύτερες δυνάμεις” της ιστορίας, ειδικά των διεθνών σχέσεων.1 Οι ιδιοτυπίες της ιστορικής εξέλιξης του ελληνικού έθνους αναδεικνύουν ακόμη περισσότερο τον ρόλο της δημογραφίας στη διαμόρφωση των προοπτικών του.
Είναι γνωστή η αποτίμηση του νέου ελληνισμού ως ενός μικρού έθνους, το οποίο ξεχωρίζει για τον ναυτικό και εμπορικό του χαρακτήρα, συνακόλουθα χαρακτηρίζεται από σχετική εξωστρέφεια, καθώς και από τη δημιουργία ενός τεράστιου πλέγματος δικτύων και κοινοτήτων σε μια τεράστια γεωγραφική περιοχή –την Εγγύς και Μέση Ανατολή, την Ευρώπη, στον δε 20ό αιώνα, και την Αμερική και την Ωκεανία.2
Αυτό το στοιχείο –ο “ευρύτερος ελληνισμός” σε αντιπαραβολή με τον “ελλαδικό ελληνισμό”– έπαιξε καθοριστικό ρόλο από την εποχή της ξένης κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο, και, σε κάθε περίπτωση, από την αυγή των νεοτέρων χρόνων, ήδη από τον 16ο αιώνα. Τα πρώτα βιβλία στην ελληνική γλώσσα τυπώθηκαν σε εκείνες τις κοινότητες, όχι στον χώρο της σημερινής Ελλάδας. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, ο οποίος προετοίμασε την Επανάσταση του 1821, σε μεγάλο βαθμό αναπτύχθηκε στους ευρωπαϊκούς γεωγραφικούς χώρους. Το εμπόριο, ναυτικό και χερσαίο, με την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη και η ύπαρξη των ελληνικών κοινοτήτων της διασποράς διαδραμάτισαν επίσης καθοριστικό ρόλο στην ενίσχυση των δυνάμεων που αξίωσαν τη δημιουργία ενός εθνικού κράτους το 1821, και η ίδια η Φιλική Εταιρεία ιδρύθηκε στην Οδησσό. Πολλοί από τους διανοητές της Επανάστασης, που καθόρισαν τις πολιτικές της στοχεύσεις, προέρχονταν από αυτό τον ευρύτερο ελληνισμό.3
Από την άλλη πλευρά, το ελληνικό κράτος που ιδρύθηκε το 1830 είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Επρόκειτο για ένα μικρό κράτος –περιλάμβανε μόνο τον Μοριά, τη Ρούμελη, τις Κυκλάδες και τις Βόρειες Σποράδες– που προσπαθούσε να ξεπεράσει την υπανάπτυξή του και να εισέλθει στη νεωτερικότητα. Ήταν, όμως, παράλληλα μια περιοχή κατεστραμμένη από μια δεκαετία πολεμικών επιχειρήσεων κατά την Επανάσταση. Η έλλειψη επαρκούς κλήρου δημιουργούσε τη μεγάλη αντίφαση να είναι η Ελλάδα μια χώρα αγροτική που όμως δεν διέθετε εκτεταμένα καλλιεργήσιμα εδάφη, κάτι που φαινόταν να παραπέμπει σε ένα σίγουρο οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο. Αυτή η δομική αδυναμία δεν αναιρέθηκε ακόμη και μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881. Συνακόλουθα, η χώρα μονίμως χαρακτηριζόταν από την έλλειψη αυτάρκειας ως προς την παραγωγή σιτηρών, δηλαδή από την αδυναμία να διαθρέψει τον έστω μικρό πληθυσμό της, συνακόλουθα και από μεγάλης έκτασης εξάρτηση από τις εισαγωγές, άρα από το διεθνές οικονομικό σύστημα. Είναι φανερό ότι το γεωγραφικό και το πληθυσμιακό μέγεθος της χώρας απέκλειαν επιλογές αυτάρκειας, που θα συνεπάγονταν απλώς λιμό και καταστροφή.
Το κράτος του 1830 είχε μικρό πληθυσμό. Λιγότερο από το ένα τέταρτο –πιθανώς μόλις το ένα πέμπτο– των Ελλήνων διαβιούσε μέσα στα στενά του όρια. Είχε, βέβαια, το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, δηλαδή της απελευθέρωσης των υπόδουλων αδελφών. Αλλά και σε αυτό το επίπεδο, η δημογραφική αδυναμία γινόταν και πάλι επώδυνα εμφανής: οι βαρύγδουπες εκφράσεις για τις “δεκαεπτά χιλιάδας βαγιονέττας” του ελληνικού στρατού την εποχή του Όθωνα,4 αναφέρονταν σε μια εξαιρετικά μικρή ένοπλη δύναμη, ιδίως όταν πιθανός αντίπαλος ήταν η γιγάντια Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία ήλθαν να προστεθούν, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και άλλοι περιφερειακοί ανταγωνιστές, με κύριο τη Βουλγαρία. Στο μείζον και μόνιμο πρόβλημα της Ελλάδας του 19ου αιώνα, δηλαδή την έντονη αναντιστοιχία στόχων και μέσων, η δημογραφική διάσταση θα είναι πάντοτε πρωτεύουσα.
Το μικρό πληθυσμιακό μέγεθος σήμαινε ότι η χώρα δεν διέθετε ποτέ –ούτε σήμερα διαθέτει– μια ισχυρή κοινωνία πολιτών, και άρα δυναμικό εσωτερικό διάλογο. Στο επίπεδο της οικονομίας, το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς δημιουργούσε έναν φαύλο κύκλο υπανάπτυξης που απειλούσε να αναιρέσει τις κατά τα άλλα εμπροσθοβαρείς σκέψεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Ο μικρός πληθυσμός, η γεωγραφική απόσταση από τις πιο ανεπτυγμένες χώρες και ο εκτεταμένος αναλφαβητισμός συνεπάγονταν ότι οι προσπάθειες (ήδη από την εποχή του Χαρίλαου Τρικούπη) για εκβιομηχάνιση είχαν ένα αυτονόητα στενό όριο. Με τέτοια δεδομένα (και σε συνδυασμό οπωσδήποτε με την αγροτική κρίση του τέλους του 19ου αιώνα), δεν προξενεί εντύπωση το τεράστιο κύμα μετανάστευσης από τη Νότια Ελλάδα προς τις ΗΠΑ το οποίο πάντως δημιούργησε νέες ελληνικές κοινότητες της Διασποράς σε έναν εντελώς νέο χώρο.5
Η δημογραφική και οικονομική αδυναμία ήταν ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα του 19ου αιώνα εναπέθετε σε μεγάλο βαθμό τις ελπίδες της στον ευρύτερο ελληνισμό, τη Διασπορά και τις ελληνικές κοινότητες εκτός συνόρων. Στην πραγματικότητα, ήταν μια προσπάθεια επανάληψης του ελληνικού 18ου αιώνα, όταν από τα δίκτυα αυτά είχε δοθεί τόσο μεγάλη ώθηση στο εγχείρημα της εθνικής αποκατάστασης: οι κοινότητες του εξωτερικού, ιδίως τα οικονομικά ισχυρά μέλη τους, αντιμετωπίζονταν ως μια πολύτιμη, αναντικατάστατη εφεδρεία και εν πολλοίς ενήργησαν έτσι, εάν αναλογιστούμε πόσοι από αυτούς έχουν μείνει στη μνήμη ως “εθνικοί ευεργέτες”. Η Αθήνα προσπάθησε έντονα, ιδίως επί των ημερών του Τρικούπη, να κινητοποιήσει το “εκτός της Ελλάδος κεφάλαιο”, δηλαδή τις οικονομικές δυνάμεις των ομογενών, που θα συμπλήρωναν τα ανεπαρκή οικονομικά μέσα του ίδιου του κράτους και θα μπορούσαν ίσως να ανατάξουν τη βασική αδυναμία της χώρας να επιτύχει επαρκή συσσώρευση κεφαλαίου. Ωστόσο, η συμμετοχή της Ελλάδας στη Βιομηχανική Επανάσταση υπήρξε αναιμική –στην πράξη, το ελληνικό κράτος δεν μετείχε στη Βιομηχανική Επανάσταση εκείνης της εποχής–, μεταξύ άλλων και λόγω της δημογραφικής του αδυναμίας και της απόστασής του από τον σκληρό πυρήνα της τεχνολογικά προηγμένης Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης.
Η μείζων καμπή στην ελληνική ιστορική δημογραφία συντελέστηκε στο διάστημα από το 1906 (το πρώτο προσφυγικό κύμα των Ελλήνων που διώκονταν από την Ανατολική Ρωμυλία) έως το 1924 (δηλαδή την ολοκλήρωση της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής των πληθυσμών). Δύο βασικά γεγονότα ορίζουν αυτή την περίοδο. Πρώτον, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, που ενσωμάτωσαν στην εθνική επικράτεια τεράστιες νέες περιοχές, διπλασιάζοντάς την: Ήπειρος, ελληνική Μακεδονία, Κρήτη, Νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Με αυτό τον τρόπο, ο εκτός συνόρων ελληνισμός μειώθηκε σοβαρά έως το 1913, ενώ μεγάλα τμήματά του συμπεριλήφθηκαν στο ελεύθερο κράτος. Δεύτερον, η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, που προκάλεσε την κορύφωση των διαδοχικών προσφυγικών κυμάτων της εποχής αυτής και συγκέντρωσε στα όρια του κράτους τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων της τότε Εγγύς Ανατολής.6
Δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια το συνολικό αριθμητικό μέγεθος των προσφυγικών κυμάτων προς τη χώρα το 1906-24. Σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 1928, περίπου 1.230.000 άνθρωποι στην Ελλάδα ήταν πρόσφυγες.7 Για να υπολογιστεί ο αριθμός των ανθρώπων που ήρθαν στη χώρα ως πρόσφυγες, από τον αριθμό των 1.230.000 προσώπων θα πρέπει να αφαιρέσουμε τα περίπου 100.000 παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 1922 και την έλευση των γονέων τους στην Ελλάδα, αλλά και να προσθέσουμε τους πολλούς πρόσφυγες που πέθαναν μετά την έλευσή τους εδώ από λιμό και ασθένειες. Η σημαντική αμερικανική ανθρωπιστική οργάνωση Near East Relief αναβίβαζε, το 1924, τους θανάτους προσφύγων από τέτοια αίτια στον εφιαλτικά μεγάλο αριθμό των 225.000, ενώ συνυπολόγιζε και άλλους 75.000 που μετοίκησαν από την Ελλάδα σε άλλες χώρες.8 Αυτοί οι υπολογισμοί δίνουν έναν κατά προσέγγιση συνολικό αριθμό προσφύγων της περιόδου αυτής περίπου 1.400.000. Έτσι, το προσφυγικό ρεύμα ανερχόταν, κατά προσέγγιση, στο 28,5% του πληθυσμού της χώρας υποδοχής, όπως προκύπτει αν υπολογίσουμε τους 1.400.000 πρόσφυγες σε σύγκριση με 5.000.000 γηγενείς.
Δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι η επιτυχία στην εγκατάσταση των προσφύγων ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα του ελληνικού κράτους στα 200 χρόνια της ύπαρξής του. Το προσφυγικό κύμα του 1906-1924 αντιστοιχούσε σε περισσότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού της χώρας υποδοχής, η οποία ήταν κατεστραμμένη και χρεωκοπημένη μετά από 10 χρόνια πολέμων. Οι σημερινές ΗΠΑ είναι το πιο πλούσιο και ανεπτυγμένο οικονομικά κράτος στον πλανήτη, με πληθυσμό περίπου 330 εκατομμύρια. Ουδείς όμως θα εκτιμούσε ότι μπορούν, ακόμη και οι σημερινές ΗΠΑ να δεχτούν και να εγκαταστήσουν στο έδαφός τους ένα προσφυγικό κύμα 80 εκατομμυρίων ανθρώπων. Γιατί αυτές είναι οι αναλογίες με την Ελλάδα του 1922. Τέτοιο επίτευγμα πέτυχε η Ελλάδα εκείνης της εποχής και της επόμενης γενιάς.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο καμπή στην εθνική δημογραφία είναι η περίοδος 1906-1924. Αφενός ενσωματώθηκαν νέες περιοχές στο κράτος και αφετέρου εισέρευσαν σε αυτό τεράστιοι αριθμοί από κοινότητες εκτός των συνόρων, με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση, για πρώτη φορά, της πλειοψηφίας του ελληνικού πληθυσμού στα όρια του εθνικού κράτους.
Αλλά στην ιστορία τίποτε δεν μένει σταθερό ή ίδιο. Πρέπει να σημειωθεί ότι σοβαρές αναλύσεις των δημογραφικών δεδομένων –π.χ. από τον Ευάγγελο Αβέρωφ το 1939–9 έδειχναν ότι, παρά τα φαινόμενα, στη δυναμική των εξελίξεων διαφαινόταν μια τάση για μείωση των γεννήσεων του πληθυσμού ήδη από τότε. Αλλά οι πληθυσμιακές αναστατώσεις και μετακινήσεις συνεχίστηκαν κατά την τραυματική δεκαετία του 1940 τόσο λόγω της ανάγκης επιβίωσης και εξασφάλισης τροφίμων κατά την Κατοχή όσο και λόγω του μακρού εμφυλίου πολέμου στον οποίο ενεπλάκη η χώρα. Η απλή μνεία του λιμού στην Αθήνα του 1941-42 δεν αποδίδει μια πλήρη εικόνα και ήδη έχουν εμφανιστεί περισσότερο συνολικές επιστημονικές αποτιμήσεις.10 Στην πραγματικότητα, η οργάνωση, χάρη και στη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, συσσιτίων στις μεγάλες πόλεις το 1942-44, αλλά και η διενέργεια των πολεμικών συγκρούσεων κατά τον κατοχικό εμφύλιο πόλεμο το 1943-44 και ακόμη περισσότερο το 1946-49 προκάλεσαν ένα μεγάλο κύμα μετακίνησης πληθυσμού από την ύπαιθρο στις μεγάλες πόλεις, ιδίως προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Το 1945, ο Αβέρωφ –ο σημαντικότερος ίσως ειδικός των δημογραφικών τάσεων εκείνη την εποχή– σημείωνε σε άρθρα του στο Βήμα ότι “χωρίς μόνιμον, ομαλήν και ταχείαν Ανοικοδόμησιν, θα μας μαστίση μία τρομερά Αστυφιλία“.11 Αλλά βέβαια ανοικοδόμηση δεν ήρθε τότε, αντίθετα ήρθε ένας νέος εμφύλιος πόλεμος που επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την κατάσταση δημιουργώντας νέα κύματα που κατέφευγαν στις μεγάλες πόλεις.
Με αυτά τα δεδομένα, οι δεκαετίες του 1950 και 1960 είναι εξαιρετικά ιδιόμορφες περίοδοι της ελληνικής ιστορικής δημογραφίας. Από τη μία πλευρά, η ελληνική κοινωνία εκείνων των ετών διακρινόταν για την ύπαρξη ενός νεανικού πληθυσμού που είχε γεννηθεί στον μεσοπόλεμο, τη σχετικά μειωμένη παρουσία μικρών παιδιών λόγω των αναπόφευκτα μειωμένων γεννήσεων των ετών του πολέμου (αυτό συνέβαινε σε όλες τις χώρες που είχαν μετάσχει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ελλάδα όμως η πολεμική περίοδος επιμηκύνθηκε έως το 1949), αλλά και την επέκταση της δημόσιας εκπαίδευσης με κορυφώσεις τη μεταρρύθμιση της τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης του 1959 –απαραίτητη προϋπόθεση της προσπάθειας για εκβιομηχάνιση– και τη μεταρρύθμιση υπό την ηγεσία του Ε. Παπανούτσου το 1964. Τότε, μετά το 1958-59, επιτεύχθηκε επιτέλους και ένα μεγάλο μέτρο εκβιομηχάνισης της χώρας, όταν δηλαδή η Ελλάδα άρχισε να μετέχει πιο ενεργά στη διεθνοποιημένη δυτική οικονομία, και επομένως μπορούσε να προσβλέψει με μεγαλύτερη πιθανότητα στην εύρεση ευρύτερων διεθνών αγορών∙ και μόνον παράλληλα με τη Σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Όπως τόνισε κατά τη διαδικασία κύρωσης της Συμφωνίας Σύνδεσης στη Βουλή, τον Ιανουάριο του 1962, ο υπουργός Συντονισμού, Παναγής Παπαληγούρας, ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας –ο οποίος τότε είχε ήδη προχωρήσει– θα ήταν αδύνατος στο πλαίσιο της μικρής εσωτερικής αγοράς και μπορούσε να επιχειρηθεί μόνον στο πλαίσιο της ευρύτερης ευρωπαϊκής διάστασης.12 Αυτή ήταν μια κορύφωση των τάσεων για διεθνοποίηση των ελληνικών οικονομικών διλημμάτων που απέκλειαν από την αρχή τις πολιτικές αυτάρκειας και αντίθετα επέβαλαν πολιτικές έντονης εξωστρέφειας. Αυτή η εξωστρέφεια έφερε επιτέλους την ανάπτυξη που αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για την ένταξη στην Ευρώπη, καθώς και για την εδραίωση της δημοκρατίας μετά το 1974.
Αλλά από την άλλη πλευρά, οι δεκαετίες του 1950-60 σημαδεύτηκαν και από νέα εκτεταμένη μετανάστευση, όχι μόνον στο εσωτερικό αλλά και σε νέους προορισμούς στο εξωτερικό (Κεντρική Ευρώπη και Αυστραλία). Στο σημείο αυτό, όμως, εμφιλοχωρούν κάποιες παρεξηγήσεις. Συγκεκριμένα, συχνά αντιμετωπίζονται οι δεκαετίες του 1950 και 1960 ως εποχές κατά τις οποίες προκλήθηκε ηθελημένα η μεγάλη μετανάστευση, εσωτερική και εξωτερική.
Η υπόθεση αυτή είναι αστήρικτη. Καθόλου ηθελημένη ή καλοδεχούμενη δεν ήταν η μετανάστευση εκείνης της εποχής –μάλιστα, ακόμη και στον Τύπο σημειωνόταν μεγάλη ανησυχία από το γεγονός ότι η Ελλάδα έχανε τότε κάθε χρόνο περίπου 30.000-40.000 νέους ανθρώπους, δηλαδή, όπως αναφερόταν, “δύο μεραρχίες”. Ωστόσο, η τάση για εγκατάλειψη της υπαίθρου ήταν μεταπολεμικά ένα γενικότερο φαινόμενο στη Νότια Ευρώπη. Αυτή η τάση οδήγησε στην ερήμωση περιοχών στη Νότια Ιταλία ή την Ανδαλουσία. Επιπλέον, ειδικά στην Ελλάδα, ήταν και το αποτέλεσμα της καταστροφής της χώρας κατά την Κατοχή και τον εμφύλιο. Πώς, άραγε, μετά από χρόνια εμφυλίου πολέμου στην ύπαιθρο, να μην υπάρξει εγκατάλειψή της;
Οι μεταναστευτικές ροές ακολουθούν τις ευρύτερες τάσεις της οικονομίας στη μακρά διάρκεια, και αφορούν το επίπεδο ζωής και τη δυνατότητα των ανθρώπων να επιβιώσουν οικονομικά. Η Ελλάδα που γνώρισε διαδοχικές τραγωδίες το 1922-49 (Μικρασιατική Καταστροφή, χρεωκοπία το 1932, δικτατορία το 1936-41, πόλεμο το 1940-41, Κατοχή το 1941-44, εμφύλιο το 1943-49, πείνα, υπερπληθωρισμό κλπ.) ασφαλώς είχε προβλήματα που δημιουργούσαν και συντηρούσαν το μεταναστευτικό ρεύμα. Αυτές οι τάσεις υπακούουν σε τεράστιες αδράνειες, εξελίσσονται μεσοπρόθεσμα, και δεν ανακόπτονται με την έκδοση βασιλικών διαταγμάτων, αλλά μόνον με την πραγματική αλλαγή των οικονομικών δεδομένων.
Επομένως, η οικονομική ανάπτυξη των δεκαετιών του 1950 και 1960 δεν υπήρξε το αίτιο της μετανάστευσης. Αντίθετα, η ανάπτυξη δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να ανακοπεί και να αναστραφεί το ρεύμα της μετανάστευσης. Πράγματι, μετανάστευση υπήρχε έως τη δεκαετία του 1960 λόγω των καταστροφών της προηγούμενης περιόδου. Και ανακόπηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, επειδή η Ελλάδα είχε πλέον αναπτυχθεί και είχε γίνει ελκυστικός χώρος για την επιστροφή των μεταναστών της.
Από τη δεκαετία του 1970, η χώρα έπαυσε πλέον να αποτελεί εξαγωγέα εργατικού δυναμικού και έγινε εισαγωγέας του –πιο ορατά στη δεκαετία του 1980, όταν εισέρευσαν εργαζόμενοι από την τότε κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη και στη δεκαετία του 1990 από τις χώρες της πρώην κομμουνιστικής Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Το φαινόμενο κορυφώνεται με το μεταναστευτικό ρεύμα της δεκαετίας του 2010, που σημειώθηκε σε μια Ελλάδα σε βαθιά κοινωνική και οικονομική κρίση, στην οποία παράλληλα γίνονταν εμφανείς οι συνέπειες μιας δραματικής μείωσης γεννήσεων, αλλά και της διαρροής πολλών νέων ανθρώπων κατά το λεγόμενο brain drain –φαινόμενο, πρέπει να τονιστεί, που αφαιρεί από τον πληθυσμό της χώρας όχι μόνον τα άτομα αυτά, αλλά (επειδή βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία) και τα παιδιά τους, κάτι παραπέμπει πλέον σε προοπτικές ραγδαίας πληθυσμιακής παρακμής, με γεωμετρική πρόοδο. Η εξαιρετικά ανησυχητική (και εντεινόμενη) κατάρρευση του ρυθμού γεννήσεων στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δεν προέρχεται μόνον από την (σχεδόν παντού διαπιστούμενη στη Δύση) τάση των νέων ανθρώπων για μείωση των γεννήσεων, αλλά και από το γεγονός ότι έχουν φύγει από τη χώρα άτομα που κατ’ εξοχήν ανήκουν σε αναπαραγωγικές ηλικίες.
Η αντιμετώπιση του brain drain είναι ασφαλώς μια επείγουσα ανάγκη, και όχι μόνον για δημογραφικούς λόγους. Πάντως, όσο και εάν είναι απολύτως αναγκαία η λήψη άμεσων μέτρων για την αναστροφή του φαινομένου, είναι σημαντικό να λάβουμε υπ’ όψιν ότι (όπως συνέβη και με τη μεταπολεμική μετανάστευση) οι τάσεις αυτές δεν αντιμετωπίζονται μόνον με βραχυπρόθεσμα μέτρα που ενθαρρύνουν την επιστροφή: δεν αντιμετωπίζονται δηλαδή στο πλαίσιο των συνήθων εκλογικών κύκλων ή της ζωής μίας ή δύο κυβερνήσεων. Η μεταπολεμική μετανάστευση χρειάστηκε 15-20 χρόνια για να αναστραφεί, και τούτο επιτεύχθηκε μόνον όταν η Ελλάδα άλλαξε ορατά και έδειξε πλέον ότι είχε σε οριστική βάση αφήσει πίσω τις εποχές της υπανάπτυξής της (γενόμενη δηλαδή ελκυστικός προορισμός για επιστροφή). Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, οι άνθρωποι που έφυγαν ή αναγκάστηκαν να φύγουν στη δεκαετία του 2010 είναι λογικό και αναμενόμενο να περιμένουν να δουν μια μεσοπρόθεσμου ορίζοντα αλλαγή, ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό της χώρας για να σκεφτούν την επιστροφή τους. Με άλλα λόγια, η αναστροφή του φαινομένου του brain drain απαιτεί μια ουσιαστική αλλαγή της χώρας, την ορατή συνέχιση της προσπάθειας και της επιτυχίας σε μεσοπρόθεσμη (τουλάχιστον) βάση, για διαστήματα που θα υπερβαίνουν τη διάρκεια ζωής μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης και με αυτό τον τρόπο θα αποδεικνύουν τη βιωσιμότητα της αλλαγής. Έτσι έγινε το 1950-75, και είναι δύσκολο να εκτιμήσει κάποιος ότι και τώρα θα γίνει κάτι το διαφορετικό. Από την άλλη πλευρά, όπως σημειώθηκε, η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί την απόλυτη ανάγκη –έχοντας πάντοτε κατά νου την επιταγή ενός μακροχρόνιου εκσυγχρονισμού– της λήψης και ειδικότερων, περισσότερο στοχευμένων μέτρων για να διευκολυνθεί η διατήρηση της επαφής με τη χώρα και η επιστροφή των ανθρώπων που έφυγαν κατά την πρόσφατη οικονομική και κοινωνική κρίση.
Η μείωση των γεννήσεων και της πληθυσμιακής δυναμικής της θα είναι, στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες, αλλά σε τούτο το πεδίο υπάρχουν μελετητές πολύ ειδικότεροι και αρμοδιότεροι από τον γράφοντα. Στο ιστορικό πεδίο, είναι δυνατόν συμπερασματικά να διατυπωθούν κάποιες γενικεύσεις: Πρώτον, τα διεθνή δίκτυα του ελληνισμού προσφέρουν τη δυνατότητα για μια διεθνική ή διεθνοποιημένη έκφρασή του, που μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερο σύγχρονες αποτυπώσεις του, ειδικά σε μια εποχή εντεινόμενης παγκοσμιοποίησης. Δεύτερον, από το 1830 έως σήμερα, είναι φανερό ότι, τόσο λόγω μεγέθους, γεωγραφικής διαμόρφωσης και της φύσης της οικονομίας της, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες που δεν μπορούν καν να σκεφθούν την υιοθέτηση μιας πολιτικής αυτάρκειας. Είναι μονόδρομος η εξωστρέφεια και ο προσανατολισμός στον κόσμο. Αυτό είναι ένα βασικό συμπέρασμα της ελληνικής γεωγραφίας και δημογραφίας.
Παραπομπές
1. Renouvin, P. & Duroselle, J.B. (1977). Εισαγωγή εις την ιστορίαν των διεθνών σχέσεων, μέρος πρώτον: Αι βαθύτεραι δυνάμεις (Κ. Σβολόπουλος, Μετ.). Αθήναι: ΕΚΚΕ.
2. Μεταξύ πολλών άλλων, βλ. ιδιαίτερα, Πρεβελάκης, Γ.Σ. (2020). Τα ξύλινα τείχη: γεωπολιτική των ελληνικών δικτύων. Αθήνα: Economia Publishing.
3. Για μια συνολική καταγραφή, βλ. ιδίως, Χασιώτης, Ι.Κ., Κατσιαρδή-Hering, Ο. & Αμπατζή ΕΑ. (Επιμ.). (2006). Οι Έλληνες στη Διασπορά: 15ος-21ος αι. Αθήνα: Βουλή των Ελλήνων.
4. Όπως οι μεγαλοστομίες αυτές φτάνουν μέχρι και σήμερα στις δικές μας γενιές μέσα από τις σελίδες του αριστουργηματικού βιβλίου ανώνυμου συγγραφέα, Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, 2009. Για μια συνολική αποτίμηση του ρόλου του στρατού και των δικών του διλημμάτων κατά τον 19ο αιώνα, βλ. Μαλέσης, Δ. (2018). Μεγάλη Ιδέα και στρατός τον 19ο αιώνα: “… ν’ ανάψη η Επανάστασις”. Αθήνα: Ασίνη.
5. Βλ. ιδιαίτερα την προσεκτική ανάλυση στο: Κωστής, Κ. (2018). Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας: η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος-21ος αιώνας, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
6. Για μια συνολική εκτίμηση του φαινομένου αυτού, βλ. Ανδριώτης, Ν. (2020). Πρόσφυγες στην Ελλάδα, 1821-1940: Άφιξη, περίθαλψη και αποκατάσταση. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.
7. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας & Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (1933). Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδος της 15ης-16ης Μαΐου 1928. Αθήναι: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου.
8. Near East Relief (1925). Report to Congress for 1924. New York: Near East Relief.
9. Αβέρωφ, Ε. Α. (1939). Συμβολή εις την έρευναν του πληθυσμιακού προβλήματος της Ελλάδος. Αθήναι: χ.ε.: Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών.
10. Hionidou, V. (2006). Famine and Death in Occupied Greece, 1941-1944. Cambridge: Cambridge University Press.
11. Χατζηβασιλείου, Ε. (2007). Μελέτη, σχεδιασμός και μεταπολεμικές προκλήσεις: ο Ευάγγελος Αβέρωφ και το πληθυσμιακό πρόβλημα της Ελλάδας, 1945. Φιλελεύθερη Έμφαση, 31: 27-33.
12. Καζάκος, Π. (2001). Ανάμεσα σε κράτος και αγορά: Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα 1945-2000. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, σσ. 235-236.