Μετατροπή-επιμέλεια κειμένου: «ΛΙΜΕΝΙΚΑ ΝΕΑ»
ΠΑΝΤΑ, σε κάθε γιορταστικό τραπέζι, Χριστούγεννα, Πάσχα, του Αγίου Αθανασίου, που γιόρταζε, ο πατέρας μας έκλεινε την επιτραπέζια προσευχή με τη φράση «και υπέρ των εν θαλάσση μακράν»…
ΕΙΧΑΜΕ κι εμείς αδερφό στη θάλασσα. Τον Γιώργο μας, ηλεκτρολόγο στα βαπόρια, που μπαρκάρισε αμέσως μόλις απολύθηκε από την Αεροπορία. Δεν υπήρχε σπίτι στη γειτονιά μας που να μην έχει ναυτικό! Εγώ δε, πιτσιρικάς, πολλά απογεύματα ακολουθούσα τον πατέρα μου -ήταν παιδίατρος στον Οίκο του Ναύτου- στις «επισκέψεις» που έκανε στα σπίτια των ναυτικών, για να εξετάσει τα ασθενή παιδιά τους. Έχω ζήσει εκ του σύνεγγυς την ηρωική προσπάθεια εκείνων των «σιδερένιων» γυναικών, που μεγάλωναν παιδιά μόνες τους, που έχτιζαν τα
σπίτια με τους μισθούς των ανδρών τους, οι οποίοι έλειπαν δυο και τρία χρόνια από το σπίτι! Έχω ζήσει τη γέννηση συνοικιών ολόκληρων στην Κοκκινιά, στον Κορυδαλλό, στην Ευγένεια, στα Ταμπούρια, με τα τίμια λεφτά των θαλασσινών μας, που τότε αριθμούσαν πολλές δεκάδες χιλιάδες.
«ΚΑΠΕΤΑΝΑΙΟΙ και τόσοι άλλοι, λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί», που έλεγε το λαϊκόν άσμα. Τηλεφωνούσαν οι εταιρείες στα σπίτια «περάστε, αύριο γίνεται πληρωμή» και κατέβαιναν οι γυναίκες στον Πειραιά, στα γραφεία και έπαιρναν το «τσέκι», που έφτανε -και καμιά φορά περίσσευε- για να θρέψει την οικογένεια, να σπουδάσει τα παιδιά και «να μπει κι ένα κεραμίδι από πάνω τους»…
ΠΑΝΤΑ, λοιπόν, όπως και φέτος, θα μπω στην εκκλησία και θ’ ανάψω ένα κερί για τους «εν θαλάσση μακράν». Για εκείνους που έχτισαν τη μεγάλη ελληνική ναυτιλία, για εκείνους που ζωντάνεψαν και ζωντανεύουν τον Οδυσσέα, τον Πυθέα, τον Θεμιστοκλή, για εκείνους που χάθηκαν στα κύματα, σε καιρούς χαλεπούς και περίεργους.
ΕΖΗΣΑ και την εποχή εκείνη που από τις αρχές του Νοεμβρίου μέχρι την άνοιξη αγωνιούσαμε, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν δύσκολο να υπάρξει το -σχεδόν σύνηθες- ναυάγιο. «Έξωθεν του ακρωτηρίου Φινιστέρο, το υπό ελληνικήν σημαία σκάφος εξέπεμψε σήμα κινδύνου και έκτοτε η τύχη του αγνοείται» έλεγαν τα τηλεγραφήματα…
ΠΕΡΑΣΑΝ οι εποχές εκείνες, θέριεψε και ασφαλίστηκε η ναυτιλία, άλλαξαν οι συνθήκες, αυξήθηκαν οι αμοιβές. Και χάθηκαν οι ναυτικοί! Και παρακολουθούμε τον αφελληνισμό της ελληνικής και ελληνόκτητης ναυτιλίας, «δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα», που θα μπορούσε -έστω και καθ’ υπερβολή να μας ψιθυρίσει ο Βάρναλης, ανεβαίνοντας ακμαίος την ανηφόρα του Λυκαβηττού… Και μαζί με τους ναυτικούς, χάνεται και το στοιχείο που μας έδωσε τη μεγάλη ναυτιλία, η «ναυτοσύνη». Χάνεται και περνάει σε άλλα χέρια, παραχωρείται χωρίς αντίσταση, σχεδόν άνευ όρων!
ΓΙ’ ΑΥΤΟ και επιμένουμε στο θέμα της παρεχόμενης Ναυτικής Εκπαίδευσης. Γι’ αυτό και πιστεύουμε ότι ο ανταγωνισμός με τις ιδιωτικές ακαδημίες «θα φέρει κόσμο στα βαπόρια». Γιατί οι ιδιωτικές σχολές, δίχως την ασφάλεια που παρέχει στις δημόσιες σχολές το σημερινό κρατικό -και καταστροφικά εφησυχαστικό- μονοπώλιο, θα διαφημίσουν το παρεχόμενο «προϊόν», θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον των νέων για ένα επάγγελμα καθαρό, σίγουρο, ασφαλές και γενναίο.
ΑΣ ΚΑΝΟΥΝΕ όλοι μια προσευχή για τους «εν θαλάσση μακράν». Κι ας ευχηθούμε να πληθύνουν και να μη σταματήσουν ν’ ακούγονται τα ελληνικά στις γέφυρες των βαποριών μας!
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!