Επιπτώσεις απορριμμάτων στο θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον 

Η ποσότητα της θαλάσσιας ρύπανσης από απορρίμματα αυξάνεται, σε βάρος των οικοσυστημάτων, της βιοποικιλότητας και ενδεχομένως της ανθρώπινης υγείας, και προκαλεί ευρεία ανησυχία. Ταυτόχρονα, πολύτιμο υλικό που θα μπορούσε να επιστρέψει στην οικονομία χάνεται, αφού απορριφθεί ως απόβλητο. Η Ευρώπη έχει ευθύνη για την αντιμετώπιση των θαλάσσιων απορριμμάτων που προέρχονται από την Ευρώπη και έχει επίσης δεσμευτεί να ενεργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδίως μέσω της G7 και της G20, αλλά και μέσω της εφαρμογής των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών. Η πρωτοβουλία αυτή θα φέρει την ΕΕ στην κορυφή των παγκόσμιων προσπαθειών, προσδίδοντας αξιοπιστία και ισχύ στις διεθνείς δράσεις της στον τομέα αυτόν. Το πρόβλημα των θαλάσσιων απορριμμάτων είναι διασυνοριακό από τη φύση του, καθώς τα απορρίμματα κινούνται στο θαλάσσιο περιβάλλον και τα απορρίμματα που προέρχονται από μια χώρα μπορούν να επηρεάσουν τις άλλες. Είναι απαραίτητη η κοινή δράση για να μειωθούν τα θαλάσσια απορρίμματα, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται μια ενιαία αγορά με υψηλά περιβαλλοντικά πρότυπα και ασφάλεια δικαίου για τις επιχειρήσεις. Συνεπώς, ως μέρος της στρατηγικής για τα Θαλάσσια Απορρίμματα  η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύτηκε να διερευνήσει περαιτέρω δράση για να αντιμετωπιστεί η θαλάσσια ρύπανση, η οποία συνεχίζει τις αποσπασματικές προσπάθειες που βρίσκονται σε εξέλιξη σε κράτη μέλη της ΕΕ.

Με τον όρο ρύπανση γίνεται αναφορά σε μια βλάβη του περιβάλλοντος η οποία μπορεί να λάβει καταστροφικές διαστάσεις για το παγκόσμιο οικοσύστημα και που ουσιαστικά προσβάλει το δικαίωμα του καθενός στο περιβάλλον. Ένας μεγάλος αριθμός των δραστηριοτήτων του ανθρώπου λαμβάνει χώρα στο θαλάσσιο χώρο και όπως είναι λογικό ο θαλάσσιος χώρος επωμίζεται τις συνέπειες των δραστηριοτήτων αυτών. Η Μεσόγειος θάλασσα είναι η μεγαλύτερη κλειστή θάλασσα της γης, η οποία μοιάζει με λίμνη. Υπήρξε σημαντικό εμπορικό και ταξιδιωτικό πέρασμα από τα αρχαία χρόνια, καθώς στην ευρύτερη περιοχή της αναπτύχθηκαν πολλοί σημαντικοί πληθυσμοί.

Ένα μεγάλο μέρος της Μεσογείου μολύνεται καθημερινά από τόνους θαλάσσιων απορριμμάτων. Η παράκτια ζώνη φιλοξενεί το 85% του πληθυσμού, το 80% της βιομηχανίας, το 90% του τουρισμού, μεγάλο μέρος της γεωργίας και το σύνολο σχεδόν της αλιείας και των ιχθυοκαλλιεργειών. Παρατηρείται υπερκορεσμός θαλάσσιων απορριμμάτων στη Μεσόγειο, ο οποίος οφείλεται σε διάφορες πηγές. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα σοβαρές επιπτώσεις.                                                                                                            Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα έχει εκφράσει το ενδιαφέρον της προς την ποιοτική και ποσοτική καταγραφή των απορριμμάτων, τα οποία έχει διακρίνει σε παράκτια, επιπλέοντα και βενθικά (βυθού). Οι περισσότερες διεθνείς επιστημονικές μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί για τα παράκτια απορρίμματα, λόγω της ευκολότερης πρόσβασης και καταγραφής τους.

Θαλάσσια Απορρίμματα (Marine Litter): Χαρακτηρίζονται συνήθως τα βιομηχανικά κατασκευασμένα ή επεξεργασμένα υλικά, που εισέρχονται ως στερεά απόβλητα στο θαλάσσιο και παράκτιο περιβάλλον από οποιαδήποτε πηγή. Αποτελούνται από αντικείμενα τα οποία έχουν κατασκευαστεί ή χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο και έχουν εσκεμμένα ή ακούσια αφεθεί στις θάλασσες και τις ακτές. Σε αυτά περιλαμβάνονται υλικά που έχουν μεταφερθεί στο θαλάσσιο  περιβάλλον από την ξηρά μέσω των ποταμών, αποστραγγιστικών και αποχετευτικών δικτύων ή των ανέμων. Συνήθως αποτελούνται από πλαστικό, ξύλο, μέταλλο, γυαλί, λάστιχα, ύφασμα, χαρτί κ.α..

Τα «Θαλάσσια Απορρίμματα» συναντώνται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, όχι μόνο κοντά σε πυκνοκατοικημένες περιοχές αλλά και σε απόμακρες και ερημικές περιοχές μακριά από κάθε εμφανή πηγή ή ανθρώπινη επίδραση. Τα «θαλάσσια απορρίμματα» ταξιδεύουν. Δεν γνωρίζουν θαλάσσια σύνορα, παρά μεταφέρονται με τα υποθαλάσσια και επιφανειακά ρεύματα. Οι μεταβλητές μετεωρολογικές συνθήκες κάνουν σχετικά απρόβλεπτο το ταξίδι τους.

Αποτελούν ένα από τα πιο σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι θάλασσες και οι παράκτιες περιοχές τους. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο πρόβλημα, το οποίο δεν γνωρίζει σύνορα και δυνητικά μπορεί να προέρχεται από πολλές και διαφορετικές πηγές. Στη Μεσόγειο Θάλασσα, το πρόβλημα των Θαλάσσιων Απορριμμάτων άρχισε να γίνεται αντιληπτό από τις αρχές του 1970. Στις μέρες μας, τα «Θαλάσσια Απορρίμματα» αποτελούν προτεραιότητα και έχουν στραμμένο πάνω τους το παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον.

Πηγές Θαλάσσιων Απορριμμάτων                                                                                                                                                       

Μια πρώτη κατηγοριοποίηση των πηγών προέλευσης των θαλάσσιων απορριμμάτων μας δίνει δύο κύριες κατηγορίες (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Τομέας Περιβάλλοντος):              

– Χερσαίες δραστηριότητες (χωματερές, ποτάμια και εκβολές ποταμών, βρόχινα νερά, πλημμύρες, βιομηχανικές απορρίψεις, αποχετευτικά δίκτυα, ακατέργαστα αστικά λύματα, τουριστική δραστηριότητα), από τις οποίες προέρχεται περίπου το 80% των θαλάσσιων απορριμμάτων.

– Θαλάσσιες δραστηριότητες (ναυτιλία, ναυσιπλοΐα, θαλάσσιες μεταφορές, σκάφη αναψυχής, αλιεία, ιχθυοκαλλιέργεια, υπεράκτια εξόρυξη και άντληση φυσικών πόρων (εξέδρες άντλησης πετρελαίου), παράνομες θαλάσσιες απορρίψεις, απορρίψεις αλιευτικών εργαλείων), από τις οποίες προκύπτει περίπου το υπόλοιπο 20% των θαλάσσιων απορριμμάτων. Επίσης, φαίνεται να υπάρχει και εποχιακή διακύμανση στην απόρριψη θαλάσσιων απορριμμάτων. Μελέτες UNEP/ United Nations Environment Programme / Πρόγραμμα περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών δείχνουν ότι τα θαλάσσια απορρίμματα που συναντώνται κατά τους καλοκαιρινούς μήνες είναι περίπου διπλάσια σε σχέση με αυτά τη χειμερινή περίοδο.

Κατηγορίες Θαλάσσιων Απορριμμάτων 

Τα «θαλάσσια απορρίμματα» μπορούν να βρεθούν στις ακτές, στο βυθό καθώς και στην επιφάνεια της θάλασσας διακρίνοντας τα έτσι σε τρεις κατηγορίες:

 

– Επιπλέοντα Θαλάσσια Απορρίμματα (Floating Marine Litter

– Βενθικά (Βυθού) Θαλάσσια Απορρίμματα (Benthic Marine Litter)

– Θαλάσσια Απορρίμματα Ακτών (Beach Marine Litter),

 

Επιπτώσεις απορριμμάτων στην παράκτια ζώνη

Ως παράκτια ζώνη θα μπορούσε να οριστεί η περιοχή εκείνη της ξηράς η οποία δέχεται τις επιδράσεις που της ασκεί η θάλασσα καθώς επίσης και η περιοχή εκείνη της θάλασσας που δέχεται τις επιδράσεις που της ασκεί η ξηρά.

Τα απορρίμματα προκαλούν σε διάφορους τομείς μία σειρά από δυσμενείς επιπτώσεις όπως: 

– Οικονομικές : Υπάρχουν πολλές αναφορές σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις των θαλάσσιων απορριμμάτων στις παράκτιες περιοχές. O καθαρισμός των ακτών αποτελεί μια εξαιρετικά ακριβή δραστηριότητα. Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι άμεσες και για τον κλάδο της αλιείας (απώλεια ιχθυό – αποθεμάτων, υποβαθμισμένες ψαριές λόγω της παρουσίας απορριμμάτων, καταστροφή του αλιευτικού εξοπλισμού (δίχτυα), ζημιές στα σκάφη (μπλέξιμο στις έλικες), αλιεύματα μπλεγμένα σε απορρίμματα και χαμένος αλιευτικός χρόνος. Στη χώρα μας η αλιεία υπήρξε ανέκαθεν κύρια δραστηριότητα και βασική πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους πολλών παράκτιων περιοχών και ιδίως των νησιών.  Υποκαθιστά εισαγωγές αλιευτικών προϊόντων και προσφέρει βασικές πρώτες ύλες στη μεταποιητική βιομηχανία, η οποία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη στην Βόρεια Ελλάδα. Επίσης και στην άμεση κατανάλωση, όπου καλύπτει σημαντικό μέρος από το έλλειμμα πρωτεϊνών υψηλής διαιτητικής αξίας που εμφανίζει η χώρα μας.

– Οικολογικές : Στον τομέα της οικολογίας τα απορρίμματα δρουν με ποικίλους τρόπους, όπως με την παγίδευση θαλασσίων οργανισμών σε αυτά, την κατάποση τους και εν συνεχεία το πνίξιμο και ο θάνατος αυτών, με την διαταραχή και αφαίρεση του βιότοπου μέσω των δραστηριοτήτων καθαρισμού παραλιών (κυρίως των τεχνικών μηχανισμών) καθώς και με  την μεταφορά των απορριμμάτων και δηλητηρίαση οργανισμών από από τα προϊόντα διάλυσής τους. Η παγίδευση θαλασσίων οργανισμών στα απορρίμματα είναι καλά τεκμηριωμένη και διαδεδομένη. Πολλοί τύποι θαλασσίων απορριμμάτων μπορούν να προκαλέσουν την παγίδευση οργανισμών. Από την άλλη όμως, μικρότερα κομμάτια, τα οποία προέρχονται ίσως από την διάλυση των αρχικών απορριμμάτων, μπορούν να προκαλέσουν με το να παραμένουν πάνω στα σώματα των οργανισμών παγίδευση στον πυθμένα της θάλασσας και να εμποδίσουν την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Τουλάχιστον 135 είδη θαλασσίων σπονδυλωτών και 8 είδη θαλασσίων ασπόνδυλων έχουν καταγραφεί παγιδευμένα στα θαλάσσια απορρίμματα.

– Στην άγρια πανίδα: Υπάρχει πληθώρα επιστημονικών εργασιών, οι οποίες εξετάζουν και πλέον τεκμηριώνουν την αρνητική επίδραση των θαλάσσιων απορριμμάτων στους υδρόβιους οργανισμούς. Οι κυριότερες επιπτώσεις είναι η κατάποση μικροπλαστικών (θραύσματα πλαστικού) από ψάρια.

– Στη Δημόσια Υγεία και Ασφάλεια: Σε πολλές θαλάσσιες λεκάνες απορροής υπάρχει ανεπαρκής επεξεργασία των οικιακών λυμάτων και ακατέργαστα λύματα συχνά απορρίπτονται κατευθείαν σε παράκτια νερά και ποτάμια. Σε κάποιες θάλασσες χύνονται ακατέργαστα ή μερικώς επεξεργασμένα βιομηχανικά απόβλητα που αυξάνουν σημαντικά τα φορτία ρύπανσης. Δηλαδή μαζί με τα υγρά απόβλητα, μέσω των δικτύων αποχέτευσης, διαφεύγουν και στερεά απορρίμματα οικιακής χρήσης που καταλήγουν στο θαλάσσιο περιβάλλον και προκαλούν προβλήματα στη θαλάσσια ζωή. Τόσο τα αστικά λύματα, όσο και τα ιατρικά απόβλητα προκαλούν ρύπανση των νερών και κατ’ επέκταση των ακτών. Τα ιατρικά στερεά απόβλητα, όταν δεν διαχειρίζονται σωστά, μπορούν να καταλήξουν στο θαλάσσιο περιβάλλον, να συσσωρευτούν σε ακτές και να αποτελέσουν κίνδυνο για την υγεία των λουομένων. Η ρύπανση αυτή εγκυμονεί κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, κυρίως των λουόμενων οι οποίοι βρίσκονται εκτεθειμένοι σε πληθώρα ασθενειών. Συνηθισμένο κίνδυνο αποτελούν τα αιχμηρά αντικείμενα διαφόρων μεγεθών που εκβράζονται ή αφήνονται στις ακτές και μπορούν να τραυματίσουν τους λουόμενους. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι αρκετοί δύτες παγιδεύονται σε «δίχτυα φαντάσματα» και αυτό αποτελεί μια θανάσιμη απειλεί για τον άνθρωπο.

– Στην αισθητική : Κατά τους χειμερινούς μήνες οι περισσότερες ελληνικές ακτές καλύπτονται από πληθώρα απορριμμάτων, γεγονός που τις καθιστά επικίνδυνες και «αντιαισθητικές».

Εάν κάθε άνθρωπος γνώριζε το χρόνο ζωής των απορριμμάτων που βρίσκονται κάθε χρόνο στις ακτές, θα σκεφτόταν τις δράσεις του δυο φορές. Για παράδειγμα τα γυάλινα απορρίμματα πρακτικά δεν αποσυντίθενται ποτέ (1.000.000 χρόνια), τα πλαστικά χρειάζονται έως και 450 χρόνια για να αποσυντεθούν, ενώ ένα κουτί αλουμινίου χρειάζεται 80-200 χρόνια για να αποσυντεθεί στο θαλάσσιο περιβάλλον. Επίσης τα στοιχεία της καταγραφής απορριμμάτων, έχουν δείξει τη διαχρονική κυριαρχία του πλαστικού (37-49%), η οποία ακολουθείται από το χαρτί (12-18%), το μέταλλο (7-14%) και το γυαλί (6-9%). Οι δραστηριότητες αναψυχής στην ακτή και κοντά στην ακτή είναι η κυρίαρχη χερσαία πηγή ρύπανσης των ακτών ενώ η ναυσιπλοΐα αποτελεί την κύρια θαλάσσια πηγή ρύπανσης των ακτών.

-Τουριστικές: Μια από τις συνηθισμένες επιπτώσεις σε οικονομικό επίπεδο είναι το πλήγμα που δέχεται ο τουρισμός. Πέρα από τη θάλασσα, από τη ρύπανση πλήττονται και οι ακτές. Οι ακτές χάνουν τη φυσική τους ομορφιά και την αίγλη τους και παύουν να αποτελούν πόλο έλξης για τους τουρίστες. Αυτό έχει ως συνέπεια, χώρες οι οποίες βασίζονται στον τουρισμό να πλήττονται. Ξενοδοχειακές μονάδες, καταστήματα και διάφορες τουριστικές επιχειρήσεις βλάπτονται οικονομικά. Σε πολλές τουριστικές περιοχές σε όλο τον κόσμο, για την αποφυγή της μείωσης της τουριστικής δραστηριότητας λόγω της ύπαρξης παράκτιων απορριμμάτων, οι τοπικές αρχές καταφεύγουν σε καθαρισμούς των ακτών με μεγάλο οικονομικό κόστος.

– Βιομηχανικές: Μια επιπλέον σημαντική επίπτωση οικονομική αφορά τη βιομηχανία. Ο τομέας της βιομηχανίας επηρεάζεται από την ύπαρξη απορριμμάτων στην υδάτινη στήλη, καθώς αυτή αυξάνει το κόστος για την άντληση μεγάλων ποσοτήτων θαλασσινού νερού, που χρησιμοποιείται για ψύξη. Όπως στη βιομηχανία υγροποίησης φυσικού

αερίου ή στις μονάδες αφαλάτωσης, επειδή τα απορρίμματα φράζουν.

Μελέτες θαλάσσιων απορριμμάτων σε περιοχές της Ελλάδας

Η μελέτη των απορριμμάτων στον Ελληνικό θαλάσσιο χώρο είναι πολύ περιορισμένη , καθώς οι πληροφορίες για τις ποσότητες, κατανομές, πηγές και επιπτώσεις αυτών δεν είναι αρκετές, έτσι ώστε να οδηγούμαστε σε ακριβή αποτελέσματα. Ο αλιευτικός στόλος των μηχανοτρατών με υδραετούς («πόρτες») βοήθησε σημαντικά στην καταγραφή του προβλήματος στα βαθειά νερά. Συλλέχθηκαν χιλιάδες απορρίμματα από τον πυθμένα τεσσάρων κόλπων της Δυτικής Ελλάδος (Πατραϊκός, Κορινθιακός, Λακωνικός, θάλασσα των Εχινάδων). Η καταγραφή του υλικού και της πρώτης χρήσης των απορριμμάτων έδειξε ότι το πλαστικό (56%) ήταν το κυρίαρχο υλικό και ακολουθούσαν το μέταλλο (17%) και το γυαλί (10%). Οι συσκευασίες ποτών και αναψυκτικών αποτελούν το 32% των απορριμμάτων, τα απορρίμματα γενικής συσκευασίας το 28% και οι συσκευασίες τροφίμων το 21%. Το 81% του ρυπαντικού φορτίου που εισέρχεται στους κόλπους προέρχεται από την ξηρά. Τα χαρακτηριστικά απορρίμματα αυτής της πηγής είναι το πλαστικό, η γενική συσκευασία και η συσκευασία τροφίμων, τα οποία εισέρχονται στο θαλάσσιο περιβάλλον από τους ποταμό –χειμάρρους και την απευθείας απόρριψη τους στις ακτές από τους επισκέπτες σε αυτές. Η απόρριψη από τα πλοία είναι υπεύθυνη για το 35% του ρυπαντικού φορτίου που εισέρχεται στους κόλπους και χαρακτηρίζεται από απορρίμματα με υψηλά ποσοστά μέταλλου, γυαλιού και συσκευασίας ποτών και αναψυκτικών. Σε 241 απορρίμματα συσκευασίας έγινε δυνατή η αναγνώριση της ημερομηνίας λήξης και διαπιστώθηκε ότι ένα ποσοστό 63% αυτών των απορριμμάτων έφερε μελλοντικές ημερομηνίες λήξης δηλώνοντας την πρόσφατη απόρριψή τους. Η αλιευτική πηγή έχει ένα μικρό ποσοστό συμμετοχής (5-14%) και χαρακτηρίζεται από απορρίμματα με υψηλά ποσοστά καουτσούκ, νάιλον και σχοινιών. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από τις έρευνες είναι ότι μόλις τρία αντικείμενα (πλαστικές σακούλες, μπουκάλια νερού και κουτάκια αλουμινίου) αποτελούν το 50 % των απορριμμάτων στο θαλάσσιο περιβάλλον. Άρα η κατάργηση αυτών των τριών συσκευασιών θα μπορούσε να απαλλάξει τις θάλασσες από το μισό ρυπαντικό τους φορτίο.

Συμπέρασμα 

Επειδή η ρύπανση από θαλάσσια απορρίμματα προκαλεί οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική βλάβη η προάσπιση των ευρωπαϊκών θαλασσών και του θαλάσσιου περιβάλλοντος θεωρείται ένα ύψιστης σημασίας ζήτημα για την Ε.Ε. και με την πάροδο του χρόνου έχει διαπιστωθεί πως η βιοποικιλότητα των περιφερειακών ευρωπαϊκών θαλασσών δέχεται σημαντικές πιέσεις μέσω ρυπογόνων φαινομένων για τα οποία ευθύνονται κατά κύριο λόγο δεδομένα όπως αυτά της βιομηχανικής ανάπτυξης, της έντονης εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου, της υπεραλίευσης, της αστυφιλίας, του τουρισμού, της αυξημένης ναυσιπλοΐας και της αεροπλοΐας.

Η Ε.Ε. έχει δραστηριοποιηθεί δυναμικά εν σχέσει με το ζήτημα της προάσπισης του θαλασσίου περιβάλλοντος τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, δηλαδή γενικότερα στους ωκεανούς και τις θάλασσες, όσο και σε τοπικό επίπεδο, δηλαδή σε περιφερειακές θαλάσσιες περιοχές ιδιαίτερης σημασίας όπως είναι αυτές της Βαλτικής, της Μεσογείου και του βορειοανατολικού Ατλαντικού. Επιπρόσθετα η Ευρωπαϊκή Ένωση στα πλαίσια των τομεακών πολιτικών της έχει θέση και έχει προωθήσει απαιτητικούς και φιλόδοξους στόχους εν σχέσει με τις θάλασσες όπως είναι αυτοί της εξάλειψης του φαινομένου των απορριμμάτων στα θαλάσσια ύδατα λόγω παράνομων απορρίψεων. Τέλος, επιδιώκει να αναστραφεί η συρρίκνωση των ιχθυοπληθυσμών και να διασφαλιστεί η αειφόρος αλιεία και ένα υγιές οικοσύστημα έως τη χρονιά 2030 και να επιτευχθεί μία αποτελεσματικότερη συνεργασία ανάμεσα στα θεσμικά όργανα και στις περιφερειακές και παγκόσμιες συμβάσεις οι οποίες διαχειρίζονται το θαλάσσιο περιβάλλον. Η Ελλάδα έχει συνταχθεί με την πολιτική της Ευρώπης και στοχεύει μέσα από προγράμματα και δράσεις να προστατεύσει τις θάλασσές της. Νόμοι και κανονισμοί υπάρχουν, παραμένει ζήτημα η αυστηρή εφαρμογή τους. Αξίζει να σημειώσουμε ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα με μεγάλη σοβαρότητα, με συνεργασία όλων των κρατών μελών, με την ανάπτυξη συχνής επικοινωνίας μεταξύ τους, με τη δημιουργία βελτιωμένων και αποτελεσματικών συμβάσεων θεσμικού πλαισίου και τέλος την εφαρμογή αυτών για την προφύλαξη του θαλάσσιου κόσμου. Φυσικά θα πρέπει και εμείς οι ίδιοι, ο καθένας μας ξεχωριστά, να σέβεται και να προστατεύει το περιβάλλον και να προσπαθεί με όσο το δυνατόν περισσότερους τρόπους να αντιμετωπίσει την θαλάσσια ρύπανση, ώστε να έχει μία καλύτερη ποιότητα ζωής.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ”MARITIME ECONOMIES” 

του Πλοιάρχου Λ.Σ ε.α  Δημητρίου Κουκουβίνου

(Διατελέσας  Εισηγητής στο Τμήμα                                                                                                                                                                                       Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος του                                                                                                                                                                          Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά)