«Τέταρτο Οπλο του Πολέμου» αποκλήθηκε το Εμπορικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καθώς σε συνεργασία με το Λιμενικό Σώμα, έπαιξε πολύ σπουδαίο ρόλο στον αγώνα κατά του Αξονα, με τεράστιες απώλειες σε ανθρώπους και πλοία.
Το Ελληνικό Εμπορικό Ναυτικό σχεδόν αφανίστηκε, δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ναύαρχος σε αποστρατεία του Λιμενικού σώματος, ιστορικός και λογοτέχνης Κώστας Σταμάτης καθώς στο διάστημα από 1ης Σεπτεμβρίου 1939 μέχρι τις 31 Μαρτίου 1945 είχαμε απώλεια 429 πλοίων χωρητικότητας 1.346.500 τόνων, χωρίς να υπολογίζονται σε αυτά τα ελληνόκτητα υπό ξένες σημαίες, που συμμετείχαν σε πολεμικές επιχειρήσεις και ήταν πάνω από 150.
Από αυτά, 334 πλοία χάθηκαν από πολεμικές αιτίες, 31 από θαλάσσια ατυχήματα, 32 κατακράτησε ο εχθρός και 32 διαγράφηκαν από τα ελληνικά νηολόγια, για διάφορους λόγους.
Απείρως ποιο οδυνηρές ήταν, φυσικά, οι ανθρώπινες απώλειες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, έχασαν τη ζωή τους 2.150 Έλληνες ναυτικοί, χωρίς να υπολογίζονται αυτοί που χάθηκαν εκτός πλοίων. Για τη σωστή εκτίμηση του εύρους των απωλειών, τονίζει ο κ. Σταμάτης, πρέπει να υπολογίσουμε ότι στις 31 Αυγούστου 1939 στα 600 περίπου με ελληνική σημαία εμπορικά πλοία, υπηρετούσαν περισσότεροι από 20.000 Έλληνες ναυτικοί. Παράλληλα, το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμάτων στα πάνω από 150 ελληνόκτητα υπό ξένες σημαίες πλοία, που ήταν ναυλωμένα από τις συμμαχικές δυνάμεις, ήταν Ελληνες. Μεγάλος αριθμός Ελλήνων Ναυτικών χάθηκε πάνω στα ανώνυμα ιστιοφόρα, που καταβυθίστηκαν σχεδόν όλα, στη Μέση Ανατολή, σε βομβαρδισμούς πόλεων και λιμανιών, μέσα και έξω από την Ελλάδα, σε πλοία κατασχεμένα από τον εχθρό ή ναυλωμένα στους συμμάχους.
Στους 2.150 νεκρούς ναυτικούς που συνήθως αναφέρονται, υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Σταμάτης, πρέπει να προστεθούν και 850 τουλάχιστον νεκροί Έλληνες ναυτικοί, των οποίων η απώλεια προήλθε από άλλες πολεμικές αιτίες καθώς και 18 αύτανδρες απώλειες. Ο τελικός πίνακας των απωλειών των Ελλήνων ναυτικών στον πόλεμο είναι 2.150 νεκροί ναυτικοί σε πλοία από πολεμικές αιτίες, 850 νεκροί εκτός πλοίων, από διάφορες πολεμικές αιτίες και 18 σε αύτανδρες απώλειες, σύνολο 3.018.
Είχαμε, επίσης, 2.500 τραυματίες, από τους οποίους 2.000 έμειναν ανάπηροι, 645 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ 150 παραφρόνησαν από τη φρίκη του πολέμου.
Οι επιχειρήσεις του πολέμου διαδραματίστηκαν στη στεριά και στη θάλασσα, αλλά ο πόλεμος αυτός κρίθηκε στη θάλασσα στις γιγαντιαίες ναυμαχίες του Ατλαντικού, του Ειρηνικού, του Ινδικού και της Μεσογείου, στην Δουνκέρκη, στο Περλ Χάρμπορ, στη Νορμανδία, τονίζει ο κ. Σταμάτης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Στις νηοπομπές που οργανώθηκαν, τα εμπορικά πλοία που συμμετείχαν αποτελούσαν τα 3/4 των πλοίων των νηοπομπών και τα πολεμικά το 1/4. Στην αρχή οι νηοπομπές των εμπορικών πλοίων δεν συνοδεύονταν από πολεμικά πλοία. Αργότερα, όμως, τα συνόδευαν στις 10 ημέρες μόνον τις 7, προς εξοικονόμηση καυσίμων. Τα παλιά ελληνικά φορτηγά που πήραν μέρος στις νηοπομπές, συχνά δεν μπορούσαν να πετύχουν τη σταθερή ταχύτητα των 8 κόμβων της νηοπομπής και πολλές φορές έμεναν εκτός προστασίας και αποτελούσαν εύκολο στόχο των γερμανικών υποβρυχίων.
ΤΟΠΟΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ
Από το καλοκαίρι του 1940 ως το χειμώνα ’40 – ’41 η Μεσόγειος υπήρξε τόπος σφοδρών θαλασσινών συγκρούσεων. Τα γερμανικά αεροπλάνα έπληξαν τον ελληνικό στόλο, τα λιμάνια και τα εμπορικά μας πλοία.
Κατά τις επιχειρήσεις κατάληψης του αεροδρομίου του Μάλεμε της Κρήτης από τους Γερμανούς στις 20 Μαΐου 1941, οι εισβολείς επίταξαν κάθε τύπο μικρών και μεγάλων ελληνικών σκαφών που συνοδεύονταν από γερμανικά τορπιλοβόλα, για να μεταφέρουν δια θαλάσσης στην Κρήτη 5.000 Γερμανούς στρατιώτες. Τα μεσάνυχτα της 21ης προς 22α Μαΐου 1941, ο συμμαχικός στόλος υπό τον Άγγλο ναύαρχο Κάννινγκαμ καταβύθισε ολόκληρο αυτόν τον στολίσκο μαζί με όλους τους επιβαίνοντες. Εξάλλου κατά την 12ήμερης διάρκειας επιχείρηση εκκένωσης της Κρήτης, μεταφέρθηκαν με ελληνικά σκάφη 16.000 στρατιώτες, από τους οποίους 14.850 Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί.
Σημειώνεται, συνεχίζει ο κ. Σταμάτης, ότι η αντάρτικη αντίσταση κατά την Κατοχή, από τη στεριά επεκτάθηκε και στη θάλασσα από τον Σεπτέμβριο του 1943, όπου έδρασε το Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό (ΕΛΑΝ) διαθέτοντας μικρά εξοπλισμένα καΐκια και ολιγάριθμο πλήρωμα, που εκτέλεσε καταδρομές, δολιοφθορές και παρακολουθήσεις των κατακτητών, ενώ από το εξωτερικό με διασυνδέσεις και στο εσωτερικό της χώρας έδρασε και η Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (ΟΕΝΟ) από το 1943.
Κατά τη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία έπρεπε να δημιουργηθούν πρόχειρα τεχνητά λιμάνια λίγο πριν από την απόβαση, για να λειτουργήσουν σαν κυματοθραύστες των πελώριων κυμάτων του Ατλαντικού και να κινηθούν με ασφάλεια τα πολυάριθμα μικρά συμμαχικά αποβατικά σκάφη. Γι’ αυτό συγκροτήθηκε το «Κομβόι του θανάτου» από εθελοντές ναυτικούς. Μικρά φορτηγά προσάραξαν στις νορμανδικές ακτές, το ένα δίπλα στο άλλο, σχηματίζοντας έναν κυματοθραύστη. Συνολικά προσάραξαν 62 φορτηγά πλοία. Ανάμεσά τους και τα ελληνικά φορτηγά «Γεώργιος Π.» και «Άγιος Σπυρίδων» με ελληνικά εθελοντικά πληρώματα.
ΤΟ ΛΙΜΕΝΙΚΟ ΣΩΜΑ
Με την κήρυξη του πολέμου της 28ης Οκτωβρίου 1940, διατάχτηκε γενική επιστράτευση στις Ένοπλες Δυνάμεις και στο Λιμενικό Σώμα, το οποίο, σύμφωνα με τη νομοθεσία, μπήκε στις διαταγές του Πολεμικού Ναυτικού, για να λάβει συντονιστικό μέρος στις πολεμικές δια θαλάσσης μεταφορές, ασκώντας παράλληλα και τα άλλα καθήκοντά του. Αμέσως, κατά διαταγή του Υφυπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας (ΥφΕΝ), το Λιμενικό Σώμα συντόνισε τις υπηρεσίες κέντρου και περιφέρειας, αλλά και του εξωτερικού και συμμετείχε στον διοικητικό και πολεμικό μηχανισμό, με όλο το προσωπικό του.
Επιτάχτηκαν αμέσως 212 πλοία διαφόρων κατηγοριών για αντιμετώπιση των πρώτων πολεμικών αναγκών ως εξής: Για τον ανεφοδιασμό του Στρατού 142 φορτηγά και π/κ, για την Αεροπορία 6 πλοία, για τον έλεγχο από τη θάλασσα εισόδων φραγμάτων 6 πλοία, για τις ναυτικές αμυντικές περιοχές της χώρας 23 πλοία διαφόρων κατηγοριών, για τη ναρκαλιεία 21 ρυμουλκά, για τη μεταφορά τραυματιών 4 επιβατηγά και για την αραίωση πλοίων με υγρά καύσιμα 12 φορτηγά (σλέπια).
Στη συνέχεια εντοπίστηκαν σε όλο τον κόσμο τα ποντοπόρα ελληνικά πλοία, οργανώθηκαν οι εσωτερικές θαλάσσιες συγκοινωνίες, τέθηκε σε ετοιμότητα κάθε σκάφος του εσωτερικού και χρησιμοποιήθηκαν για την έγκαιρη μεταφορά εφέδρων σε λιμάνια του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, που ήταν κοντινά στο αλβανικό μέτωπο.
Ιδρύθηκε η Διεύθυνση Θαλασσίων Κρατικών Μεταφορών, η οποία πραγματοποίησε 1.536 επιτάξεις κατά τη διάρκεια του πολέμου και άμεση επιστράτευση των ναυτικών και οργανώθηκαν, με τη συνεργασία του Πολεμικού Ναυτικού, έξι πολεμικά λιμάνια στην επικράτεια και συγκροτήθηκε δίκτυο συλλογής πληροφοριών για τις κινήσεις και τα σχέδια του εχθρού. Με την κατάρρευση του μετώπου και τη συνθηκολόγηση, το Λιμενικό Σώμα διασπάστηκε: Σε εκείνο του εσωτερικού, το οποίο συνέχισε να λειτουργεί ασκώντας τις μη στρατιωτικές του αρμοδιότητες, ενώ ανέπτυξε πλούσια δράση κατά των αρχών Κατοχής με αυταπάρνηση και θυσίες και στο άλλο, που με το ΥφΕΝ και με έναν υπολογίσιμο αριθμό αξιωματικών και ανδρών του (που στο διάστημα 1941 – 1944 έφταναν τους 100), ακολούθησαν σταδιακά την ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο. Εκεί διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο, συντονίζοντας τις θαλάσσιες πολεμικές μεταφορές με τη συμμετοχή πολλών ελληνικών πλοίων, τα οποία η εξόριστη κυβέρνηση μέσω του ΥφΕΝ χρονοναύλωσε σχεδόν στο σύνολό τους στους Άγγλους, με τη λεγόμενη «Αγγλοελληνική Συμφωνία», συγκροτώντας στο Λονδίνο την Ελληνική Ναυτιλιακή Επιτροπή και ιδρύοντας εκεί νέα Διεύθυνση Θαλασσίων Κρατικών Μεταφορών.
Όσοι Λιμενικοί παρέμειναν στην Ελλάδα, ασχολήθηκαν με την οργάνωση μεταφορών με καΐκια συμμάχων στη Μικρά Ασία και στην Αίγυπτο. Συνεργάστηκαν με το Στρατό και το Ναυτικό και με αξιόπιστους πλοηγούς του Πειραιά και δημιούργησαν μηχανισμούς μετάδοσης των συλλεγομένων πληροφοριών στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.
Κορυφαία κοινωνική εκδήλωση του Λιμενικού Σώματος ήταν τα Οικονομικά Συσσίτια Εργατών Θαλάσσης, που λειτούργησαν σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής και μοίραζαν καθημερινά γύρω στις 25.000 μερίδες τροφής στους άνεργους ναυτικούς και στις οικογένειές τους, σε έξι Ναυτικές Εστίες, πέντε συνοικίες του Πειραιά και μια της Αθήνας.
Το Λιμενικό Σώμα θρήνησε 26 νεκρούς. Ανάμεσά τους οι υποπλοίαρχοι Γεώργιος Κωτούλας και Ηλίας Καζάκος που ήταν οι πρώτοι, οι οποίοι εκτελέστηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, καθώς και οχτώ ακόμη αξιωματικοί και δεκαέξι υπαξιωματικοί.
Η επίσημη αναγνώριση του ΥφΕΝ και του Λιμενικού Σώματος για την προσφορά τους στη διάρκεια του πολέμου 1940 – 1945, καταξιώθηκε με τη αναβάθμιση του ως τότε Υφυπουργείου Ναυτιλίας σε Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας.
ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ
Οι Έλληνες ναυτικοί πληροφορήθηκαν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, αναφέρει ο κ. Σταμάτης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, από έκτακτο δελτίο της Ελληνικής Εκπομπής του BBC το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου 1940 και το βράδυ της επομένης από το σταθμό του Βανκούβερ μεταδόθηκε η γενική κλήση προς όλα τα ελληνικά πλοία που ταξίδευαν στον Ειρηνικό: «Σας ανατίθεται ο αγών των θαλασσίων πολεμικών μεταφορών…».
Το 94% των Ελλήνων ναυτικών, παρέμεινε εθελοντικά στα πλοία και είναι αξιοθαύμαστο ότι πολλοί ναυτικοί, των οποίων τα καράβια τορπιλίστηκαν και ναυάγησαν, συνέχισαν και ναυτολογήθηκαν σε άλλα. Μόλις το 6% των ελληνικών πληρωμάτων επέστρεψαν στην πατρίδα. Τα ελληνικά πληρώματα, ήταν συγκεντρωμένα κυρίως στα λιμάνια του Κάρδιφ και του Λίβερπουλ της Αγγλίας, αλλά και στην Λισσαβόνα και την Αλεξάνδρεια, όπου οργανώνονταν οι νηοπομπές και από εκεί έφευγαν για πολεμικές επιχειρήσεις
Η εμπλοκή του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού στον πόλεμο άρχισε στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1939, με τη βύθιση του ελληνικού φορτηγού «Κωστής» που προσέκρουσε σε νάρκη στη Βαλτική. Στην χρονική περίοδο 1940 – 1945, το εμπορικό ναυτικό συμμετείχε στο έπος του 40, στην αντίσταση, αλλα και σε πολεμικές επιχειρήσεις εκτός Ελλάδας
Στην κατοχή, οι Γερμανοί κατάσχεσαν όλα σχεδόν τα ελληνικά σκάφη, ακόμη και εκείνα των εσωτερικών συγκοινωνιών και τα ενέταξαν στην πολεμική τους μηχανή. Στους Έλληνες απόμειναν ψαρόβαρκες και βομβαρδισμένα καΐκια, με τα οποία και επιβίωσαν, πραγματοποιώντας μεταφορές αγαθών και συχνά επικίνδυνες αποστολές υπό την καθοδήγηση και συμπαράσταση των ανδρών του Λιμενικού Σώματος.
Τα πληρώματα των κατασχεμένων πλοίων συνεργάστηκαν με τα πληρώματα των ελληνικών σκαφών, που είχαν διαφύγει στη Μέση Ανατολή και πλήρωσαν την τόλμη τους συχνά με το αίμα τους. Τα πλοία αυτά, κυριολεκτικά κάτω από τον γερμανικό εφιάλτη, μετέφεραν στρατιωτικούς Έλληνες και ξένους, το ταχυδρομείο, τις πληροφορίες και τα μηνύματα στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Συμμετείχαν σε δολιοφθορές κατά του εχθρού και συνέλεξαν πολύτιμες πληροφορίες υπέρ των συμμάχων. Ένα από αυτά τα σκάφη παρέλαβε και μετέφερε από τον όρμο της Αγίας Γαλήνης Κρήτης, σε αγγλικό πολεμικό, τον βασιλιά Γεώργιο και την ακολουθία του για να μεταβούν στη Μέση Ανατολή.
Πολλά είναι τα περιστατικά που αποδεικνύουν την γενναιότητα των ελληνικών πληρωμάτων και θα αναφερθούμε σε μερικά από αυτά: Αυτά με τα πλοία «Βιργινία» και «Λέσβος» που διέσπασαν τον αποκλεισμό και εφοδίασαν την ασφυκτικά πολιορκημένη φρουρά του Τομπρούκ. Ο ανεφοδιασμός της συμμαχικής στρατιάς, που καταδίωκε ο Ρόμμελ, από το ελληνικό φορτηγό «Ν. Κουλουκουντής» με 2.000 τόνους καυσίμων μέσα στο λιμάνι της Τρίπολης. Η μεταφορά ταχυδρομείου και μηνυμάτων στο στρατηγείο Μέσης Ανατολής είτε με καΐκια στην υπηρεσία των Γερμανών, είτε με τα 400 αντιστασιακά σκάφη που όργωναν το Αιγαίο, εκτελώντας εθνικές αποστολές.
Στις 13 Μαρτίου 1944 το ελληνικό φορτηγό «Πηλεύς», με πλοίαρχο τον Μηνά Μαυρή, ταξίδευε μόνο του στον Ατλαντικό, μεταφέροντας φορτίο για την Αργεντινή, με 35 μέλη πληρώματος και 5 άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού για να χειρίζονται τα δυο κανόνια του πλοίου. Στις 19.00 ώρα το πλοίο τορπιλίστηκε από το γερμανικό υποβρύχιο 852 με κυβερνήτη τον Χέινζ Eκ. Το φορτηγό βυθίστηκε αμέσως και όσοι πρόλαβαν έπεσαν στη θάλασσα για να σωθούν. Ο Γερμανός κυβερνήτης μαζί με άλλους 4 αξιωματικούς του, όλη τη νύχτα με πολυβόλα και χειροβομβίδες εξόντωσαν, όπως πίστευαν, όλους τους διασωθέντες από τον τορπιλισμό. Τέσσερις όμως, ο υποπλοίαρχος Αντώνης Λιώσης, οι ναύτες Αργυρός και Δημ. Κωνσταντινίδης και ο αλλοδαπός Rocco Said, διασώθηκαν κρυμμένοι σε μια σωσίβια λέμβο. Οι διασωθέντες περιπλανήθηκαν στον ωκεανού επί 38 ολόκληρες ημέρες. Στο διάστημα αυτής της περιπλάνησης, πέθανε από γάγγραινα ο ναύτης Δ. Κωνσταντινίδης. Τους υπόλοιπους εντόπισε και διέσωσε πορτογαλικό ατμόπλοιο στις 20 Απριλίου 1944. Αργότερα ο Eκ και η ομάδα του συνελήφθησαν και δικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου, με βάσει τις καταθέσεις των τριών διασωθέντων. Καταδικάσθηκαν (20 Οκτωβρίου 1945) από το έκτακτο στρατοδικείο του Αμβούργου, ο Εκ και δυο αξιωματικοί του σε θάνατο, ο τέταρτος σε ισόβια και ο πέμπτος σε 15 χρόνων κάθειρξη.
Ολοκληρώνουμε με το εξής απίστευτο περιστατικό ανθρωπιάς για να δούμε και μια άλλη όψη του πολέμου. Στις 3 Οκτωβρίου 1939 το γερμανικό υποβρύχιο 35 με κυβερνήτη τον Βέρνερ Λοτ, συνάντησε το ελληνικό φορτηγό «Διαμαντής» και ο κυβερνήτης του διέταξε τον Έλληνα πλοίαρχο να αποβιβάσει το πλήρωμά του στις σωσίβιες λέμβους, γιατί θα καταβύθιζε το πλοίο. Στη συνέχεια ο κυβερνήτης και το πλήρωμα του υποβρυχίου, παρά τις ρητές διαταγές του γερμανικού ναυαρχείου, σε μια φωτεινή έκρηξη ανθρωπιάς περισυνέλεξαν και τους 28 Έλληνες ναυτικούς. Τους επιβίβασαν στο υποβρύχιο, καταδύθηκαν, τορπίλισαν το πλοίο «Διαμαντής» και καταδιωκόμενοι από αεροπλάνα της RAF, μετά από 28 ώρες πλου, κατέπλευσαν στο μικρό λιμανάκι Βέντρι της Ιρλανδίας, παραβιάζοντας την ουδετερότητα της χώρας αυτής, όπου και αποβίβασαν με φουσκωτή βάρκα σώους τον πλοίαρχό του Πανάγο Πατέρα και τα 27 μέλη του πληρώματός του. Η αποβίβαση έγινε παρουσία πολλών κατοίκων του μικρού χωριού. Ο Βέρνερ Λοτ επισκέφτηκε ως τουρίστας πλέον το Βέντρι τον Σεπτέμβριο του 1984 και σε συνέντευξή του δήλωσε ότι παραβίασε την ιρλανδική ουδετερότητα και διέσωσε τους 28 Έλληνες στο «όνομα της ανθρωπότητας».