Στην Αμερική λένε συχνά, πως «υπάρχουν ψέματα, μεγάλα ψέματα και…στατιστικές».
Φυσικά δεν υπάρχει μομφή, ούτε για την επιστήμη της στατιστικής, ούτε για τις μετρήσεις γενικότερα. Το ρητό καυτηριάζει τις ερμηνείες των μετρήσεων, οι οποίες είναι όσες και τα αστέρια του ουρανού.
Κάτι τέτοιο βιώσαμε με τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών.
Αυθαιρεσίες συγκρίσεων με τα ποσοστά των Εθνικών εκλογών, μεγαλοϊδεατισμός πολιτικών αρχηγών, οι οποίοι ονειρεύονται πρωθυπουργία με ποσοστά κάτω του 10% και διάφορα άλλα ευτράπελα. Αν μάλιστα δεν γνώριζε κάνεις τους απόλυτους αριθμούς, θα πίστευε, πως το κυβερνών κόμμα…ηττήθηκε και οι πολιτικοί συσχετισμοί αλλάξαν ριζικά, σε σημείο που να έρχονται εξελίξεις.
«Κέρδισε η αποχή», ακούσαμε κατά κόρον. «Η αποχή αυτή έχει ισχυρό πολιτικό μήνυμα», ήταν η άλλη επωδός. Με συγχωρείτε, αλλά προσωπικά δε μπορώ να αντιληφθώ κανένα μήνυμα από την αποχή. Μπορεί κάποιος με την αποχή να στέλνει μήνυμα δυσαρέσκειας στην κυβέρνηση, σου λένε. Σωστά. Με την ίδια λογική όμως, μπορεί να είναι τόσο σίγουρος για την επικράτηση της ΝΔ που προτιμά να απολαύσει το μπάνιο του. Ίδιες πιθανότητες και για τα 2.
Άρα θολώνει το μήνυμα…
Ποιο μήνυμα μπορεί να σου δώσει κάποιος που «δε σου μιλάει»; Ποιο μήνυμα μπορεί να σου περάσει κάποιος που δεν εμφανίζεται, που απέχει από την ύψιστη δημοκρατική διαδικασία; Τι έχει να σου πει κάποιος, που δε κάνει καν τον κόπο να εμφανιστεί; Στις δημοκρατίες έχουμε αποφασίσει, ότι έτσι λύνουμε τις διαφορές μας. Μαζευόμαστε μια Κυριακή και αποφασίζουμε για όσα μας απασχολούν.
Όποιος δεν εμφανίζεται δε προσφέρει καμία υπηρεσία. Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα των παρόντων.
Άρα το μόνο σοβαρό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε, είναι να «ακούσουμε» τι μας είπαν οι παρόντες. Αυτοί δηλαδή που έκαναν τον κόπο να μας πουν τη γνώμη τους και να εκφράσουν τη βούληση τους.
Δεν είναι μυστικό, ότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχει μια μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τα Δεξιά. Εγώ θα έλεγα προς τη λογική.
Η ατζέντα που χαρακτηρίζεται «δεξιά» έχει έντονο το στοιχείο του πατριωτισμού και της ορθολογικής αντιμετώπισης των σύγχρονων προβλημάτων.
Όσοι την απαξίωσαν, σίγουρα σήμερα προβληματίζονται.
Σε αυτόν τον χώρο, η ατζέντα της δημόσιας τάξης -όρος που επίσης απαξιώθηκε- παίζει καθοριστικό ρολό.
Με δεδομένο ότι το κυβερνών κόμμα ΔΕΝ ηττήθηκε, αλλά παρέμεινε η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη χώρα και επίσης ένα από τα ισχυρότερα κεντροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη, οι κινήσεις πρέπει να είναι ψύχραιμες, συγκεκριμένες και άμεσες.
Για να το πούμε απλά, οι ψηφοφόροι δεν απέρριψαν την ΝΔ. Δεν πήγαν «σε άλλο μαγαζί». Μετακινήθηκαν προσωρινά σε χώρους που θεωρούν όμορους πολιτικά με την ΝΔ, σε μια εκλογή που δεν διακυβεύεται η κυβερνησιμότητα της χώρας και έβγαλαν μια «κίτρινη κάρτα» στην κυβέρνηση.
Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι σαρξ εκ της σαρκός της ΝΔ. Άνθρωποι με τους οποίους η κυβέρνηση οφείλει να «μιλήσει» και να τους επαναπατρίσει πολιτικά.
Ακούω ότι η ακρίβεια έπαιξε το ρόλο της για το εκλογικό αποτέλεσμα. Ποιος μπορεί να αγνοήσει την επίδραση της ακρίβειας στη συνείδηση του μέσου ψηφοφόρου; Ας είμαστε όμως λογικοί. Ο Έλληνας που πλέον έχει εύκολα τα ακούσματα και τις παραστάσεις από το εξωτερικό, γνωρίζει ότι η ακρίβεια είναι παγκόσμιο πρόβλημα.
Και σε κάθε περίπτωση, ο συντηρητικός ψηφοφόρος δεν ψήφισε Βελόπουλο και Λατινοπούλου για να του λύσουν το πρόβλημα της ακρίβειας…
Η δημόσια τάξη λοιπόν, με την ευρύτερη έννοια, είναι ο καθοριστικός παράγοντας και η νέα κυβερνητική δράση οφείλει να έχει επίκεντρο το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη.
Η φύλαξη των συνόρων και η εθνική κυριαρχία έχουν γίνει πλέον ταυτοτικά ζητήματα για τον μέσο πολίτη.
Οι Ευρωπαίοι πολίτες αποφάσισαν να μην είναι τα θύματα των δουλεμπόρων, των «επαγγελματιών ανθρωπιστών» και των ΜΚΟ που θησαυρίζουν από την ανθρώπινη δυστυχία. Θέλουν οι χώρες τους να έχουν σύνορα, συγκεκριμένα σημεία εισόδου και να δέχονται όσους θέλουν, οπότε θέλουν, αν το θέλουν.
Αποφάσισαν, ότι δεν θέλουν να είναι υπεύθυνοι για τη δυστυχία όλου του πλανήτη και να αφήνουν την κοινωνική τους συνοχή και την κοινωνική τους ειρήνη έρμαιο στις διαθέσεις του οποιουδήποτε.
Η εσωτερική ασφάλεια είναι επίσης ζήτημα υπαρξιακό για τον μέσο Έλληνα και ευρωπαίο πολίτη. Που πλέον δεν ανέχεται κακοποιούς να ενδύονται «επαναστατικό μανδύα» και να καταλαμβάνουν πανεπιστήμια, δημόσιους χώρους και να διαταράσσουν τις συγκοινωνίες κλείνοντας δρόμους για την προβολή μειοψηφικών αιτημάτων και προσωπικής ατζέντας.
Ο μέσος πολίτης δεν ζητά πλέον, απαιτεί, να είναι και να νιώθει ασφαλής παντού. Στις γειτονιές, στα πανεπιστήμια, στους δρόμους, στα σπίτια και στις δουλειές του.
Ο μέσος πολίτης επίσης δεν επιθυμεί να ασχολούνται συνεχώς οι κυβερνώντες με την ατζέντα των δικαιωματιστών. Ευτυχώς στον τόπο μας η Δημοκρατία είναι ακλόνητη, τα ανθρώπινα δικαιώματα προστατεύονται επαρκώς και κανείς δε διώκεται ούτε για την ιδεολογία του, ούτε για τη θρησκευτική του πίστη, ούτε για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό.
Τελεία και παύλα, αυτά τα λύσαμε και καλά κάναμε.
Η συνεχής ενασχόληση με ατζέντες ακραίων δικαιωματιστών αποξενώνει τους πολίτες, τους κάνει να μη νιώθουν σημαντικοί και τους ωθεί σε επιλογές χωρίς νόημα και προοπτική.
Οφείλει λοιπόν η Κυβέρνηση να επιστρέψει όχι σε δεξιά αλλά σε εθνική και πατριωτική ρότα.
Το 2019 και το 2023 οι πολίτες την εμπιστευτήκαν -μεταξύ άλλων- διότι έπεισε ότι η πατριωτική διακυβέρνηση είναι προτεραιότητα.
Πολιτική είναι η υιοθέτηση και η έκφραση πλειοψηφικών τάσεων.
Οι πολίτες χτυπήσαν καμπανάκι. Η κυβέρνηση οφείλει να ακούσει.