του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη
Ιστορικό ανέκδοτο είναι, βασισμένο σε γεγονότα του 16ου αιώνα, πλην εξόχως διδακτικό! Με αφορμή επίσκεψη του Καρόλου Ε΄- βασιλέως της Ισπανίας και Ιταλίας και άλλων κτήσεων, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γνωστότερου και ως Καρόλου Κουίντου – στην Σαρδηνία, ή πάλι σε βορειοΑφρικανική περιοχή, διατυπώνονταν επιτακτικά αιτήματα τοπαρχών, πολεμιστών και λοιπών πιστών του Στέμματος να τους αποδοθούν τίτλοι ευγενείας σε αναγνώριση της νομιμοφροσύνης και των υπηρεσιών τους. Συνειδητοποιώντας ο ίδιος ότι διέτρεχε τον κίνδυνο και τους μεν να μην ικανοποιήσει επαρκώς, και τους δε να αφήσει παραπονούμενους, βγήκε ο Κάρολος σε εξώστη μπροστά στην πολύβουη πλατεία και – αφού εξασφάλισε σιγή του πολύβοου πλήθους – φώναξε/ανήγγειλε/διακήρυξε: «Todos caballeros!»/ Όλοι σας γίνεστε ιππότες!.
Η ανεκδοτολογική αφήγηση δεν αφήνει περιθώρια αληθινής αποτίμησης του πόσο ο χειρισμός αυτός πέτυχε το σκοπό του, δηλαδή την νομιμοφροσύνη προς την εξουσία. Ωστόσο κάποιο διάστημα βασιλικής ηρεμίας το εξασφάλισε – δεν είναι και λίγο πράγμα!
Δεν θα ισχυρισθούμε ότι το σημερινό σύστημα διακυβέρνησης στην Ελλάδα του τέλους 2021 έχει άμεση αναλογία στην αυτοκρατορική εξουσία στην Ευρώπη του 16ου αιώνα σαφώς δε δεν θα τολμούσαμε να συγκρίνουμε τον υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα με τον Κάρολο Κουίντο. Όμως, ευρισκόμενη η Κυβέρνηση/ευρισκόμενος ο ίδιος αντιμέτωπος με το πολύβουο πλήθος της κοινής γνώμης των τηλεπαραθύρων, των ΜΚΔ (τι είναι αυτά; τα social media), ακόμη και των σελίδων ανάλυσης σεβαστών εφημερίδων, πλήθος που διεκδικεί αυστηρή ποινική αντιμετώπιση της μιας ή της άλλης μορφής συμπεριφοράς που σόκαρε «το δημόσιον αίσθημα», σπεύδει και κάνει τι; Αναγορεύει σε κακουργήματα το ένα ή το άλλο ή το τρίτο. Πράξεις καταδικαστέες, ντροπιαστικές ή ευθέως απεχθείς – αλλ’ η αναγόρευση σε κακούργημα αποτελεί την στερεότυπη αντίδραση της εξουσίας.
Το ένα: η πολύκροτη υπόθεση των Γλυκών Νερών έφερε την προαναγγελία αυστηριοποίησης των ποινών για τις γυναικοκτονίες. Το άλλο: μέσω της υπαγωγής στην κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης θα επιχειρηθεί η βαριά ποινική μεταχείριση των υπερδραστήριων αντιεμβολιαστών (τώρα: των «Θεματοφυλάκων του Συντάγματος», οι οποίοι τόχουν βέβαια και το παραστρατιωτικό/οργανωτικό), γενικότερα όμως του αντιεμβολιαστικού κινήματος. Το τρίτο, το πιο πρόσφατο: σε κακούργημα η διακίνηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, με αφορμή την αθλιότητα ενός των συντελεστών των αυτάρεσκα καταγγελτικών «Ράδιο-Αρβύλα» (περίπτωση revenge porn).
Και το πράγμα δεν διαφέρει και τόσο σε χαμηλότερα σκαλοπάτια της ποινικής μεταχείρισης: προς μορφή ιδιωνύμου επιχειρεί να πορευθεί η (μνήμης προΧουντικής Ελλάδας) «διασπορά ψευδών ειδήσεων», ή τώρα άρνηση γονέων να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο «επί Covid».
Βέβαια, σε (κοινοβουλευτική) δημοκρατία ζούμε, οπότε vox populi, vox Dei»/φωνή λαού, φωνή Θεού. Όμως αυτή η υπερπρόθυμη κακουργηματοποίηση του ενός ή του άλλου, υπό την πίεση της άμεσης διατύπωσης «ποινικής αξίωσης του λαού» (α) ούτε αποτέλεσμα θα φέρει, καθώς τα δικαστήρια προσγειώνουν στην πράξη την ποινική αξιολόγηση, (β) οι χρόνοι εκδίκασης θα φύγουν σε βαθύ μέλλον, (γ) ούτε αληθινά είδαμε στο παρελθόν να λειτουργούν οι αυστηρότητες ως πρόληψη.