Η επίθεση του Ιράν στο Ισραήλ με εκατοντάδες drones, cruiseκαι βαλλιστικούς πυραύλους ως αντίποινα για το βομβαρδισμό του ιρανικού προξενείου στη Δαμασκό ήταν μια πολύ επικίνδυνη κλιμάκωση της κρίσης που σοβεί στη Μέση Ανατολή. Έφερε για πρώτη φορά σε άμεση πολεμική αντιπαράθεση τις δύο μεγάλες δυνάμεις της περιοχής. Γιατί μέχρι τότε, το Ιράν πολεμούσε το Ισραήλ δια μέσου των τοπικών του συμμάχων, ενώ το Ισραήλ φρόντιζε να αποσύρει κάθε τόσο από το μάταιο τούτο κόσμο υψηλόβαθμους Ιρανούς στρατιωτικούς και πυρηνικούς επιστήμονες χωρίς να αναλαμβάνει επίσημα την ευθύνη.
Η κλιμάκωση ήταν όμως ελεγχόμενη γιατί οι Ιρανοί προειδοποίησαν όσους μπορούσαν, κυρίως τους Αμερικανούς, μειώνοντας έτσι κατά πολύ τις άμεσες συνέπειες αυτής της χωρίς προηγούμενο αεροπορικής επίθεσης. Μια επίθεση με πολλά βεγγαλικά στον ουρανό και ουσιαστικά χωρίς θύματα που χρησίμευσε κυρίως για να θυμίσει σε ντόπιους συμμάχους και εχθρούς του θεοκρατικού καθεστώτος στο Ιράν, όπως και εντός της ίδιας της χώρας, τη δύναμη πυρός που διαθέτει και τη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει αν και όταν αποφασίσει να κλιμακώσει περαιτέρω τη σύγκρουση με το Ισραήλ. Δεν θα ήταν άλλωστε εύκολο για την Τεχεράνη να αφήσει αναπάντητο το χτύπημα στο ιρανικό προξενείο στη Δαμασκό που είχε κοστίσει τη ζωή σε υψηλόβαθμα στελέχη των Φρουρών της Επανάστασης.
Η αναχαίτιση της αεροπορικής επίθεσης επιβεβαίωσε τις τεράστιες δυνατότητες της ισραηλινής αεράμυνας. Αλλά κόστισε ακριβά στο Ισραήλ – περισσότερο από ένα δις δολάρια σύμφωνα με τους ειδικούς, δηλαδή πολλαπλάσιο του κόστους των βλημάτων που εξαπέλυσε το Ιράν. Και αυτό έχει σημασία, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, γιατί προστίθεται στο ολοένα αυξανόμενο κόστος του πολέμου για την ισραηλινή οικονομία, άρα και την εξάρτηση της χώρας από την αμερικανική βοήθεια. Πέτυχε όμως και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: τη συμπαράταξη με το Ισραήλ των μεγάλων συμμάχων του στη Δύση, κυρίως των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου, των οποίων τα πολεμικά αεροπλάνα κατέρριψαν πολλά από τα ιρανικά βλήματα που κατευθύνονταν προς το Ισραήλ. Παρά την αυξανόμενη και δημόσια πλέον εκπεφρασμένη δυσαρέσκεια της Ουάσιγκτον για την εξέλιξη του πολέμου στη Γάζα και τις δεκάδες χιλιάδες των θυμάτων – κυρίως άμαχοι, γυναίκες και παιδιά – που προκαλούν οι ανελέητοι βομβαρδισμοί του ισραηλινού στρατού και η καταστρατήγηση κάθε έννοιας αναλογικότητας και κανόνων διεθνούς δικαίου, την κρίσιμη στιγμή οι ΗΠΑ βρέθηκαν και πάλι δίπλα στο Ισραήλ, όπως το έχουν κάνει επανειλημμένα στο παρελθόν και με κάθε τρόπο.
Οι Δυτικοί σύμμαχοι του Ισραήλ θέλουν να αποφύγουν περαιτέρω κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή, μια πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί. Θα καταφέρουν άραγε να συγκρατήσουν τον πρωθυπουργό Νετανιάχου, τα ακροδεξιά στοιχεία που τον στηρίζουν στην κυβέρνηση και μια στρατιωτική ηγεσία που φαίνεται έτοιμη να ισοπεδώσει κάθε εχθρό του Ισραήλ, με ευρεία στήριξη στην κοινή γνώμη της χώρας; Οι αδιάλλακτοι στο Ισραήλ απορρίπτουν κάθε συζήτηση περί δύο κρατών που θα προσπαθούσαν να συμβιώσουν ειρηνικά. «Από τον (Ιορδάνη) ποταμό μέχρι τη θάλασσα» είναι ένα σύνθημα που συνεπάγεται τη μονοπώληση της κυριαρχίας στην περιοχή. Σε αυτό ουσιαστικά συμπίπτουν οι εξτρεμιστές Παλαιστίνιοι που θέλουν να εξαφανίσουν το Ισραήλ από προσώπου γης με τους εξτρεμιστές στο Ισραήλ που ονειρεύονται ανάλογη τύχη για τους Παλαιστίνιους. Έτσι, τα άκρα συναντώνται και ο φαύλος κύκλος διαιωνίζεται.
Θα μπορέσει κάποτε να σπάσει; Τα σημάδια δεν είναι διόλου ευοίωνα. Η βία φέρνει τη βία, η ισοπέδωση της Γάζας και η εκατόμβη που ήδη προκάλεσε γεννάει τους νέους μαχητές και μάρτυρες. Αυτό άλλωστε αποδεικνύει περίτρανα η εμπειρία των τελευταίων χρόνων, αν όχι δεκαετιών. Είναι σαφές εδώ και χρόνια ότι η λύση στο αδιέξοδο μπορεί να έρθει μόνον απέξω. Για να κυριολεκτούμε, μόνον από τις Ηνωμένες Πολιτείες που έχουν τη δύναμη να ασκήσουν σοβαρή πίεση στα εμπλεκόμενα μέρη. Θα χρειαστεί όμως τεράστια προσπάθεια και επιμονή, με αβέβαιη ομολογουμένως την επιτυχία.
Η τελευταία φορά που οι ΗΠΑ προσπάθησαν να το κάνουν ήταν επί εποχής Κάρτερ. Μετά, οι κυβερνήσεις στην Ουάσιγκτον συμβιβάζονταν ολοένα και περισσότερο με την άποψη ότι η λύση θα ερχόταν με την κυριαρχία του Ισραήλ, τις συμφωνίες που θα υπέγραφε με τα αυταρχικά αραβικά καθεστώτα της ευρύτερης περιοχής και τη μετατόπιση της λύσης του Παλαιστινιακού στις ελληνικές καλένδες. Αλλά ούτε και αυτό πέτυχε. Φρόντισε η Χαμάς με την επίθεση της 7 Οκτωβρίου πέρυσι και τις φρικαλεότητες που τη συνόδευσαν.
Θα τολμήσει τώρα η κυβέρνηση Μπάιντεν ενοχλώντας έτι περαιτέρω αγαπημένους συμμάχους στο εξωτερικό και ισχυρούς υποστηρικτές εντός της χώρας; Μάλλον απίθανο ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου. Το πιθανότερο λοιπόν είναι να αρκεστεί σε μια προσπάθεια να αποφύγει τα χειρότερα, όπως άλλωστε κάνει τους τελευταίους μήνες με πολύ περιορισμένη επιτυχία.
Λυπάμαι γιατί δεν έχω ευχάριστα νέα να σας πω.