Πάνε τώρα περίπου δύο χρόνια που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας: ούτε υπερπτήσεις στο Αιγαίο και, κατά µείζονα λόγο, ούτε πτήσεις πάνω από το ελληνικό έδαφος. Βέβαια η Τουρκία εξακολουθεί να παραβιάζει τη ∆ιακήρυξη των Αθηνών, µε µικρές, καµιά φορά ανεπαίσθητες, ενέργειες όπως το επεισόδιο στην Κάσο, για το οποίο κατηγορήθηκε από πολλές πλευρές η ελληνική κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο υπουργός των Εξωτερικών, για µειοδοσία.
Το γεγονός ότι η ιταλική εταιρεία, η οποία είχε στην ιδιοκτησία της το ερευνητικό σκάφος, δήλωσε πως οι έρευνες που διεξήγαγε το σκάφος ολοκληρώθηκαν, έρχεται να επιβεβαιώσει την ανάλογη δήλωση του υπουργού, κ. Γεραπετρίτη, ότι πράγματι έτσι έχει η κατάσταση. Και ότι όλες οι συνωμοτικές κατηγορίες δεν ευσταθούν.
Παράλληλα, για να µείνουµε µόνο στα πρόσφατα, η απαγόρευση να λειτουργήσει τον ∆εκαπενταύγουστο η Παναγία Σουµελά, αποτελεί µια δυσεξήγητη απόφαση, που σε αντίθεση µε τα προηγούμενα χρόνια καταδεικνύει µια στροφή της τουρκικής πολιτικής επί τα χείρω, που αν δεν οφείλεται στη δυσφορία που προκάλεσε το επεισόδιο ανοιχτά της Κάσου, κανείς άλλος λόγος δεν μπορεί να υπάρχει.
Και, βέβαια, η τουρκική δυσφορία είναι αναιτιολόγητη, καθώς το τουρκολιβυκό μνημόνιο δεν αναγνωρίζεται από την Ελλάδα, αλλά κι αν αναγνωριζόταν, θαλάσσιες έρευνες για την πόντιση καλωδίων και αγωγών είναι ελεύθερες, καθώς, σύμφωνα µε τη Σύβαση του ΟΗΕ για το ∆ίκαιο της Θάλασσας, που έχει αποκτήσει εθιμικό χαρακτήρα στις ουσιαστικές της διατάξεις, η πόντιση υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών αποτελεί ελευθερία των θαλασσών, µη υπαγόμενη στον έλεγχο και τη δικαιοδοσία του κράτους της υφαλοκρηπίδας.
Αυτή η δυσφορία της Τουρκίας φανερώνει όλες τις δυσκολίες συνεννόησης µαζί της. Η γειτονική µας χώρα δεν δείχνει έτοιμη να κάνει το µεγάλο βήμα για την επίλυση των προβληµάτων και θεωρεί ότι όποια νόμιμη ενέργεια της Ελλάδας στο Αιγαίο πρέπει να περνάει από την έγκρισή της ή τουλάχιστον να κοινοποιείται σε αυτήν προτού πραγματοποιηθεί. Το ίδιο συνέβη και µε το θαλάσσιο πάρκο που σχεδίασε η Ελλάδα και που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην άλλη πλευρά της θάλασσας που βρέχει τα παράλιά µας.
Έτσι οι πολιτικές συζητήσεις καρκινοβατούν, ενώ θα έπρεπε να τρέχουν για την επίλυση των προβλημάτων, και αναλίσκονται σε αντιμετώπιση των τρεχόντων ζητημάτων που συχνά προκαλούνται από την Τουρκία.
Τα κύρια προβλήματα γύρω από τις θαλάσσιες ζώνες (δηλ. υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) δείχνει να αγνοούνται, ενώ αποτελούν την αιχμή του δόρατος, όπως κατέδειξε και το τελευταίο επεισόδιο στην Κάσο. Βέβαια, για θέματα που χρονολογούνται πενήντα χρόνια τώρα και που οι αλλεπάλληλες κυβερνήσεις δεν μπόρεσαν να βρουν λύσεις, περιμένουμε από τη µια στιγμή στην άλλη να δοθεί λύση;
∆εν εννοούμε αυτό. Απλά πιστεύαμε ότι ο πολιτικός διάλογος θα μπορούσε να ήταν κάτι ανάλογο των διερευνητικών του παρελθόντος, οι οποίες έφτασαν σε κάποιο σημείο, γύρω στο 2004, να έχουν επιτύχει τη συναίνεση των δυο πλευρών για το μείζον θέμα των ορίων της αιγιαλίτιδας, που αποτελεί πρόκριµα για την επίλυση της υφαλοκρηπίδας, εφόσον τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας αποτελούν τα εσωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας.
Άλλες εποχές, άλλες προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής. Η Τουρκία τότε ακόμη πίστευε στην πλήρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και βρισκόταν κάτω από την επιρροή της απόφασης του Ελσίνκι. Σήμερα δεν μπορεί να περιμένει παρά µια διεύρυνση των όρων της Τελωνειακής Ένωσης, που θα της αποφέρει ένα οικονομικό όφελος κι έναν πιθανό απεγκλωβισμό των κεφαλαίων που παραμένουν ερμητικά κλειστά για χρόνια.
Αλλά σε αυτό το σημείο το ελληνικό βέτο είναι ένας από τους αποτρεπτικούς παράγοντες, καθώς υπάρχουν κι άλλοι, όπως τα δικαιώματα του ανθρώπου και το κράτος δικαίου, που πάσχουν στην Τουρκία, κι αν δεν αποκατασταθούν η Τουρκία δεν μπορεί να περιμένει βελτίωση των σχέσεων µε την Ευρώπη.
Αλλά και αν οι πολιτικές συζητήσεις ξεπεράσουν τους σημερινούς σκοπέλους κι επιλύσουν την πλειάδα των προκριματικών ζητημάτων που έχει συσσωρεύσει η Τουρκία στην πάροδο των πενήντα ετών, το τέλος της ελληνοτουρκικής περιπέτειας δεν είναι ευκρινές. Γιατί τότε θα αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις ουσίας, που κι αυτές περικλείουν αδιέξοδα.
Είναι τόσο αντίθετες οι διαπραγματευτικές θέσεις των δυο µερών, ώστε η κατάληξή τους να µην είναι ορατή. Θα πρότεινα την ταχεία µετάβαση από διαπραγματεύσεις επί της ουσίας σε διαπραγματεύσεις για τη σύνταξη συνυποσχετικού για προσφυγή στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο ∆ικαιοσύνης, καθώς είναι το µοναδικό δικαστήριο που έχει την τεράστια εμπειρία να επιλύει προβλήματα θαλασσίων ζωνών.
Εξάλλου, το άλλο ∆ικαστήριο, το ∆ικαστήριο του ∆ικαίου της Θάλασσας, δεν µπορεί να επιδικάσει την υπόθεση, αφού η Τουρκία δεν είναι µέρος της Σύβασης του ∆ικαίου της Θάλασσας. Και ναι µεν οι περισσότερες διατάξεις της Σύμβασης έχουν µετατραπεί σε εθιμικό δίκαιο και είναι τελικά δεσμευτικές για τα µη µέρη, αλλά αφορούν ουσιαστικούς κανόνες. Το ∆ικαστήριο που η Σύμβαση προτείνει δεν προέρχεται από ουσιαστικούς κανόνες, είναι συνεπώς αδύνατο αυτό να επιδικάσει την ελληνοτουρκική διαφορά.
Μια ιδέα, που κι εγώ έχω προτείνει, προκειμένου να παρακαμφθούν οι τουρκικές αντιρρήσεις είναι η παραπομπή στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο ∆ικαιοσύνης της διαφοράς για το τουρκολιβυκό µνηµόνιο.
Αυτό θα επέλυε, τουλάχιστον, ένα τμήμα των διαφορών µας µε την Τουρκία. Ωστόσο, µε βάση τη νομολογία του ∆ικαστηρίου στην υπόθεση Monetary Gold, αυτό δεν είναι δυνατόν γιατί εκτός της Λιβύης πρέπει να συναινέσει και το άλλο µέρος του memorandum, δηλαδή η Τουρκία. Κι αυτό είναι προβληματικό. Βέβαια θα φέρει σε δύσκολη θέση την Τουρκία, αν αρνηθεί τη συναίνεσή της, αλλά παρ’ όλα αυτά µια σκληρή στάση της δεν µπορεί να αποκλειστεί.
Εν κατακλείδι, η ευφορία του πρόσφατου παρελθόντος τείνει να εξανεμισθεί, αλλά τουλάχιστον έχουμε την ικανοποίηση ότι η Τουρκία, παρά την εµµονή της στις διεκδικήσεις της, τηρεί τους βασικούς όρους της ∆ιακήρυξης των Αθηνών. Το ερώτημα είναι έως πότε;
(*) Γράφει ο κ. Χρήστος Ροζάκης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών