Οι Έλληνες εργαζόμενοι έχουν το χαμηλότερο ωρομίσθιο στην Ευρώπη. Η μέση ωριαία αμοιβή περιορίζεται (μεικτά) στα 15,7 ευρώ, έναντι 35,6 ευρώ το μέσο ωρομίσθιο στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δηλαδή οι Έλληνες μισθωτοί απολαμβάνουν λιγότερα από τα μισά σε σχέση με τους υπόλοιπους ευρωπαίους εργαζομένους.
Αυτό πιστοποιεί έκθεση του ΟΟΣΑ που κατατάσσει στις τελευταίες θέσεις τους μισθωτούς στην Ελλάδα. Μάλιστα, μεταξύ των χωρών-μελών του διεθνούς οργανισμοί (ΟΟΣΑ), οι Έλληνες βρίσκονται στην 3η χειρότερη θέση, αλλά πιο κάτω είναι δύο χώρες εκτός Ε.Ε.: Η Κολομβία και το Μεξικό…
Κατά συνέπεια, είμαστε ως μισθωτοί οι πιο φτωχοί στην Ευρώπη;
Ως προς το διαθέσιμο εισόδημα, δηλαδή το πόσα αγαθά μπορούμε να προμηθευτούμε (πραγματικό εισόδημα) οι Έλληνες είναι δεύτεροι, μετά τους Βουλγάρους. Και αυτό γιατί στην Ελλάδα οι μισθωτοί εργάζονται περισσότερες ώρες. Έτσι, με… υπερωρίες, καλύπτουν το μισθολογικό κενό.
Δουλεύουμε κατά μέσο όρο 8,9 ώρες κάθε εργάσιμη ημέρα, πέραν του χρόνου για διάλειμμα και μετακίνησης από και προς την εργασία και συνολικά 2.000 ώρες το χρόνο. Έναντι 2.019,5 των πρώτων Πολωνών και μόλις 1.547,5 κατά μέσο όρο το χρόνο στην Ευρωζώνη.
Δουλεύουμε αντί των… μηχανών
Και εργαζόμαστε περισσότερο όχι μόνο γιατί έχουμε περισσότερους αυτοαπασχολούμενους (σ.σ. οι οποίοι, σε μεγάλο βαθμό, γίνονται επιχειρηματίες της ανάγκης-ελλείψει ικανοποιητικών θέσεων εξαρτημένης απασχόλησης). Κυρίως δουλεύουμε περισσότερο λόγω χαμηλών επενδύσεων σε τεχνολογικό εξοπλισμό. Ένα φαινόμενο που παρατηρείται έντονα από την οικονομική κρίση του 2008 και μετά.
Σύμφωνα με μελέτη της Eurobank στην χώρα μας παρατηρείται «συρρίκνωση των επενδύσεων παγίων από το 2008 μέχρι σήμερα και η συνεπακόλουθη σταδιακή συρρίκνωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού (που) ερμηνεύουν σε έναν βαθμό στην υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας».
Οι πρώτοι σε ώρες εργασίας να είναι οι αγρότες, καθώς στον πρωτογενή τομέα (αγρότες-κτηνοτρόφοι) δεν υπάρχουν Κυριακές και σχόλες. Ωστόσο με βραχεία κεφαλή ακολουθούν οι μισθωτοί συγκεκριμένων κλάδων. Κυρίως του ιδιωτικού τομέα και όπου υπάρχει υψηλός ανταγωνισμός.
Σύμφωνα με μελέτη της Eurobank οι απασχολούμενοι σε χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες, σχεδόν αποκλειστικά μισθωτοί με επαρκείς τίτλους οικονομικών σπουδών, εργάζονται περισσότερο στην Ελλάδα με 2.107,2 ώρες το χρόνο. Σχεδόν ένα 10ωρο κάθε εργάσιμη ημέρα (μείον 54 Σαββατοκύριακα, 10 επίσημες αργίες και 26 εργάσιμες ημέρες ετήσιας άδειας).
Βεβαίως και στην Ευρωζώνη εργάζονται περισσότερες ώρες οι συγκεκριμένοι μισθωτοί (1.608,6 ώρες έναντι 1.547,5 κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη), αλλά στην Ελλάδα παρατηρείται η μεγαλύτερη απόκλιση. Πιθανόν και λόγω της διαφοράς ώρας αφού οι ελληνικές αγορές ανοίγουν μια ώρα νωρίτερα εν σχέσει με τις Βρυξέλλες, ενώ πρέπει να επεκτείνουν το ωράριό τους προκείμενου να καλύψουν και τη λειτουργία των αγορών στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού (Νέα Υόρκη).
Κάθε χρόνο και περισσότερη δουλειά
Οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα ανήλθαν στις 2.000,1 το 2023, κατατάσσοντας την ελληνική οικονομία στη δεύτερη θέση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών. Στην πρώτη θέση ήταν η Πολωνία με 2.019,5 ώρες ανά απασχολούμενο και ακολούθησαν: Ελλάδα (2.000,1), Λετονία (1.862,0), Λιθουανία (1.858,4), Μάλτα (1.835,9), Κύπρος (1.830,7), Εσθονία (1.829,6), Ρουμανία (1.825,9), Πορτογαλία (1.814,9), Τσεχία (1.765,8), Ιταλία (1.734,4), Ουγγαρία (1.679,2), Ιρλανδία (1.632,8), Ισπανία (1.632,3), Σλοβακία (1.630,9), Βουλγαρία (1.617,7), Σλοβενία (1.616,1), ΕΕ-27 (1.604,1), Σουηδία (1.591,5), Φινλανδία (1.548,3), Ευρωζώνη (1.547,5), Αυστρία (1.540,5), Γαλλία (1.500,2), Λουξεμβούργο (1.462,2), Ολλανδία (1.396,0), Δανία (1.380,2) και Γερμανία (1.342,4).
Χρήστος Μέγας