Οι αναίμακτοι «εμφύλιοι» μετά τον Εμφύλιο

Το ιστορικό γεγονός είχε λήξει το 1949. Αλλά μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα επανερχόταν η ρητορική για νέα «Δεκεμβριανά», για «Βάρκιζα τέλος» και «γερμανοτσολιάδες». Μήπως το τραύμα έμεινε για πολύ ανεπούλωτο;

Ο πειρασμός παραείναι μεγάλος για να τον αγνοήσεις. Δεν μας χωρίζουν τόσο πολλά χρόνια από τη δεκαετία της ελληνικής οικονομικής κρίσης για να ξεχάσουμε την ευκολία με την οποία το αντιμνημονιακό στρατόπεδο κρυφοκοίταξε στο εμφυλιοπολεμικό κοίτασμα για να ανυψώσει το φρόνημα των αγανακτισμένων της πλατείας.

Το σύνθημα «Βάρκιζα τέλος», γραμμένο σε αθηναϊκούς τοίχους όχι το 1945 ή το 1946 αλλά το 2011 ή το 2012, και η τακτική αναφορά σε «γερμανοτσολιάδες» (στους «υποταγμένους» της Μέρκελ και του Σόιμπλε) ήταν τα πιο χτυπητά συμπτώματα μιας ύπουλης παλινδρόμησης που στην πραγματικότητα είχε γεννηθεί λίγα χρόνια νωρίτερα στους δρόμους της φλεγόμενης Αθήνας την επαύριον της δολοφονίας Γρηγορόπουλου στα Εξάρχεια. Στο εξεγερσιακό φαντασιακό, δεν υπήρχε ημερολογιακή σύμπτωση αλλά «μια πανουργία της Ιστορίας», όπου ο Δεκέμβρης του ’44 εμφανιζόταν σαν ο πολιτικός πρόγονος των εξεγερμένων νέων του Δεκεμβρίου του 2008. «Αυτόν τον Δεκέμβρη θα είμαστε εμείς οι νικητές», είναι το σύνθημα που θα συμπυκνώσει την επαναστατική ονείρωξη. Μια παραλλαγή του εμφανίζεται με σπρέι σε τοίχο της οδού Καλλιδρομίου, στα Εξάρχεια: «Δεκέμβρης ’44 – Δεκέμβρης ’08, όλα συνεχίζονται».

Είναι τόσο ακαταμάχητη η αίγλη της νέας εμφυλιοπολεμικής αργκό, που κολάζει και καθαρόαιμους δεξιούς. Παραμονές της ίδρυσης του κόμματός του Ανεξάρτητοι Έλληνες και σε συνέντευξή του σε αθηναϊκό ραδιοφωνικό σταθμό, ο Πάνος Καμμένος μάς προετοιμάζει για αυτό που έρχεται: «Να κατέβουμε σε ένα κοινό εκλογικό μέτωπο. Μπορεί να είναι μια διακομματική συνεργασία για τις εκλογές. Μπορεί να είναι ένα μέτωπο αντίστασης, ένα νέο ΕΑΜ». Το εν τη γενέσει αντιμνημονιακό μέτωπο (και κυβερνητική συμπαράταξη λίαν συντόμως) ως εμφυλιοπολεμική μετενσάρκωση…

Αν λοιπόν τα φαντάσματα επέστρεψαν μια για πάντα στην ντουλάπα τους το καλοκαίρι του 1974 με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, την για πολλούς ληξιαρχική πράξη θανάτου του ελληνικού Εμφυλίου, ήταν πραγματικά έτσι; «…Για όσους με λένε πράκτορα ή παραπλανημένο, είμαστε απλά μια εικόνα από το μέλλον. Από εκείνους που τη Βάρκιζα δεν αναγνώρισαν ποτέ γιατί κανένας Δεκέμβρης δεν τέλειωσε ποτέ. Τα αντίπαλα στρατόπεδα χωρίζονται ξανά, ή με την εξέγερση ή με την κανονικότητα ή με τις κουκούλες ή με τις γραβάτες hasta la muerte mis amigos ή πιο απλά ραντεβού στα γουναράδικα», τραγουδούν τα Μεθυσμένα Ξωτικά, ένα συγκρότημα της ελληνικής χιπ χοπ.

Ηθικολογία και «αναλογική σκέψη»

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, θα χρειαστούμε τη βοήθεια διαπρεπών ιστορικών. Ρωτάω ευθέως τον Αντώνη Λιάκο, ομότιμο καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, αν η πρόσφατη οικονομική κρίση αναβίωσε εμφυλιοπολεμικά αντανακλαστικά. «Συχνά, στη δημόσια ιστορία έρχεται και επανέρχεται το ζήτημα του εμφυλίου πολέμου, περιβεβλημένο έναν λόγο ηθικό που περιλαμβάνει διάφορους συνδυασμούς, όπως καλοί εναντίον κακών, ή δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, όλοι φταίνε, ή φταίει η κακιά στιγμή, ή οι ξένοι, ή ο διχαστικός χαρακτήρας των Ελλήνων που επαναλαμβάνουν από την Επανάσταση του 1821 εμφυλίους και εθνικούς διχασμούς. Αυτή η ηθικολογική προσέγγιση επιτρέπει στο υποκείμενο που εκφέρει κρίσεις να υποδυθεί τον διαιτητή της ιστορικής αλήθειας. Παρ’ όλα αυτά, παίκτες και διαιτητές τοποθετούν τον εμφύλιο στο γήπεδο της ηθικής. Προφανώς υπάρχουν ηθικά ζητήματα, ζητήματα ατομικής και δημόσιας ηθικής. Αλλά για να τα συζητήσουμε αυτά, θα πρέπει προηγουμένως να δούμε γιατί και πώς συμβαίνουν εμφύλιοι με συγκεκριμένες ιστορικές αναλύσεις». Δεν υπάρχει, λοιπόν, μια γενεαλογία αναπαραγωγής διχαστικής μνήμης; «Αυτό διαπιστώθηκε στην Ελλάδα της κρίσης, όπου το σύνθημα σε τοίχους “Βάρκιζα τέλος”, δηλαδή να τερματιστεί η συμβιβαστική ειρήνη και να ξαναρχίσει ο “ταξικός πόλεμος”, μπορεί να διαβαστεί πλάι σε εκκλήσεις προσκείμενων προς τη Ν.Δ., το κόμμα αυτό να εγκαταλείψει τη συμφιλιωτική ορολογία για τον Εμφύλιο και να επαναφέρει την ορολογία και τους χαρακτηρισμούς της μετεμφυλιακής Δεξιάς». Ο κ. Αντώνης Λιάκος υποστηρίζει ότι στη δημόσια αίσθηση της Ιστορίας λειτουργεί αυτό που ονομάζεται αναλογική σκέψη. Σε τι αναφέρεται; τον ρωτάμε. «Ενα από τα διχαστικά συνθήματα των λαϊκών διαδηλώσεων του 2011/12 ήταν “γερμανοτσολιάδες”. Οι αναφορές της εποχής της κρίσης στην περίοδο της Κατοχής ήταν έντονες. Είναι χαρακτηριστικά τα πλακάτ στις διαδηλώσεις με τη Μέρκελ ως Χίτλερ. Εδώ η “αναλογική σκέψη” είναι πανταχού παρούσα. Δηλαδή: “Οι Γερμανοί τότε και σήμερα. Κατακτητές τότε, ορίζουν τη μοίρα μας σήμερα”. Η αναλογική σκέψη ξεκινάει από απλές ταυτίσεις, τις οποίες εύκολα χαρακτηρίζει κανείς ως ανιστόρητες, αλλά περιλαμβάνει και πιο σύνθετες μορφές σκέψης όπως εκείνες που οδηγούν στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για εποχές που θεωρείται ότι παρουσιάζουν αναλογίες. Για τον λόγο αυτό άλλωστε το ενδιαφέρον του κοινού αλλά και των ιστορικών για την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου αυξήθηκε και μνήμες και κληρονομιές μπήκαν σε νέες διαμάχες». Οσο για το βασικό μας ερώτημα, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και συγγραφέας είναι απόλυτος: «Ο εμφύλιος πόλεμος είναι μια ένοπλη σύγκρουση η οποία, κυριολεκτικά μιλώντας, έληξε στην Ελλάδα το 1949. Και χαρακτηρίστηκε ως ο τελευταίος εμφύλιος πόλεμος της Ευρώπης». Επομένως το αόρατο νήμα της σύγκρουσης δεν απλώνεται μέχρι τουλάχιστον το 1974; «Οχι, γιατί από το 1949 έως το 1974 δεν υπήρχαν ένοπλες συγκρούσεις. Ούτε οι εκτελέσεις, οι φυλακίσεις και οι εξορίες, ούτε το πραξικόπημα του 1967, ούτε η δυναμική αντίσταση εναντίον της χούντας, ούτε η χρήση των τανκς εναντίον της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο μπορούν να χαρακτηριστούν εμφύλιος. Στην περίοδο αυτή παρακολουθούμε τις συνέπειες του Εμφυλίου, αλλά ο ίδιος έχει λήξει».

Ερωτήματα και παγίδες

Μαζί του φαίνεται να συμφωνεί ο συνάδελφός του στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, καθηγητής και γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία Ευάνθης Χατζηβασιλείου. «Καταλαβαίνω ότι το ερώτημα “πότε τελείωσε ο Εμφύλιος” εμπεριέχει μια όμορφα αναστοχαστική στάση απέναντι στα πράγματα, δείγμα δυναμισμού της ώριμης ελληνικής κοινωνίας. Και μπορούν να προβληθούν πολλές πιθανές τέτοιες εναλλακτικές “λήξεις” του. Πρώτον, το 1962, όταν ο Αρειος Πάγος κήρυξε τη “λήξη της ανταρσίας”, δεύτερον, το 1974, όταν νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ, ή το 1989, όταν με την ομόφωνη από όλες τις πτέρυγες της Βουλής ψήφιση του νόμου για την άρση των συνεπειών του ορίστηκε και μια επίσημη θέση του κράτους για τη διάρκειά του, δηλαδή η περίοδος 1944-1949». Ο Ευάνθης Χατζηβασιλείου αναρωτιέται μήπως αυτή η συζήτηση είναι ανοιχτή και σε παρεξηγήσεις. Τι εννοεί; «Αραγε, εάν τελείωσε ο Εμφύλιος το 1974, “δικαιολογούνται” τα έκτακτα μέτρα του που διατήρησαν την ισχύ τους με το “παρασύνταγμα” που ψηφίστηκε τον Απρίλιο του 1952 από την κυβέρνηση Πλαστήρα; Ας θυμηθούμε ότι τούτη η διατήρηση της σκληρής καθεστωτικής άμυνας με το απαράδεκτο “παρασύνταγμα” αιτιολογήθηκε πάνω στην επίσης εξαιρετικά λανθασμένη θέση του ΚΚΕ μετά το τέλος του Εμφυλίου ότι διατηρούσε “το όπλο παρά πόδα”, άρα ότι ήταν έτοιμο να ξεκινήσει μια νέα σύγκρουση· επομένως (ισχυρίστηκαν οι σκληρότεροι εχθροί του) ο Εμφύλιος δεν είχε “πραγματικά τελειώσει”. Με άλλα λόγια, στη συγκεκριμένη περίπτωση εμφιλοχωρούν επικίνδυνες διευρύνσεις των ορισμών. Για τούτο, θα συνταχθώ με την άποψη ότι ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε όταν τελείωσε, δηλαδή τον Αύγουστο του 1949. Αυτό μου φαίνεται ασφαλέστερο ως λύση. Από εκεί και πέρα, ας κρατήσουμε κατά νου ότι ένας εμφύλιος πόλεμος θα έχει (ακόμη και όταν τελειώσει) εξαιρετικά επιβαρυντικές συνέπειες στο κοινωνικό σώμα μεσοπρόθεσμα, τουλάχιστον για μια γενιά. Αυτό δεν είναι κάποια ρηξικέλευθη διαπίστωση. Δεν συνέβη μόνον στην Ελλάδα, συνέβη σε όλους τους εμφυλίους πολέμους σε όλες τις εποχές, σε όλον τον κόσμο», συμπληρώνει.

Αφήνοντας πίσω το τραύμα

Η πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου και καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας Χριστίνα Κουλούρη επιστρατεύει ψυχαναλυτικούς όρους για να δώσει τη δική της απάντηση. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ως ιστορικό γεγονός ο Εμφύλιος τελειώνει το 1949», λέει στην «Κ». «Ωστόσο, όπως συμβαίνει με όλα τα τραυματικά γεγονότα, ο Εμφύλιος παραμένει ζωντανός όσο η κοινωνία δεν φτάνει στην κατάσταση της συμφιλίωσης, δηλαδή της διαχείρισης του παρελθόντος με στόχο την κατανόηση του τραύματος του αντιπάλου και, σε τελικό στάδιο, τη συγχώρεση. Συγκρούσεις όπου η ιστορική μνήμη κατέχει σημαντική θέση είναι πολύ πιο ανθεκτικές σε απόπειρες επίλυσής τους. Στην Ελλάδα του Ψυχρού Πολέμου ο πολιτικός διχασμός του Εμφυλίου επιβίωνε, μέσα μάλιστα και από τον αποκλεισμό και τις διώξεις των ηττημένων. Η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι διχασμένη λόγω και του διεθνούς περιβάλλοντος που καλλιεργούσε την ιδέα της σύγκρουσης δύο κόσμων, ενώ ταυτόχρονα ο Εμφύλιος παρατεινόταν μέσω του μηχανισμού της διαγενεακής μετάδοσης του ιστορικού τραύματος. Η διαδικασία συμφιλίωσης ξεκίνησε μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, που είχε ανακόψει τις απόπειρες φιλελευθεροποίησης της δεκαετίας του ’60, βαθαίνοντας βίαια τον εμφυλιοπολεμικό διχασμό. Η αναγνώριση του ΚΚΕ (1974) αλλά κυρίως η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982) και η κατάργηση των λεγόμενων “εορτών μίσους” ήταν τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Το ΠΑΣΟΚ εξάλλου έδωσε φωνή στους ηττημένους του Εμφυλίου, που μέσα από τις γραμμές του ένιωσαν δικαίωση και αναγνώριση, προσδίδοντάς του τον χαρακτήρα μαζικού κινήματος. Από την άλλη πλευρά, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε τον ρόλο διεθνών γεγονότων στην αλλαγή της διαχείρισης του εμφυλιοπολεμικού παρελθόντος, όπως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (1989). Οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης είχαν οπωσδήποτε αναφορές στον Εμφύλιο, είτε μέσα από στελέχη τους που ήταν φορείς εκείνης της εμπειρίας (άμεσα ή έμμεσα) είτε μέσα από τις ιδεολογικές αναφορές τους. Πολύ συχνά στον πολιτικό λόγο, στο Κοινοβούλιο και στα μέσα μαζικής επικοινωνίας γίνονταν συνειρμοί που ανάγονταν σε γεγονότα και πρωταγωνιστές του Εμφυλίου. Ωστόσο, όσο ολοκληρωνόταν ο βιολογικός κύκλος των πρωταγωνιστών και όσο ο Εμφύλιος γινόταν αντικείμενο ιστορικής έρευνας από τους/τις ιστορικούς, η ανάκληση εκείνου του παρελθόντος απέβαλλε τη συγκινησιακή της φόρτιση. Θεωρώ λοιπόν ότι σήμερα δεν μας βασανίζει πλέον η μνήμη του Εμφυλίου, ανεξάρτητα αν κάποιες πολιτικές δυνάμεις επιμένουν να την εργαλειοποιούν».

Ελλάδα και Ισπανία

Ο επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο Μαδρίτης Κωστής Κορνέτης, εξαιτίας και της ακαδημαϊκής καριέρας του στην Ισπανία, είναι σε θέση να δει το θέμα του ελληνικού Εμφυλίου από μια μεγαλύτερη απόσταση και ενδεχομένως συγκριτικά με μια άλλη μεσογειακή χώρα που ταύτισε σχεδόν τον μισό 20ό αιώνα της με έναν εμφύλιο και μια μακρά σε διάρκεια δικτατορία. «Η μακρά περίοδος που ονομάζουμε μετεμφυλιακή κατάσταση στην Ελλάδα διήρκεσε από το 1949 έως το 1974, δηλαδή δυόμισι δεκαετίες. Το 1974 η νομιμοποίηση του ΚΚΕ όντως βάζει μια τελεία. Είναι το οριστικό τέλος του τριακονταετούς πολέμου κατά τον Αλέξανδρο Κοτζιά», λέει ο Κωστής Κορνέτης. Όμως, αυτό δεν έγινε από τη μια στιγμή στην άλλη. «Ο προγραμματικός αντικομμουνισμός συνέχισε να χαρακτηρίζει τον λόγο υπουργών και κυβερνητικών αξιωματούχων. Η 29η Αυγούστου, κοινώς η ημέρα της οριστικής ήττας του Δημοκρατικού Στρατού στον Γράμμο και στο Βίτσι, συνέχισε να γιορτάζεται ως η ημέρα των ενόπλων δυνάμεων. Το ζήτημα των φακέλων δεν έκλεισε άμεσα, ούτε και η παρακολούθηση “εθνικώς υπόπτων” προσώπων. Διάφορα άλλα ζητήματα, όπως η επιστροφή των πολιτικών προσφύγων, ναι μεν ξεκίνησαν να επιλύονται, όμως τελικά έφτασαν σε ένα ικανοποιητικό “κλείσιμο” μόνο μετά το 1981. Ακόμα και η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982 δεν ψηφίστηκε από τη Ν.Δ., που αποχώρησε από την ψηφοφορία σε διαμαρτυρία, με τον τότε ηγέτη της, Ευάγγελο Αβέρωφ, να κάνει λόγο για καλλιέργεια παθών και διχασμό. Την ίδια στιγμή, βέβαια, ο Ανδρέας Παπανδρέου διακήρυττε πως “ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά”. Η δε “άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου” ψηφίστηκε το 1989 από όλα τα κόμματα στη Βουλή επί συγκυβερνήσεως Ν.Δ. – Συνασπισμού, η οποία παράλληλα αποφάσισε την καύση των φακέλων, 14 ολόκληρα χρόνια μετά τη μετάβαση στη Δημοκρατία. Αυτό μας δίνει ένα μέτρο για να συνειδητοποιήσουμε τις νομικές και άλλες “ουρές” που άφηνε η σκιά του Εμφυλίου – πέρα από ζητήματα μνήμης». Κάπου εδώ αντιπαραβάλλονται οι δύο εμπειρίες των χωρών που ο κ. Κορνέτης γνωρίζει πολύ καλά. «Όλη αυτή η άγρια πολιτική κόντρα σχετικά με ζητήματα που σχετίζονταν με τον Εμφύλιο οδήγησε μεν σε μεγάλη πόλωση στη δεκαετία του ’80, αλλά ήταν μάλλον προτιμότερη από την απόλυτη σιωπή που επιβλήθηκε “από τα πάνω” στην Ισπανία, βυθίζοντας στη λήθη το δικό της αδελφοκτόνο παρελθόν. Όλα αυτά στη λογική τής μη αναμόχλευσης παθών και της οικοδόμησης ενός κοινού μέλλοντος – πράγμα που κατέρρευσε πρόσφατα με πάταγο». Ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον ίδιο έχει και το ζήτημα της «μνημειοποίησης» του Εμφυλίου. «Ένα παράδειγμα είναι το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Το ΚΚΕ θεωρεί παραδοσιακά πως ο χώρος ανήκει στη δική του πνευματική δικαιοδοσία και αντιδρά όταν πολιτικοί άλλων χώρων καταθέτουν στεφάνια, όπως είχε κάνει, για παράδειγμα, ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Εξίσου ακανθώδες είναι το ζήτημα του εορτασμού ή όχι της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από το ΕΑΜ το 1944, που συνεχίζει να προκαλεί μεγάλες κόντρες στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι οι εκφάνσεις και τα σπαράγματα του Εμφυλίου στο επίπεδο της μεταμνήμης, κοινώς της έκφρασής του από ανθρώπους που δεν βίωσαν την εμφύλια σύγκρουση, αλλά που είναι εγγόνια ή δισέγγονα των ανθρώπων της εποχής. Μπορούμε να εντοπίσουμε, για παράδειγμα, την αναβίωση ενός εμφυλιοπολεμικού λόγου από τον Δεκέμβριο του 2008 με συνθήματα όπως “Βάρκιζα τέλος”, που είχαν μεγάλη διασπορά και απήχηση σε αριστερούς και αντιεξουσιαστικούς κύκλους, αλλά και στον αντικομμουνιστικό λόγο της Χρυσής Αυγής και της άκρας Δεξιάς γενικότερα. Η αναβίωση του λόγου περί ταγματασφαλιτών και γερμανοτσολιάδων την εποχή των μνημονίων επανέφερε στο προσκήνιο την επανάχρηση του παρελθόντος για πολιτικούς σκοπούς του παρόντος», καταλήγει ο Κωστής Κορνέτης.

Τα φαντάσματα επιστρέφουν

Στο ίδιο πνεύμα, και ήδη από τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει προλάβει να συνδέσει τη ριζοσπαστική Αριστερά της πρώτης μνημονιακής περιόδου (2010-12) με μια «αλυσιτελή νοηματοδότηση του τραύματος», όπως γράφει χαρακτηριστικά στον τίτλο του κειμένου του συμμετέχοντας το 2013 στον συλλογικό τόμο «Εμφύλιος, πολιτισμικό τραύμα» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια). Όμως, πριν φτάσουμε εκεί, τον ρωτάω αυτό που έχω ρωτήσει και όλους τους υπόλοιπους συνομιλητές μας. «Προφανώς ο ελληνικός Εμφύλιος τελειώνει το 1949, αλλά η πληγή δεν κλείνει γρήγορα. Μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50 γίνονται ακόμα εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων, ενώ η ίδια η στάση του επίσημου κράτους έχει έντονα ρεβανσιστικά στοιχεία έναντι των ηττημένων, με στοιχεία που θυμίζουν τις πολιτικές του απαρτχάιντ. Τη δεκαετία του ’60 οι μεγάλες εντάσεις αρχίζουν δειλά να ξεπερνιούνται όχι τόσο με πρωτοβουλία της πολιτικής εξουσίας ή των θεσμών, αλλά περισσότερο “από τα κάτω”, κυρίως λόγω της αστικοποίησης και της βελτίωσης της περιρρέουσας οικονομικής κατάστασης των νοικοκυριών. Αναπτύσσεται τότε μια δειλή δυναμική επούλωσης των εμφυλιοπολεμικών τραυμάτων. Τη δυναμική αυτή εκπροσωπεί κατά κύριο λόγο η Ένωση Κέντρου, αλλά πάντως δεν τη θέλουν όλοι. Και σίγουρα διακόπτεται βίαια με το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Επανεκκινεί θριαμβευτικά το 1974 και ολοκληρώνεται το 1981 με την ομαλή άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 ο Εμφύλιος δεν είναι πρόβλημα για την ελληνική κοινωνία, με εξαίρεση μια συμπάθεια στην εγχώρια τρομοκρατία που είχε ρίζες στο εμφυλιοπολεμικό τραύμα. Πάντως, όλη αυτή την περίοδο υπάρχουν αφηγήσεις για τον Εμφύλιο, από την προσωπική μαρτυρία μέχρι τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία· ο λόγος των ηττημένων θα ειπωθεί και θα ακουστεί. Και αυτό έχει θεραπευτικό χαρακτήρα. Δύο χαρακτηριστικά του τραύματος, που είναι η σιωπή και η ενοχή, εκλείπουν σταδιακά. Η περίφημη μεταπολιτευτική “αριστερή ηγεμονία”, στην οποία μπορεί προφανώς να γίνει κριτική, είναι ταυτόχρονα και μια διαδικασία επανορθωτικού χαρακτήρα. Με τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και το ξέσπασμα βίαιων διαδηλώσεων, αλλά κυρίως με τη χρεοκοπία του 2010 και την άνοδο του αριστερού ριζοσπαστισμού και του νεοναζισμού, αναβιώνει η εμφυλιοπολεμική ρητορική και μαζί μια σειρά φαντασιώσεων που μας γύρισαν νοερά στη δεκαετία του ’40· μια εμφυλιοπολεμική ρητορική και μια φαντασίωση –όχι ένα κοινωνικό τραύμα, όπως υπήρξε π.χ. στην Ισπανία– ότι έχουμε Εμφύλιο και ότι οφείλουμε πάση θυσία να τον διεξαγάγουμε! Το ριζικά διαφορετικό της δεκαετίας της κρίσης είναι ότι ο Εμφύλιος έγινε για κάποιους ένας νέος στόχος ζωής. Σαν να ήταν ο ίδιος θεραπευτικός για ό,τι κακό μάς είχε συμβεί».

Share:

Facebook
Twitter
WhatsApp
Email

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Έκτακτες κρίσεις στις Ένοπλες Δυνάμεις με εντολή Δένδια στον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ

Σε μια αιφνιδιαστική κίνηση προχώρησε η ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, καθώς ο Νίκος Δένδιας, ζήτησε από τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ Στρατηγό Δημήτριο Χούπη, την πραγματοποίηση έκτακτων κρίσεων στις Ένοπλες Δυνάμεις, στους βαθμούς του Αντιστρατήγου και Υποστρατήγου, του Αντιναυάρχου και Υποναυάρχου ΠΝ και του Αντιπτεράρχου και Υποπτεράρχου. «Σκοπός των έκτακτων κρίσεων είναι η

Λος Άντζελες: Ρίχνουν 800 φυλακισμένους στη μάχη με τις φλόγες – Μολυσμένο το νερό, λέει Έλληνας καθηγητής στην Καλιφόρνια

Τοξικό περιβάλλον σε συνθήκες πολέμου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο περιγράφει όλα όσα ζει η Καλιφόρνια από τις πυρκαγιές, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Southern California Βασίλης Χριστόπουλος. Η περιοχή σαρώνεται από τις τεράστιες πυρκαγιές οι οποίες έχουν κατακάψει χιλιάδες στρέμματα γης, σπίτια και εγκαταστάσεις

Εντοπισμός 22 αλλοδαπών και σύλληψη του διακινητή τους στη Λέρο

Τις απογευματινές ώρες χθες, ενημερώθηκε το Λιμεναρχείο Λέρου για την ύπαρξη ενός ύποπτου ταχύπλοου (Τ/Χ) σκάφους, το οποίο κινούνταν από τα τουρκικά παράλια προς τη Λέρο. Άμεσα για το σημείο απέπλευσαν ένα Ναυαγοσωστικό σκάφος (Ν/Γ) Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. και ένα Περιπολικό σκάφος

Νέο θεσμικό πλαίσιο για επισκέψιμες υδατοκαλλιέργειες στην Ελλάδα

Το Υπουργείο Τουρισμού, σε συνεργασία με τα συναρμόδια υπουργεία Εσωτερικών, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Ναυτιλίας και Νησιωτικής πολιτικής και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, προχώρησε στη θεσμοθέτηση του πλαισίου για τις επισκέψιμες υδατοκαλλιέργειες, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή για τον τουρισμό, τον αγροτικό

Μετάβαση στο περιεχόμενο