Οι γεωπολιτικές αναταράξεις, είτε ως ανοιχτές συγκρούσεις είτε ως εντάσεις με εμπορικές συνέπειες είτε με τη διαχρονική μορφή κατευθείαν επιθέσεων στα πλοία που διαπλέουν τους μύριους κινδύνους της θάλασσας, είναι ένα κατεξοχήν διαταρακτικό, δραματικό -και δυστυχώς διαχρονικά αναπόσπαστο μέρος της μεταφοράς του συντριπτικού μεριδίου του διεθνούς εμπορίου. Κι αυτό τουλάχιστον μέχρι να αλλάξει ο τρόπος αντιπαράθεσης ατόμων, ομάδων και κρατών μέσα από το ολέθριο σύστημα της βίας και της κλιμάκωσης της εχθρότητας με πιο συγκαλυμμένη μορφή που κατά κανόνα προηγείται. Συμπεραίνεται έτσι εύκολα πως -πλην θαύματος και ταχείας αλλαγής της ανθρώπινης φύσης και του παγκόσμιου συστήματος- η ναυτιλιακή δραστηριότητα θα διεξάγεται για πολύ ακόμα υφιστάμενη τα ισχυρά ή ισχυρότερα -έως καταστροφικά αποτελέσματα της τελευταίας.
Αυτή είναι μία -και σχετικά επιφανειακή ανάγνωση τόσο της επικαιρότητας όσο και χιλιετιών ναυτιλιακής ιστορίας και ναυτικών συγκρούσεων, με τις τελευταίες να εμπλέκουν συχνά τα εμπορικά πλοία θέτοντας σε κίνδυνο και εκείνους στους οποίους οφείλουμε την καθημερινή λειτουργία του συστήματος των θαλάσσιων μεταφορών. Πέραν όμως από τα άμεσα αποτελέσματα συγκρούσεων και εντάσεων, κάπως όπως το «σουέλ(ι)» που αναγνωρίζουν ως ύπουλο εχθρό οι ναυτικοί, μετακινούνται όγκοι, όχι νερού σε αυτή την περίπτωση, αλλά τονάζ, και εντυπωσιακοί αριθμοί πλοίων. Άλλοτε απλώς αλλάζοντας τα τελευταία «χέρια» ιδιοκτητών κι άλλοτε, με την ένταση των νέων κατασκευών, μεταβάλλοντας την ισορροπία δυνάμεων στην κρίσιμη σε παγκόσμιο επίπεδο θαλάσσια σκακιέρα, οι μετακινήσεις αυτές διαμορφώνουν τον Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας στη Ναυτιλία.
Ο τελευταίος σπάνια παραμένει σταθερός για μεγάλο διάστημα, καθώς ορίζεται από τη χωρητικότητα -και για μεγαλύτερη ακρίβεια από τη συνολική μεταφορική ικανότητα σε τόνους νεκρού βάρους (dwt)- και την εξειδίκευση των εμπορικών στόλων στις διάφορες κατηγορίες σκαφών. Εκεί όπου οφείλουμε να συμπεριλάβουμε πλέον την επέκταση, με έμφαση προοδευτικά τις τελευταίες δεκαετίες, των επενδύσεων σε κρίσιμα βοηθητικά πλοία κάθε μορφής δραστηριότητας στη θάλασσα, από εξορύξεις έως πλωτές ανεμογεννήτριες. Στη θαλάσσια όμως σκακιέρα που καθορίζουν οι συνολικές δυνάμεις και διατάξεις/εξειδικεύσεις των σημαντικών στόλων, ακόμα και τα φαινομενικά αδύναμα στρατιωτάκια μπορούν κάλλιστα, όπως και στο επιτραπέζιο άθλημα, να τινάξουν τα πάντα στον αέρα. Αν αφεθούν απαρατήρητα να συνεχίσουν τη διαταρακτική δράση τους, φτάνοντας στις γραμμές των αντιπάλων, η προβλεπόμενη από τους κανόνες του σκακιού δυνατότητά τους να μεταβληθούν σε π.χ. αξιωματικούς -ή, ακόμα χειρότερα, στο πολυεργαλείο νίκης που η «βασίλισσα» είναι σαν πιόνι-, μπορεί να αλλάξει η ισορροπία άρδην. Η πρόσφατη διαπραγμάτευση Χούθι και δύο μεγάλων δυνάμεων -μιας που δεν κατάφερε ποτέ να είναι μια ναυτιλιακή οντότητα ανάλογη του πολιτικοστρατιωτικού της βάρους στην παγκόσμια αρένα, καθώς και μιας που σε λίγο μπορεί και να μην αφήσει περιθώρια για άλλες ναυτιλιακές δυνάμεις να αναδειχθούν ή και να υπάρξουν- αναδεικνύει τον ρόλο της τρομοκρατίας όπως ποτέ δεν έπρεπε να είχε επιτραπεί: Ως βραχίονα δηλαδή εμπορικής και στρατιωτικής πίεσης στο πεδίο της καθημερινής επιβίωσης 8 δισεκατομμυρίων ψυχών στον πλανήτη.
Καλό θα ήταν να αφήσουμε τις παγκόσμιες μεταφορικές αλυσίδες έξω από τα γεωπολιτικά παιχνίδια των φιλόδοξων που θέλουν να κινούν τα παγκόσμια νήματα, αν και μέχρι την -πιθανόν ανέφικτη- ριζική μεταβολή του τρόπου σκέψης μας κάτι τέτοιο δεν φαίνεται επικείμενο. Ας κρατήσουμε όμως έστω το παιχνίδι πάνω στην παγκόσμια θαλάσσια σκακιέρα εντός κανόνων που δεν κινδυνεύουν μια μέρα να το καταστρέψουν εντελώς, ενδεχομένως και σε βάρος όσων πρόσφατα θεώρησαν θεμιτό, στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας στρατηγικής ανοικτών ή υβριδικών αντιπαραθέσεων, το ολίσθημα προς την de facto νομιμοποίηση τρομοκρατών και πειρατών ως «αντισυμβαλλόμενων» μερών. Παρά την επιφανειακή άποψη πως η ναυτιλία ωφελείται από τις διεθνείς κρίσεις, ας υπενθυμίσουμε πως η μεγαλύτερή της ανάπτυξη σε βάθος χρόνου οφειλόταν πάντα στις λίγες ειρηνικές περιόδους, στις οποίες όχι μόνον εκείνη αλλά και η ανθρωπότητα γνώρισαν την ευημερία, χτίζοντας την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
(*) Γράφει η Δρ Ελένη Α. Θανοπούλου, Καθηγήτρια στο Τμήμα Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Αιγαίου