Ίμια: μια στρατηγική αποτίμηση

Σχεδόν πάντοτε, η ικανότητα για άμεση στρατηγική εκτίμηση για το ποιες επιλογές και ενέργειες μπορούν να οδηγήσουν σε «μη σκόπιμη» κλιμάκωση κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια αποτελεσματική και μια αποτυχημένη διαχείριση κρίσης.  Τα αφόρητα διλήμματα που βαρύνουν την ηγεσία σε στρατηγικό επίπεδο είναι η εγγενής ένταση μεταξύ απαίτησης για αντίδραση στην απειλή και ανάγκης για έλεγχο της κλιμάκωσης, χωρίς να πληγούν τα συμφέροντα της χώρας καθώς και η συνακόλουθη διαλεκτική μεταξύ «στρατιωτικής λογικής» από τη μια και διπλωματίας από την άλλη.

Φέτος συμπληρώθηκαν 27 χρόνια από την τραγική νύχτα των Ιμίων κατά την οποία οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις θρήνησαν τρεις αξιωματικούς, ενώ τραυματίστηκε η εθνική αυτοπεποίθηση.  Αρκετά έχουν γραφτεί από τους πρωταγωνιστές και σημαντική έχει υπάρξει n κατά βάση δημοσιογραφική έρευνα.  Η τελευταία έχει επικεντρωθεί στον χειρισμό της κρίσης σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο.  Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης εστιάζει ακόμη και σήμερα στις αιτίες που n Δυτική Ίμια έμεινε χωρίς στρατιωτική παρουσία, στο γιατί συνετρίβη το ελικόπτερο, στις σχέσεις μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας και στο γιατί και το πώς χάθηκε το τακτικό πλεονέκτημα.  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα είναι εύλογα και πρέπει να εξεταστούν για άντληση συμπερασμάτων.  Όμως, στο επίπεδο στρατηγικής διαχείρισης της κρίσης, η πραγματική αποτυχία υπήρξε n χωρίς κανέναν σχεδιασμό στρατιωτικοποίησή της, με συνέπεια μια μη επιδιωκόμενη (όπως τελικά αποδείχθηκε) κλιμάκωση.  Ύστερα από αυτήν την αποτυχία, η στρατηγική αξιολόγηση και αποτίμηση έχει καταστεί όμηρος ενός παιχνιδιού απόδοσης ευθυνών και μιας αναμενόμενα σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης.

Στην προσπάθειά μας να ξεκινήσουμε έναν διάλογο που θα καλύψει το κενό της στρατηγικής αποτίμησης της κρίσης και με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων για το μέλλον, θα προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε και να αναδείξουμε σύντομα μεν, αλλά με συστηματικό τρόπο δε, τα ελλείμματα και τις αδυναμίες στο στρατηγικό επίπεδο.

Κάθε στρατηγική ανάλυση υπακούει σε τουλάχιστον τέσσερις βασικές απαιτήσεις.  Πρώτον, πότε και γιατί ένα γεγονός αρχίζει να κατανοείται ως απειλή.  Απ’ ό,τι φαίνεται από τις δημόσιες «μαρτυρίες» όλων των πρωταγωνιστών, μέχρι και την «αποκάλυψη» στις 24 Ιανουαρίου 1996, από ελληνικά MME, της ανταλλαγής των διπλωματικών διακοινώσεων κανένας και καμία (και στις δύο πλευρές) δεν έχει νοηματοδοτήσει την κατάσταση ως κρίση εθνικής ασφάλειας.  Μετά την αποκάλυψη τα γεγονότα αποκτούν μια δυναμική έντασης.  Στις 27 Ιανουαρίου 1996, Τούρκοι δημοσιογράφοι κατεβάζουν την ελληνική σημαία και υψώνουν την τουρκική, βιντεοσκοπώντας τη σκηνή.  Ακόμη και τότε όμως δεν υπήρχε λόγος για τη στρατιωτικοποίηση της αντιπαράθεσης.

Δεύτερη βασική απαίτηση είναι να έχεις προσδιορίσει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια τους στόχους σου σε περίπτωση κλιμάκωσης.  Τι θέλεις να επιτύχεις βραχυπρόθεσμα και τι μεσο-μακροπρόθεσμα.  Στην περίπτωση της κρίσης των Ιμίων, είναι σαφές ότι δεν υπάρχει καθαρή αντίληψη του τι συμβαίνει ή ακόμη χειρότερα υπάρχει λανθασμένη ανάγνωση των γεγονότων.  Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, καμία επιλογή δεν έχει αξιολογηθεί σοβαρά.  Υπό την πίεση εξωγενών-μη στρατιωτικών-παραγόντων η Αθήνα κινήθηκε σαν υπνοβάτης προς την κλιμάκωση.  Προφανώς υπήρξε πρόκληση από τους δημοσιογράφους της «Χουριέτ» αλλά η αντίδραση μας δεν δείχνει στρατηγική ευφυΐα.

Η στρατιωτικοποίηση της ελληνικής αντίδρασης-και άρα της διαχείρισης της κατάστασης-και η περιθωριοποίηση της διπλωματίας είναι το αποτέλεσμα της απουσίας σχεδιασμού.  Και αυτή είναι n τρίτη βασική απαίτηση της διαχείρισης μιας κατάστασης που ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο εξελίσσεται ως κρίση.  Θα περάσουν πολλές ώρες πριν συνεδριάσει το ΚΥΣΕΑ.  Αλλά ακόμη και τότε σε ένα κλίμα μιντιακής φρενίτιδας είναι άκρως προβληματική η, ζωτικής σημασίας σε αυτές τις περιπτώσεις, διαδικασία συνεχούς εκτίμησης και ψύχραιμης επανεκτίμησης της κατάστασης.  Η Αθήνα αντιδρούσε στα γεγονότα χωρίς σχέδιο και στρατηγική εξόδου.  Η κάθε απόφαση-αντίδραση έρχεται ως αποτέλεσμα ad hoc ενεργειών σε διάφορα κλιμάκια χωρίς συντονισμό και χωρίς-απ’ ό,τι φαίνεται-να υπάρχει συστηματική απόπειρα να αποκωδικοποιηθεί η τουρκική στάση.  Αυτό που φαίνεται να κυριαρχεί είναι αβάσιμες ιδέες και ευσεβείς πόθοι ότι η «επίδειξη αποφασιστικότητας» και πολεμικής ετοιμότητας θα έκανε την άλλη πλευρά να υποχωρήσει.  Όπως σχολίασε ο τότε ΑΣΔΕΝ στρατηγός Σπυρίδων, «κάναμε όλα όσα θα περίμενε κανείς από κάποιον που επιδιώκει να κλιμακώσει».  Στρατιωτικοποιήσαμε χωρίς να έχουμε σκεφτεί όλα τα ενδεχόμενα και τι θα κάνουμε αν n άλλη πλευρά απαντήσει στην κλιμάκωση με αντίστοιχα μέτρα.  Και τελικά αυτό συνέβη.  Η κυβέρνηση Τσιλέρ εκμεταλλεύτηκε την ελληνική στάση και τον αυτοεγκλωβισμό της Αθήνας σε ένα αποκλειστικά στρατιωτικό σενάριο και αναβάθμισε τις διεκδικήσεις της αμφισβητώντας το καθεστώς όλων των βραχονησίδων στο Νοτιοανατολικό Αιγαίο.  Οι ενέργειές της, όπως η κινητοποίηση μονάδων του τουρκικού στόλου, εμφανίζονται διεθνώς ως αντίδραση στην ελληνική πολεμική προετοιμασία.  Αν n Άγκυρα είχε προσχεδιάσει την κρίση, τότε η Αθήνα έπεσε στην παγίδα με μια ευκολία που είναι όντως απίστευτη.

Είναι προφανές ότι η Αθήνα δεν είχε διαβάσει σωστά το διεθνές περιβάλλον ούτε είχε εξετάσει διεξοδικά τις πιθανές αντιδράσεις της άλλης πλευράς.  Από τη μία έβγαζε τον Στόλο και από την άλλη αναζητούσε εναγωνίως, συνομιλώντας με τους εταίρους στην Ε.Ε και τις ΗΠΑ, μεθόδους αποκλιμάκωσης.  Η Αθήνα είχε χάσει τον έλεγχο του ρυθμού και του momentum της αντιπαράθεσης, αποτυγχάνοντας να ικανοποιήσει και την τέταρτη βασική απαίτηση διαχείρισης της κρίσης.  Από εκείνο το σημείο και μετά, η Αθήνα βρέθηκε με δική της κυρίως ευθύνη σε μια αφόρητη στρατηγικά θέση.  Οι επιλογές της ήταν πολύ λίγες και όλες κακές.  Είτε μια στρατιωτική σύγκρουση που δεν επεδίωκε και που κατά πάσα πιθανότητα θα ξέφευγε από κάθε έλεγχο, με δεδομένη τη συγκέντρωση τόσο πολλών δυνάμεων σε μια τόσο μικρή περιοχή, είτε μια ταπεινωτική αναδίπλωση που θα υπονόμευε τη διαπραγματευτική της θέση.  Η περαιτέρω κλιμάκωση σε επίπεδο χρήσης στρατιωτικής ισχύος δεν θα προσέφερε κάτι.  Το τραπέζι μιας συνολικής και χωρίς όρους διαπραγμάτευσης, ως αποτέλεσμα της εμπλοκής τρίτων για κατάπαυση του πυρός, θα ήταν n πιθανότερη κατάληξη και όποιος ξεκινούσε τη σύγκρουση θα χρεωνόταν και την ευθύνη.

Η κατάρρευση της στρατηγικής ήταν μάλλον αναπόφευκτη από τη στιγμή που n Αθήνα δεν μπορούσε να κάνει «ούτε μπροστά ούτε πίσω».  Στο τέλος, n μόνη επιλογή ήταν n προσδοκία της αμερικανικής παρέμβασης για μια διευθέτηση.  Αυτή έγινε.  Όμως μετά την «πολεμική προετοιμασία» ερμηνεύτηκε ως ανέντιμος συμβιβασμός και υποχώρηση.

Και όμως, υπήρχε άλλη επιλογή αλλά υπονομεύθηκε από τη στρατιωτικοποίησή της κρίσης.  Η Αθήνα θα μπορούσε να ακολουθήσει μια διπλωματική προσέγγιση.  Ζητώντας τη διπλωματική συνδρομή των Ιταλών, που επιπλέον είχαν και την Προεδρία του Συμβουλίου της Ε.Ε.  Όπως αποδείχθηκε μετά την κρίση, η Ιταλία είχε ξεκάθαρη άποψη για την κυριαρχία των Ιμίων, βάσει των Συμφωνιών του 1932.  Η δημοσιοποίηση των ιταλικών αρχείων θα επέτρεπε στην Αθήνα να εξουδετερώσει νομικά την τουρκική θέση και επιπλέον θα αποκάλυπτε σε όλους τους τρίτους την τουρκική προσπάθεια αμφισβήτησης της κυριαρχίας μας.  Οι Ιταλοτουρκικές Συμφωνίες του 1932 ήταν το «δυνατό μας όπλο» και το εξουδετερώσαμε καταφεύγοντας αναίτια στη στρατιωτική κλιμάκωση.  Αντί να φέρουμε την αντιπαράθεση στο πεδίο του Δικαίου την φέραμε στο πεδίο των επιχειρήσεων και n διεθνής κοινότητα ενεργοποιήθηκε για να αποτρέψει μια ενδεχόμενη σύγκρουση.  Τα νομικά επιχειρήματα σκεπάστηκαν από τις πολεμικές ιαχές.

Μέσα σε μία δεκαετία είχαμε δύο μείζονες κρίσεις με την Τουρκία.  Και το 1987 αλλά και το 1996 αν και διαφορετικός ο χειρισμός είχαμε το ίδιο αποτέλεσμα (Νταβός το 1987, Μαδρίτη το 1997).  Το γεγονός ότι η λογική της στρατιωτικοποίησης και κλιμάκωσης αναπόδραστα μας φέρνει στο τραπέζι των πολιτικών διαπραγματεύσεων δεν έγινε μάθημα.  Το να κάνεις το ίδιο πράγμα περιμένοντας διαφορετικό αποτέλεσμα είναι ορισμός της στρατηγικής α-νοησίας.  Και παρά το προφανές, παραμένει διαδεδομένη η αντίληψη πως για τα προβλήματα με την Τουρκία φταίει η «φοβική» πολιτική τάξη και πως αν δείξουμε πυγμή οι άλλοι θα κάνουν πίσω!  Ακόμα και σήμερα υπάρχουν αρκετοί και αρκετές που κατηγορούν την τότε κυβέρνηση όχι για την κλιμάκωση ή στρατιωτικοποίηση αλλά γιατί δεν προχώρησε στη σύγκρουση «ενώ είχαμε το τακτικό πλεονέκτημα»…

Share:

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ευρωπαϊκό Κονκλάβιο: «Ευρώπη 2040: Το Αύριο είναι Σήμερα»

Το Ευρωπαϊκό Κονκλάβιο είναι μια πρωτοβουλία από πρώην υπουργούς, κορυφαίους διπλωμάτες και διανοητές από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Έχει ως στόχο να αναδείξει τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και πώς θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των Ευρωπαίων

Πανικός στην Τουρκία για το ΠΓΥ ΗΡΑΚΛΗΣ (Α472): «Δεν ύψωσε Τουρκική σημαία» στην Σμύρνη – Τι απαντά το Τουρκικό ΥΠΑΜ

Πανικός έχει ξεσπάσει στα Τουρκικά social media και μέσα ενημέρωσης σήμερα για το πλοίο του ελληνικού πολεμικού ναυτικού, ΠΓΥ ΗΡΑΚΛΗΣ (Α-472), το οποίο πυροδότησε αντιδράσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τη μη ύψωση της τουρκικής σημαίας κατά την επίσκεψή του

Α’ Υπαρχηγός Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής Αντιναύαρχος Λ.Σ. ΡΕΪΖΗΣ Δρόσος

Γεννήθηκε στη Σητεία το έτος 1969. Είναι απόφοιτος του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Πειραιά. Εισήλθε στη Σχολή Δοκίμων Σημαιοφόρων Λ.Σ. το 1993 και αποφοίτησε το 1995 με το βαθμό του Σημαιοφόρου Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. Υπηρέτησε στο Λιμεναρχείο Ρεθύμνου ως Υπολιμενάρχης και στα

Την παραίτησή τους από την κυβέρνηση υποβάλλουν Γιάννης Μπρατάκος και Σταύρος Παπασταύρου

Την παραίτησή τους υπέβαλαν ο υπουργός Επικρατείας, Σταύρος Παπασταύρου και ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Γιάννης Μπρατάκος, οι οποίες έγιναν αποδεκτές από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Σύμφωνα με την κυβέρνηση ο πρωθυπουργός τους ευχαρίστησε για τη συνεργασία και έκανε αποδεκτές τις παραιτήσεις τους.   «Η

Μετάβαση στο περιεχόμενο