Το protothema θυμάται όλα όσα εξιστορούσε τον Ιανουάριο του 2022 στο «Gala» και τη Μαρία Λεμονιά για τη ζωή του, την πολιτική, τις γυναίκες, αλλά και τα μυστικά που μοιραζόταν με τα εγγόνια του.
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη του Γιάννη Μπουτάρη.
«Η ζωή είναι ένας τρύγος»
Την τελευταία φορά που τον είχα συναντήσει από κοντά ήταν στην Γκαλερί Αντωνοπούλου όπου πραγματοποιούσε την προσωπική του έκθεση με τον εκκεντρικό τίτλο «Το χάος των αναμνήσεων». Τότε ήταν δήμαρχος Θεσσαλονίκης και παρά τον θεσμικό του ρόλο κουβαλούσε την τρέλα του 75άρη ροκά. Αυτή τη φορά μιλάμε στο τηλέφωνο με αφορμή το βιβλίο του «Εξήντα χρόνια τρύγος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, και, όπως πάντα, είναι χείμαρρος. «Απ’ όταν ολοκλήρωσα τη θητεία μου ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης έχω πλέον πολύ χρόνο δικό μου. Τότε η ζωή μου ήταν φορτωμένη με διάφορα που δεν μου άρεσαν. Υπάρχει πολλή ψευτιά στην πολιτική. Ψευτιά και φαρισαϊσμός. Ημουν υποχρεωμένος να κάνω πολλά πράγματα που δεν μου ταίριαζαν. Οι θέσεις μου για το gay pride και τη “Βόρεια Μακεδονία” οδήγησαν σε μεγάλη αντιπάθεια και κατακραυγή του κόσμου στο πρόσωπό μου. Hμουν εκείνος πάντως που υποστήριξε ότι ένας δήμαρχος δεν μπορεί να ξεπερνά τις δύο θητείες», λέει.
Τον ρωτώ γι’ αυτό το ασυνήθιστο για κάποιον που έχει ξεπεράσει την ηλικία των 75 χρόνων look με τα τατουάζ και το σκουλαρίκι. «Πάντοτε αισθανόμουν ότι δεν ανήκα πουθενά. Ανήκω μόνο στην κοινωνία όπου ζω διατηρώντας το δικό μου στυλ. Δεν είμαι δούλος των κοινωνικών προτύπων. Γεννήθηκα σε μια εύπορη οικογένεια, σπούδασα, αλλά δεν ακολούθησα ποτέ μια “κανονική” πορεία. Θυμάμαι, όταν ήμουν αντιπρόεδρος στην Ενωση Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος και ήρθε η σειρά μου να γίνω πρόεδρος. Η εταιρεία μου δεν πήγαινε καλά και δεν δέχτηκα. Σκεφτόμουν “τι πρόεδρος θα είμαι με μια εταιρεία που τα έχει κάνει θάλασσα;”. Σχετικά με το σκουλαρίκι, πάντως, εμείς οι Βλάχοι έχουμε διάφορες συνήθειες. Φοράμε σκουλαρίκι, το οποίο έχει ιδιαίτερο τρόπο κατασκευής, προκειμένου να μη μας πιάνει το μάτι.
Ο πατέρας μου το φορούσε μέχρι τα 16 του. Οταν γεννήθηκε η εγγονή μου Αθηνά, πετούσα από τη χαρά μου και αποφάσισα να βάλω κι εγώ σκουλαρίκι για να με προστατεύει κι εμένα απ’ το μάτι», λέει ο Γιάννης Μπουτάρης, που είναι γνωστό ότι αρέσει ιδιαίτερα στις γυναίκες: «Δεν θέλω να το παινευτώ, αλλά είναι αλήθεια. Ακόμη κι όταν ήμουν δήμαρχος με πλησίαζαν χωρίς δισταγμό. Υπήρχε βέβαια και το αφροδισιακό της εξουσίας. Οταν ήμουν μικρός η μητέρα μου μού έλεγε “είσαι τόσο ιδιαίτερος, παιδί μου, που όταν σε έκανε ο Θεός μετά πρέπει να έσπασε το καλούπι”! Αναφερόταν βέβαια στον ιδιόμορφο χαρακτήρα και το στυλ μου».
Οι άνθρωποι-σταθμοί
«Οταν πέθανε η σύζυγός μου Αθηνά, ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου, με την οποία ήμασταν μαζί από μικρά παιδιά, εξοικειώθηκα με τον θάνατο. Εκεί συνειδητοποίησα ότι από τη στιγμή που γεννιόμαστε έχουν ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση και η φθορά. Δυστυχώς, δεν υπάρχει εμβόλιο που θα μας κάνει να ζήσουμε αιώνια», λέει καθώς μοιράζεται μαζί μας τις αλήθειες του. Στην ουσία, δεν υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που λειτούργησαν καταλυτικά στην προσωπικότητα του Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος περιγράφει τη ζωή του ως μια συνεχή διάβαση ανάμεσα σε δυσκολίες:
Η καταξίωση
Λάτρης του τρύγου από μικρό παιδί, ο Γιάννης Μπουτάρης κατάφερε κάποια στιγμή να αποκτήσει τα δικά του κτήματα προκειμένου να μην προμηθεύεται, όπως η οικογένειά του παλαιότερα, μόνο τον μούστο από τους εμπόρους ώστε να φτιάχνει κρασί, αλλά να εμπλέκεται σε όλη τη διαδικασία. Αυτή η επιχειρηματική του κίνηση αποδείχτηκε εξαιρετικά ευφυής, αφού εδώ και χρόνια ο ίδιος θεωρείται ένας από τους πιο επιτυχημένους οινοποιούς της χώρας. «Κι όμως, η ζωή μου είναι χτισμένη μέσα από συνεχείς αποτυχίες», σχολιάζει μεταξύ σοβαρού και αστείου. Οσο για το πώς προέκυψε το κρασί με την ονομασία «Κυρ Γιάννης»: «Ο γιος μου, ο Μιχάλης, σπούδαζε στις ΗΠΑ και μια φορά ταξιδεύαμε μαζί, καθώς εγώ έκανα εξαγωγές και χρειάστηκε να πάω στην Αμερική για να κλείσω κάποιες συμφωνίες. Βρισκόμασταν στο αεροπλάνο λοιπόν, μόλις είχα χωρίσει επαγγελματικά με τον αδελφό μου, και σκεφτόμασταν πώς να ονομάσουμε τη νέα εταιρεία. Ο γιος μου τότε μου τόνισε ότι ο κόσμος του κρασιού με γνώριζε με το μικρό μου όνομα. Ετσι προέκυψε το “Κυρ Γιάννης”».
Η ζωή που κέρδισε
«Γεννήθηκα στο αλκοόλ. Η καθημερινότητα στη δουλειά μου ήταν το αλκοόλ, όμως στο σπίτι μας δεν έμπαινε. Κρασιά βάζαμε μόνο στα γιορτινά μας τραπέζια και προσωπικά δεν τρελαινόμουν ιδιαίτερα. Μέθυσα πρώτη φορά πίνοντας κονιάκ με τους συμμαθητές μου σε σχολική εκδρομή στη Ρόδο – θα το έχετε ξανακούσει, συμβαίνει σε πολλούς. Στο πανεπιστήμιο η ζωή μου χτύπησε κόκκινο. Δουλειά, οικογένεια, αμφιθέατρα, εργαστήρια και τα βράδια έξοδοι φοιτητικές, χρόνια γεμάτα ενέργεια και όνειρα. Δεν θυμάμαι πώς ξεκίνησε η φάση… Πρώτα, μας αρκούσε το βερμούτ, μετά περάσαμε στο ουίσκι… Επιασε η μόδα με τα μπουζουξίδικα, ξενυχτάγαμε μαζί με την Αθηνά στη Μαρινέλλα, στον Ζαμπέτα, στον Βοσκόπουλο, στον Διονυσίου, στον Μητροπάνο, στη Μοσχολιού, στη Δούκισσα.
Εφτανα να νιώθω μια ελαφριά μέθη αλλά ήμουν ακόμα μακριά από τα μπλακάουτ και τα κενά μνήμης που θα πάθαινα αργότερα. Πάντως, ήδη αισθανόμουν τον διχασμό που σέρνει το αλκοόλ πίσω του, όντας μαγικό και καταστροφικό συγχρόνως… Στη διάρκεια της μέρας διεκπεραίωνα τα πάντα και το βράδυ έλεγα “πάω για ένα ποτάκι”, που σήμαινε παραστράτημα. Πιωμένος έκανα χαριτωμενιές, χωρίς υπερβολές και έριδες. Γκομένιζα κιόλας, ήμουν χωρισμένος τότε… Επαιρνα το αμάξι να πάω στη Νάουσα, σταματούσα στην Κορομηλά, έμπαινα στο “Μπόρα Μπόρα” και στη Νάουσα δεν έφτανα. Πίστευα πως οι άλλοι με θεωρούσαν απλώς γλεντζέ… Ο μηχανισμός της εξάρτησης είναι κοινός για όλες τις ουσίες. Φυγή από την πραγματικότητα θέλει ο εξαρτώμενος, δοκιμάζει τα πάντα κι όποιο τού κάτσει, δεν έχει σημασία το είδος», περιγράφει ο ίδιος σε ένα απόσπασμα του βιβλίου του «Εξήντα χρόνια τρύγος». Βέβαια, για τον αλκοολισμό ο Γιάννης Μπουτάρης -ο οποίος δεν δέχεται τον όρο «πρώην αλκοολικός»- έχει μιλήσει πολλές φορές. «Το πρώτο που χρειάζεται είναι να συνειδητοποιήσεις τι σου συμβαίνει. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα ότι δεν μπορώ να τα καταφέρω μόνος μου και ζήτησα βοήθεια. Απευθύνθηκα λοιπόν σε κάποιο πρόγραμμα απεξάρτησης που παρακολούθησα στην Αμερική. Αρχικά φοβόμουν. Φοβόμουν μην ξανακυλήσω. Τελικά κατάφερα να καθαρίσω ακολουθώντας τη λογική τού “σήμερα δεν θα πιω. Αύριο δεν ξέρω τι θα κάνω, αλλά σήμερα δεν θα πιω. Ετσι προχώρησα στη ζωή μου και κατάφερα να μην έχω πιει από το 1991 μέχρι σήμερα», εξομολογείται στο βιβλίο του.
Τον ρωτάω πώς αποφάσισε να τα καταγράψει όλα αυτά. «Ηταν κάτι που το ήθελαν να παιδιά μου, γι’ αυτό και επέμεναν. Ηθελαν να γραφτούν η ιστορία και η διαδρομή μου. Η ζωή μου ήταν ανέκαθεν ένας τρύγος», λέει και συμπληρώνει: «Η ίδια η ζωή είναι ένας τρύγος που σε μαθαίνει να έχεις υπομονή για τα πράγματα και διδάσκεσαι ότι υπάρχουν καλές και κακές χρονιές που αξίζει να υπομένεις».