Για να έχουμε μια αίσθηση του προαναγγελλόμενου από τον Υπουργό Οικονομικών νέου οικονομικού θαύματος, θα πρέπει να διαπιστώσουμε πόσα σκαλιά κατόρθωσε η κυβέρνηση να ανεβάσει την ελληνική οικονομία από τον Ιούλιο του 2019, που ανέλαβε την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας, έως σήμερα. Την τετραετία 2020-2023 η κυβέρνηση είχε στη διάθεσή της πρωτοφανείς εισροές πόρων από την Ε.Ε.
Συγκεκριμένα, είχε στη διάθεσή της τους πόρους του ΕΣΠΑ 2021-2027, ύψους €21,15 δις, και το υπόλοιπο των πόρων του ΕΣΠΑ 2014-2020, καθώς και τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), ύψους €35,95 δις. Επιπλέον, είχε τη δυνατότητα να δαπανήσει καθ’ υπέρβαση των ορίων που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ε.Ε. για το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, λόγω αναστολής των σχετικών κανόνων την τετραετία 2020-2023. Επισημαίνεται συναφώς ότι οι καθ’ υπέρβαση δημόσιες δαπάνες την τετραετία 2020-2023 οδήγησαν σε συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα €37,4 δις και σε αύξηση του δημοσιονομικού χρέους κατά €25,6 δις.
Πώς αιτιολογεί η κυβέρνηση (και τα αρμόδια θεσμικά όργανα) τη δυσανάλογα μικρότερη αύξηση του δημόσιου χρέους σε σχέση με το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της τετραετίας 2020-2023; Εφηύρε τρόπο κάλυψης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που δεν αυξάνει το δημόσιο χρέος, όπως έκανε με τα τεράστια ελλείμματα των κρατικών Π/Υ;
Έχοντας στη διάθεσή της αυτόν τον πρωτοφανή πακτωλό πόρων, η κυβέρνηση πέτυχε (κατόρθωσε) να ανεβάσει (αυξήσει) το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας μόλις κατά 5,8% ολόκληρη την τετραετία 2020-2023 ή μόλις κατά 1,4% ετησίως (2019: €183,8 δις, 2023: €194,5 δις). Την ίδια τετραετία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας ανέβηκε από το 66% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ε.Ε., που ήταν το 2019, στο 67% το 2023. Είναι αξιοσημείωτο ότι την ίδια τετραετία η Βουλγαρία ανέβασε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 53% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ε.Ε., που ήταν το 2019, στο 64% το 2023 (ως γνωστόν, Ελλάδα και Βουλγαρία κατέχουν τις δύο τελευταίες θέσεις σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ε.Ε.).
Εφόσον οι δύο χώρες συνεχίσουν να αναπτύσσονται με τους ίδιους ρυθμούς, είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα το 2025 θα κατακτήσει την τελευταία θέση σε κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ε.Ε. Δεδομένου ότι η χώρα κατέχει ήδη την πρώτη θέση σε δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ε.Ε., το 2025 η κυβέρνηση θα την έχει καταστήσει συγχρόνως πρωταθλήτρια χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου (φτώχειας) και πρωταθλήτρια υπερχρέωσης.
Μετά τις παραπάνω διαπιστώσεις, ποια είναι η αξιοπιστία της δήλωσης του υπουργού Οικονομικών ότι «με το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής 2025-2028 η κυβέρνηση πετυχαίνει να ανεβάσει την οικονομία πολλά σκαλιά παραπάνω έως το 2028» και ποια η επαφή του με την πραγματικότητα; Είναι πρόδηλο από τη δήλωση αυτή ότι η κυβέρνηση είναι αιχμάλωτη των επικοινωνιακών ταχυδακτυλουργών, τους οποίους προσέλαβε για να προβάλουν το έργο της.
Η συνεχής και καταιγιστική προσπάθεια ωραιοποίησης της σκληρής οικονομικής πραγματικότητας δεν της επιτρέπει να αντιληφθεί τις πραγματικές εξελίξεις και να δράσει ορθολογικά. Οι επικοινωνιακές ταχυδακτυλουργίες εμποδίζουν και το έργο των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία δυσκολεύονται να αντιληφθούν την πραγματικότητα και να ασκήσουν εποικοδομητική κριτική.
«Η Ελλάδα πλέον φιγουράρει στις πρώτες θέσεις της ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (…) ο Οδικός Χάρτης για την Ελλάδα του 2027 έχει στον πυρήνα της μια χώρα με ανάπτυξη 3%, με πληθωρισμό 2%, με ανεργία 8%, με μέσο μισθό τα €1.500 και με βασικό τα €950». Με αυτά τα λόγια περιέγραψε ο πρωθυπουργός τη χώρα την οποία κυβερνά ήδη για πέντε χρόνια, κατά την επέτειο των 50 ετών της Νέας Δημοκρατίας. Κι εμείς δεν μπορούμε παρά να παραφράσουμε τη γνωστή φράση του γνωστού οικονομολόγου Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ: «Η μόνη αξία των οικονομικών προβλέψεων του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι κάνουν την αστρολογία να φαίνεται αξιόπιστη…».
(*) Γράφει ο κ. Πέτρος Τατούλης, πρ. περιφερειάρχης Πελοποννήσου, υφυπουργός Πολιτισμού, βουλευτής Αρκαδίας