Το περασμένο φθινόπωρο οι «γάτες» της οικονομικής ερευνητικής δημοσιογραφίας (υπάρχουν και αυτές) αποκάλυπταν με σιγουριά ότι η Eurostat θα προσθέσει στο ελληνικό χρέος 18,7 δισ. ευρώ των εγγυήσεων του σχεδίου «Ηρακλής». Πρόκειται για το γνωστό σχέδιο μέσω του οποίου οι ελληνικές τράπεζες ξεφορτώθηκαν πάνω από 90 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων. Η βεβαιότητα των «ερευνητών» ήταν τόσο μεγάλη, ώστε κάποια στιγμή πήγαινε να εξελιχθεί σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Μάλιστα το θέμα έγινε ερώτηση στη Βουλή από την υπεύθυνη Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, Εφη Αχτσιόγλου. Κίνδυνος συμπερίληψης του συνόλου του ποσού δεν υπήρχε, αλλά μια καταγραφή αναδρομική εγγυήσεων της τάξης των 5-8 δισ. ευρώ υπήρχε ως ενδεχόμενο. Απλώς η «μάχη» δινόταν από ελληνικής πλευράς και το φθινόπωρο βρισκόταν στην κορύφωσή της προκειμένου να μειώσει την όποια επίπτωση. Επί της ουσίας η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία προσπαθούσε να εντάξει στους κανόνες της τη μεθοδολογία των εγγυήσεων του σχεδίου «Ηρακλής».
Αποτελούσε άλλωστε κάτι υβριδικό ως σχέδιο, κάτι πρωτάκουστο στην Ευρώπη. Σύμφωνα με πληροφορίες η διαπραγμάτευση ήταν δύσκολη. Κάποια στιγμή στράβωσε εντελώς. Σε κάποια άλλη διχάστηκε και η ελληνική πλευρά (υπουργείο Οικονομικών και ΕΛΣΤΑΤ). Αλλά στο τέλος ο αρμόδιος, ο επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, Θάνος Θανόπουλος, έκανε τη δουλειά. Από κοινού με την Τράπεζα της Ελλάδος, ήταν υπέρ της σκληρής γραμμής μηδενικής αναδρομικής αναγραφής στο χρέος των συγκεκριμένων εγγυήσεων. Και κέρδισαν. Υποστήριξαν με συνέπεια και υπομονή τη θέση τους και τα κατάφεραν.
Η Μαριάνα Κόντζεβα, επικεφαλής της Eurostat, αποφάνθηκε. Με επιστολή της, που κοινοποίησε στις στατιστικές αρχές της ευρωζώνης και στην ελληνική, έκανε γνωστή την απόφασή της να μην προσμετρώνται αναδρομικά στο χρέος οι εγγυήσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο παλαιότερων τιτλοποιήσεων. Πολλοί το χαρακτήρισαν «δώρο» Eurostat. Ηταν αυτοί, όχι απαραίτητα προσκείμενοι στην αντιπολίτευση, που θεωρούσαν πιθανό να επιβαρυνθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος με ένα θηριώδες ποσό. Η απόφαση ανακούφισε την κυβέρνηση, αλλά και αυτή με τη σειρά της λειτούργησε φοβικά. Γλιτώσαμε ως χώρα αν όχι 18 δισ. αλλά 5-8 δισ. επιπλέον χρέος και το αρμόδιο υπουργείο Οικονομικών δεν έβγαλε ούτε μια ανακοίνωση. Υπήρξε μια εθνική νίκη και οι έλληνες πολίτες επισήμως δεν την έμαθαν. Διάβασαν τις «τρέλες» για εκτροχιασμό και φούσκωμα του χρέους αλλά όχι την κατάληξη της υπόθεσης.
Η ιστορία της διαπραγμάτευσης για τον τρόπο καταγραφής των εγγυήσεων του «Ηρακλή» επαναφέρει τη συζήτηση για το πώς πηγαίνουμε να διεκδικήσουμε στην Ευρώπη κάτι που θεωρούμε σωστό και έχει βάση συζήτησης σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Κυρίως όμως έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και διαχωρίζουμε το εθνικό από το τοξικό μικροπολιτικό συμφέρον. Το αρμόδιο όργανο για τα στατιστικά της χώρας, η ΕΛΣΤΑΤ, εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι αφού έφτιαξε μια διαπραγματευτική στρατηγική κατάφερε να τη φέρει σε πέρας και κόντρα στους συσχετισμούς στα Eurogroup (μόνο 9 χώρες μάς υποστήριζαν) πέτυχε το μέγιστο αποτέλεσμα του στόχου που είχε θέσει. Φανταστείτε απλώς να μην τα κατάφερνε και να είχε επιβαρυνθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος ποια θα ήταν η δημόσια συζήτηση που θα κάναμε.